Της Χαράς Αναστασιάδου,
Μετά τη σύναψη γάμου, οι σύζυγοι κατά κανόνα έχουν περιουσιακή αυτοτέλεια και δεν επέρχεται το ενιαίο της περιουσιακής κατάστασης, δυνάμει του άρθρου 1397 ΑΚ, το οποίο προβλέπει : «ο γάμος δεν μεταβάλλει την περιουσιακή αυτοτέλεια των συζύγων […] παραμένει στην αποκλειστική κυριότητά του, χωρίς ο γάμος να επιφέρει καμία μεταβολή». Συνέπεια αυτού είναι ότι μπορεί ο κάθε σύζυγος να επιχειρεί διάθεση περιουσιακών στοιχείων του, χωρίς προηγούμενη άδεια του άλλου συζύγου. Επιπλέον, υπάρχει αυτοτέλεια στη διαχείρισή της, για παράδειγμα μπορεί να υποθηκεύει το ακίνητο, να θέτει το πρόσωπό του υπέγγυο, συνάπτοντας δάνειο, κ.ο.κ.. Παρατηρείται, λοιπόν, πως η διαχείριση, διοίκηση και εκμετάλλευση της περιουσίας κάθε ατόμου είναι υπόθεση ατομική και μη μεταβαλλόμενη μετά από σύναψη γάμου.
Ωστόσο, στις προβλέψεις της παραπάνω διάταξης γίνονται δεκτοί κάποιοι περιορισμοί, που αποκτούν ιδιαίτερη βαρύτητα όταν έχει επέλθει διακοπή της συμβίωσης και λύση του γάμου με διαζύγιο, με κεντρικό άξονα τα άρθρα 1391 και 1442 αντιστοίχως. Όταν διακοπεί η έγγαμη συμβίωση, είναι αποδεκτό να δοθεί διατροφή, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις και όχι άνευ ετέρου, αφού ο νόμος μιλά για εύλογη αιτία. Στο παρόν σημείο είναι απαραίτητο να τονιστεί ότι μετά τη διακοπή της συμβίωσης, δεν επέρχεται και λύση του γάμου, αφού αυτός υπάρχει τυπικά και παύει με την έκδοση διαπλαστικής δικαστικής απόφασης για λύση αυτού. Έτσι, ακόμα και μετά από τη διάσπαση του έγγαμου βίου, έκαστος δικαιούται να απολαμβάνει το ίδιο βιοτικό επίπεδο που είχε συνηθίσει, όσο εξελισσόταν ομαλά η συμβίωσή τους. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι ο σκοπός έγκειται στο να μην μεταβληθεί ό,τι ισχύει μέχρι το κρίσιμο χρονικό διάστημα της διάστασης. Ακριβώς γι’ αυτό, ο νόμος δεν θέτει ως προϋπόθεση την απορία του δικαιούχου, αλλά το να έχει μικρότερες οικονομικές δυνατότητες σε συνάρτηση με την ύπαρξη ή μη εύλογης αιτίας στο πρόσωπό του.
Η εύλογη αιτία νοείται ως εκείνο το περιστατικό που θα μπορούσε να ιδρύσει λόγο διαζυγίου και αν έστω δεν επαρκούν ως λόγο διαζυγίου, καθιστούν ανυπόφορη την έγγαμη συμβίωση, πράγμα που καθιστά σαφές ότι ο κλονισμός του γάμου είναι κάτι στενότερο από την εύλογη αιτία που απαιτείται για την αξίωση της συγκεκριμένης διατροφής. Παράδειγμα στο παραπάνω θα μπορούσε να αποτελέσει η σύναψη εξωσυζυγικής σχέσης, η υβριστική συμπεριφορά και η έλλειψη σεβασμού για τον άλλο σύζυγο, η παραμέληση εποπτείας ανηλίκου και η αδιαφορία για τον γάμο.
Το άρθρο 1391 παρ. 1 μπορεί να εκλάβει τις κάτωθι τέσσερις περιπτώσεις: α) αν ο δικαιούχος σύζυγος για διατροφή διέκοψε την έγγαμη συμβίωση για εύλογη αιτία, μπορεί να αξιώσει πλήρη διατροφή, β) αν ο δικαιούχος σύζυγος διέκοψε την συμβίωση χωρίς ύπαρξη εύλογης αιτίας, δεν δικαιούται διατροφή (όπως συνάγεται εξ αντιδιαστολής από την προηγούμενη περίπτωση), γ) αν ο υπόχρεος διέκοψε την συμβίωση για εύλογη αιτία, οφείλει διατροφή στον άλλον. Το τελευταίο ακριβώς δείχνει μια εύνοια υπέρ του οικονομικά ασθεσνέστερου χωρίς να λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη η συμπεριφορά που αντιβαίνει στην έγγαμη συμβίωση. Όμως, κάτι τέτοιο δεν είναι απόλυτο, διότι το άρθρο 1392 (σε συνάρτηση με το άρθρο 1495) κάνει λόγο για ελαττωμένη διατροφή αν ο υπόχρεος σύζυγος για διατροφή διέκοψε την έγγαμη συμβίωση για εύλογη αιτία που ανάγεται στο πρόσωπο του δικαιούχου, δ) αν ο υπόχρεος σύζυγος για διατροφή διέκοψε την έγγαμη συμβίωση χωρίς εύλογη αιτία (π.χ. αποφάσισε να αρχίσει νέα ζωή), πρέπει να δώσει διατροφή στον δικαιούχο.
Τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά μετά το διαζύγιο, αφού τότε σηματοδοτείται η επίσημη λύση του γάμου. Εξάλλου, οι διατάξεις 1442 επ. παρέχουν οικονομική στήριξη σε όποιον την χρειάζεται, χωρίς να λαμβάνεται υπόψιν η εύλογη αιτία ή μη. Η διατροφή που παρέχεται κατατείνει στο να καλυφθούν οι ανάγκες του οικονομικά αδύνατου πρώην συζύγου και όχι στην εξακολούθηση κατάστασης που υπήρχε στην έγγαμη συμβίωση. Επομένως, μετά από διαζύγιο, διατροφή δικαιολογείται από κοινωνικούς λόγους, για να μην εκτίθεται ο άπορος και μη δυνάμενος να διαθρέψει τον εαυτό του σύζυγος. Για αυτό μας ενδιαφέρουν οι προϋποθέσεις της ευπορίας και απόριας.
Απορία δικαιούχου σημαίνει ότι εν λόγω πρώην σύζυγος δεν δύναται να προσπορίσει τα προς το ζην του, με αποτέλεσμα, πολλές φορές, να μην απολαμβάνει και τα στοιχειώδη (ρεύμα, νερό, θέρμανση κ.ο.κ.). Κριτήριο, επίσης, ως προς την ύπαρξη ή μη απορίας είναι και η δυνατότητά του για πρόσβαση στον χώρο της ψυχαγωγίας, πηγαίνοντας για παράδειγμα σε ένα θέατρο ή παρακολουθώντας κάποια έκθεση. Το τελευταίο, βέβαια, δεν σημαίνει ότι μπορεί να απολαμβάνει ό,τι θέλει, εκμεταλλευόμενος τον εύπορο πρώην σύζυγό του. Με άλλα λόγια, δεν νοείται να θεμελιωθεί απορία του, επειδή δεν διαθέτει τα χρήματα να πάει μια ολιγοήμερη εκδρομή στο εξωτερικό. Πάντως, ο νόμος δεν αρκείται στην απορία κάποιου, αφού τίθεται και η προϋπόθεση ο άλλος να είναι εύπορος, προκειμένου να βρεθεί σε θέση να καταβάλει διατροφή, καθώς στην περίπτωση που δεν διαθέτει χρήματα για τη δική του διαβίωση θα ήταν αδιανόητο να δίνει ό,τι αποκτά από την εργασία του ή την προσοδοφόρα περιουσία του σε κάποιον που βρίσκεται στην ίδια δεινή οικονομική κατάσταση με αυτόν.
Εκτός από αυτά, απαιτείται να συντρέχει στο πρόσωπο του άπορου συζύγου έστω και μία ειδική προϋπόθεση του άρθρου 1442, ήτοι: α) φυσική αδυναμία εργασίας, που ενδέχεται να υπάρχει λόγω μεγάλης ηλικίας, κινητικών προβλημάτων, ύπαρξη σοβαρών προβλημάτων υγείας, β) επιμέλεια ανηλίκου τέκνου, πράγμα που συνεπάγεται ακόμα πιο επιβαρυμένη ύπαρξη αναγκών, δηλαδή έχοντας αναλάβει πρόσθετα καθήκοντα αδυνατεί να ασκήσει κατάλληλο επάγγελμα (για παράδειγμα αν ήταν συγγραφέας δεν θα υπήρχε πρόβλημα, αφού υπάρχει και δυνατότητα επαγγελματικής δραστηριότητας από το σπίτι, απεναντίας ήταν τουριστικός οδηγός δεν θα μπορούσε να το ασκεί προσηκόντως), γ) επαγγελματικές δυσχέρειες, όπως ανεργία, οικονομική κρίση της αγοράς και οτιδήποτε παραγκωνίζει την κατάλληλη εύρεση εργασίας, όμως για διάστημα που δεν μπορεί να ξεπερνά τα τρία έτη από όταν βγήκε το διαζύγιο και δ) λόγοι επιείκειας, δηλαδή για λόγους που δεν εμπίπτουν στα ως άνω, όπως για παράδειγμα ο άπορος πρώην σύζυγος φροντίζει τον ανάπηρο πατέρα του και δεν έχει χρόνο να εργαστεί.
Ως συμπέρασμα θα μπορούσε να λεχθεί ότι διατροφή μετά από διακοπή της συμβίωσης είναι πιο εύκολο να επιδικαστεί, διότι ο συντακτικός νομοθέτης του ΑΚ είχε κατά νου τη συνέχιση της ίδιας εικόνας προς τον κοινωνικό περίγυρο, ενώ ως προς το διαζύγιο πρέπει να το επιβάλλουν πρόσθετοι λόγοι πέρα από την απορία και ευπορία των πρώην συζύγων, ακριβώς γιατί μετά το διαζύγιο παύει και ουσιαστικά η κοινή τους εμφάνιση στις προς τα έξω σχέσεις.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Εγχειρίδιο Οικογενειακού Δικαίου, Γεωργιάδης, Β’ έκδοση
- Οικογενειακό Δίκαιο, Ι.Σ. Σπυριδάκης
- ΑΠ 515/2000, ΑΠ 1028/1013
- ΜΕφΘεσ 301/2016