Του Νικηφόρου Δρακούλη,
Ένας ιδιαίτερα καταστροφικός πόλεμος στην ιστορία της Αμερικής είναι ο άτυπος πόλεμος που κήρυξε ο Πρόεδρος Richard Nixon εναντίον των ναρκωτικών, μία κίνηση με σημαντικές συνέπειες τόσο σε κοινωνικό όσο και σε οικονομικό επίπεδο. Από τότε καθιερώθηκαν πολιτικές που φαινομενικά στόχευαν τον περιορισμό της εξάπλωσης των ναρκωτικών, αλλά επί της ουσίας μεγέθυναν τις φυλετικές διαφορές στις Η.Π.Α. Αυτές οι πολιτικές έπαιξαν καίριο ρόλο στον οκταπλασιασμό του αριθμού των φυλακισθέντων στην Αμερική μέσα σε μόλις 40 χρόνια, χωρίς να παρέχουν ξεκάθαρα θετικά αποτελέσματα στον περιορισμό των ναρκωτικών, αλλά και αφήνοντας έναν ρατσιστικό απόηχο στα γρανάζια της δικαιοσύνης της χώρας. Είναι, συνεπώς, σκόπιμο να ανατρέξουμε στο παρελθόν, για να παρατηρήσουμε πώς εκτυλίχθηκε αυτός ο πόλεμος, αλλά και για να εντοπίσουμε τα αποτελέσματά του, ελπίζοντας να αντιληφθούμε τα λάθη του παρελθόντος, στην προσπάθεια αντιμετώπισης του προβλήματος των ναρκωτικών από μια πιο λογική και συνεσταλμένη σκοπιά.
Το έναυσμα του πολέμου εναντίον των ναρκωτικών δόθηκε το 1970, με το νομοσχέδιο Comprehensive Drug Abuse Prevention and Control Act, το οποίο, μεταξύ άλλων, κατηγοριοποίησε τις απαγορευμένες ουσίες ανάλογα με την επικινδυνότητά τους και όρισε το νομικό πλαίσιο για την απαγόρευση των ουσιών. Όμως, το νομοσχέδιο αυτό δέχθηκε κριτική για τις αυθαίρετες και ανυποστήρικτες επιστημονικά παραγράφους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν εκείνη που κατηγοριοποιούσε τη μαριχουάνα στο ίδιο επίπεδο επικινδυνότητας με την ηρωίνη, παρ’ όλο που η επιτροπή, την οποία έχρισε ο ίδιος ο τότε Πρόεδρος Nixon, μετά από ομόφωνη απόφασή της, συμβούλεψε την αποποινικοποίηση της μαριχουάνας για προσωπική χρήση. Στα μέσα της δεκαετίας του ’70, παρατηρήθηκε μια μικρή παύση στον πόλεμο εναντίον των ναρκωτικών, με πολλές Πολιτείες να ψηφίζουν την αποποινικοποίηση της μαριχουάνας, με τον επερχόμενο Πρόεδρο Carter να υποστηρίζει τέτοιες κινήσεις. Όμως, αυτή η παύση δεν διήρκεσε μεγάλο χρονικό διάστημα, αφού, κατά τη δεκαετία του ’80 και με τον νέο Πρόεδρο Reagan, ο πόλεμος εναντίον των ναρκωτικών αναζωπυρώθηκε. Ο Reagan υποστήριξε νομοσχέδια τα οποία θα έθεταν αυστηρές ποινές για συλλήψεις σχετικές με ναρκωτικά, ακόμη και αν επρόκειτο για μη βίαια παραπτώματα.
Ένα από τα τρανότερα παραδείγματα νομοθεσίας, που υποστήριξε ο τότε Πρόεδρος, ήταν το νομοσχέδιο Anti-Drug Abuse Act, το οποίο επέβαλλε τις ελάχιστες ποινές για την κατοχή ναρκωτικών. Από τις πιο αμφιλεγόμενες ποινές, που προέβλεπε το νομοσχέδιο αυτό, ήταν αυτές για την παροχή κοκαΐνης. Ειδικότερα, το νομοσχέδιο προέβλεπε μεγαλύτερες ποινές φυλάκισης για την κατοχή ενός είδους κοκαΐνης το οποίο χρησιμοποιούταν σε μεγαλύτερο βαθμό από Αφροαμερικανούς, απ’ ότι προέβλεπε για ένα άλλο είδος κοκαΐνης, το οποίο εμφάνιζε μεγαλύτερα ποσοστά χρήσης από λευκούς πολίτες, παρ’ όλο που η μόνη διαφορά των δύο ειδών ήταν πως το ένα περιείχε νερό και μαγειρική σόδα και το άλλο όχι. Η επιθετική και κατά πολλούς καταστροφική αντιμετώπιση του προβλήματος των ναρκωτικών συνεχίστηκε και στη δεκαετία του ’90 υπό την κυβέρνηση Clinton, με τις φυλετικές διακρίσεις να ανθίζουν ως άμεσο αποτέλεσμα του πολέμου εναντίον των ναρκωτικών, αφού η πιθανότητα σύλληψης για κατοχή απαγορευμένων ουσιών ήταν άμεσα συνδεδεμένη με το εισόδημα, αλλά και το χρώμα του δέρματος των πολιτών. Με την έναρξη της νέας χιλιετίας και με το κοινό να μην υποστηρίζει την αντιμετώπιση των ναρκωτικών στις Η.Π.Α., έγιναν προσπάθειες για μεταρρυθμίσεις, οι οποίες όμως βρέθηκαν αντιμέτωπες με την κυβέρνηση Bush. Παρ’ όλα αυτά, σε πολιτειακό επίπεδο έγιναν ιστορικές κινήσεις για το τέλος του πολέμου εναντίον των ναρκωτικών, με 40 Πολιτείες να ψηφίζουν την αποποινικοποίηση της μαριχουάνας κατά την περίοδο 2009-2013. Παράλληλα, το 2010 μειώθηκε η διαφορά των ποινών για την κατοχή των δύο προαναφερθέντων ειδών κοκαΐνης. Όμως, ο δρόμος για ένα πιο δίκαιο και λογικό σύστημα διαφαίνεται ακόμα μακρύς και δύσβατος, ειδικά μετά την αναβίωση μερικών ιδεών της εποχής του 1980, χάρη στον πρώην Πρόεδρο Trump και τις δηλώσεις του για αυστηρότερες ποινές στους κατόχους.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα κρίνεται όμως μια αποτίμηση του πολέμου αυτού τόσο σε οικονομικό όσο και σε ανθρώπινο επίπεδο. Οι συντηρητικοί υπολογισμοί τοποθετούν το κόστος του πολέμου εναντίον των ναρκωτικών στο 1 τρισεκατομμύριο δολάρια, ένα ιδιαίτερα σοκαριστικό νούμερο. Συνακόλουθα, ευλόγως αναρωτιέται κανείς αν για αυτά τα χρήματα έχουν επιτευχθεί τα ανάλογα αποτελέσματα. Η απάντηση σύμφωνα με την πλειονότητα των ερευνητών είναι όχι. Μελέτες έχουν δείξει πως οι ποινές φυλάκισης δεν είναι συνδεδεμένες με κάποια μείωση στα ποσοστά χρήσης ναρκωτικών. Αντιθέτως, η φυλάκιση έχει άμεση σχέση με τον θάνατο από υπερβολική δόση, με τους πρόσφατα αποφυλακισθέντες να έχουν 129 φορές μεγαλύτερη πιθανότητα να χάσουν τη ζωή τους για αυτόν τον λόγο από τους υπόλοιπους πολίτες. Ταυτόχρονα, παρά τα αυστηρότατα μέτρα κατά τη διάρκεια του πολέμου εναντίον των ναρκωτικών, οι Η.Π.Α. συνεχίζουν να έχουν από τα μεγαλύτερα ποσοστά χρήσης ναρκωτικών στον κόσμο. Δεν μπορούμε να παραβλέψουμε, επίσης, το γεγονός, πως πολλοί χρήστες οι οποίοι φυλακίσθηκαν για χρήση ναρκωτικών από μικρή ηλικία, οδηγήθηκαν στο μέλλον στην εγκληματικότητα χάρη στις αντίξοες συνθήκες κατά τη διάρκεια της φυλάκισής τους. Αυτή τη στιγμή η Αμερική μετράει περίπου 500.000 φυλακισμένους για μη βίαιες κατηγορίες που αφορούν τα ναρκωτικά, αριθμός που αποτελεί το 20% των φυλακισμένων στη χώρα. Ακόμη πιο αποκαρδιωτικά είναι τα στατιστικά όσον αφορά στις φυλετικές διακρίσεις: παρ’ όλο που λευκοί και Αφροαμερικανοί έχουν παρόμοια ποσοστά χρήσης ναρκωτικών, οι Αφροαμερικανοί έχουν 6 φορές μεγαλύτερη πιθανότητα να φυλακισθούν. Αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι οι Αφροαμερικανοί όχι μόνο έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να συλληφθούν για κατοχή ναρκωτικών, αλλά και μεγαλύτερη πιθανότητα να καταδικαστούν στο δικαστήριο.
Αναλογιζόμενοι τα αποτελέσματα του πολέμου εναντίον των ναρκωτικών και βλέποντας πόσο μια κοινωνική ομάδα έφερε στις πλάτες της το μεγαλύτερο βάρος των επιπτώσεών του, γεννάται η ερώτηση, αν αυτή η πολιτική είχε και άλλους σκοπούς πέρα από τον περιορισμό των ναρκωτικών. Η απάντηση ήρθε σε μια συνέντευξη το 1994, όπου ο υπεύθυνος εσωτερικής πολιτικής του Προέδρου Nixon, John Ehrlichman δήλωσε «Η κυβέρνηση Nixon είχε δύο εχθρούς: την αντιπολεμική αριστερά και τους μαύρους. Καταλαβαίνετε τι λέω. Ξέραμε ότι δε μπορούσαμε να το κάνουμε παράνομο το να είναι κανείς κατά του πολέμου ή μαύρος, αλλά κάνοντας το κοινό να συσχετίσει τους χίπηδες με την μαριχουάνα και τους μαύρους με την ηρωίνη και μετά ποινικοποιώντας αυτά, θα μπορούσαμε να διαταράξουμε τις κοινότητες αυτές», προσθέτοντας μετά: «Ξέραμε ότι λέγαμε ψέματα για τα ναρκωτικά; Προφανώς και το ξέραμε». Φαίνεται λοιπόν απροκάλυπτα ότι υπήρχε ένας απώτερος σκοπός σε αυτή την πολιτική, με εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπων να πληρώνουν λάθος αποφάσεις για το υπόλοιπο της ζωής τους και να θυσιάζονται στον βωμό του πολιτικού κέρδους από ένα κράτος που θα έπρεπε να τους προστατεύει.
Όμως, ποια θα ήταν μια πιο μετρημένη και αποτελεσματική αντιμετώπιση στο πρόβλημα των ναρκωτικών; Αρχικά είναι αναγκαία η επένδυση στην έρευνα σε αυτόν τον τομέα για τους καλύτερους τρόπους πρόληψης και αντιμετώπισης. Κάτι που μας έχει δείξει ήδη η έρευνα, είναι πως πρέπει να σταματήσουμε να βλέπουμε τη χρήση ναρκωτικών ως έγκλημα, αλλά ως την εθιστική ασθένεια που είναι. Αποποινικοποιώντας τη χρήση, οι άνθρωποι θα είναι σε θέση να ζητήσουν βοήθεια χωρίς φόβο φυλάκισης, ενώ παράλληλα θα τους παρέχεται η ψυχολογική και ιατρική περίθαλψη που χρειάζεται για να νικήσουν αυτήν την ασθένεια και να μπορούν να επανενταχθούν στην κοινωνία ως παραγωγικά μέλη αυτής. Με την αποποινικοποίηση, όμως, να είναι αρκετά μακριά για πολλές χώρες, εναλλακτικά έχουν θεσμοθετηθεί τα λεγόμενα Drug Courts (Δικαστήρια Ναρκωτικών), τα οποία δεν επιβάλλουν ποινές φυλάκισης, αλλά παρέχουν μια εναλλακτική καταδίκη όπου οι χρήστες λαμβάνουν περίθαλψη και τίθενται υπό την επίβλεψη ειδικών κοινωνικών λειτουργών. Όμως, για ένα τόσο βαθιά ριζωμένο πρόβλημα πρέπει να ληφθούν και προληπτικά μέτρα, όσον αφορά στην αντιμετώπιση των λόγων για τους οποίους πολλοί συνάνθρωποί μας στρέφονται στα ναρκωτικά. Η ψυχική υγεία έχει αποδειχθεί πως έχει άμεση σχέση με την κατάχρηση εθιστικών ουσιών. Προφανώς, οι απαντήσεις και οι λύσεις για αυτό το πρόβλημα δεν είναι εύκολο να βρεθούν και ούτε θα βρεθούν σε ένα άρθρο χιλίων λέξεων. Όμως, πρέπει όλοι να συμβάλλουμε στο μέτρο του δυνατού, για να αντιμετωπιστεί αυτή ασθένεια, όχι με καταστροφικούς και πολιτικά υποκινούμενους τρόπους, αλλά συνετά και με γνώμονα την έρευνα και την επιστημονική αντίληψη του προβλήματος.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- The war on drugs, explained, Vox, διαθέσιμο εδώ
- War on drugs, History Channel, διαθέσιμο εδώ
- Ending the War on Drugs: By the Numbers, Center for American Progress, διαθέσιμο εδώ