Του Γιάννη Μπαλαμώτη,
Το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου βρήκε την Οθωμανική Αυτοκρατορία ήδη στα πρόθυρα της κατάρρευσης, γεγονός που γνώριζαν όλοι. Η περιοχή της Μέσης Ανατολής, από την εποχή των Σταυροφοριών, αποτελούσε πόλο έλξης για τα βασίλεια της Ευρώπης για θρησκευτικούς, πολιτικούς και οικονομικούς λόγους. Στους επόμενους αιώνες, η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε αναγνωρίσει τη Γαλλία ως κυρίαρχο δρώντα στη περιοχή σε οικονομικό, πολιτικό, πολιτιστικό, αλλά και σε θρησκευτικό επίπεδο, καθώς θεωρούνταν ο φυσικός προστάτης όλων των χριστιανών στη Μέση Ανατολή. Η πολύχρονη παρουσία της Γαλλίας στην περιοχή του Λεβάντε δεν αμφισβητήθηκε ποτέ σοβαρά μέχρι και τις παραμονές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Είχε ανέκαθεν τον οικονομικό έλεγχο κύριων εμπορικών σταθμών και λιμανιών, τη Βηρυτό, την Τρίπολη, την Τζάφα και τη Χάιφα, ενώ παράλληλα είχε καταφέρει να επιβάλλει ειδικό προνομιακό καθεστώς για τους Γάλλους υπηκόους που ζούσαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Με το ξέσπασμα του πολέμου όμως, η πρωτοκαθεδρία της στο Λίβανο, τη Συρία και τη Παλαιστίνη κλυδωνίστηκε από τα βρετανικά, ιταλικά, γερμανικά, αλλά και τα ρωσικά συμφέροντα. Η Βρετανία επεδίωκε τη προσάρτηση της Συρίας στη σφαίρα επιρροής της, προσθέτοντας στην Αίγυπτο που ήδη από το 1882 την είχε θέσει υπό τον έλεγχο της. Επιπλέον, η Ιταλία αμφισβητούσε τη θρησκευτική ηγεμονία της Γαλλίας και εμφάνιζε μια επιθετική επεκτατική πολιτική, η Γερμανία είχε ήδη ισχυρά οικονομικά συμφέροντα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ενώ η τσαρική Ρωσία ενδιαφερόταν για τον έλεγχο των Στενών και την υπαγωγή της Κωνσταντινούπολης σε καθεστώς διεθνούς δικαιοδοσίας.
Οι διαπραγματεύσεις για τον καθορισμό ζωνών επιρροής στη Μέση Ανατολή είχαν ήδη ξεκινήσει από το 1914. Σε πρώτη φάση, η Γαλλία και η Ρωσία, προσπαθώντας να έρθουν σε αμοιβαία συνεννόηση, παραχωρούσαν η μια στην άλλη περιοχές ελέγχου. Η Γαλλία επεδίωκε να διασφαλίσει τα οικονομικά της συμφέροντα και την ελευθερία κινήσεων σε όλη τη Μέση Ανατολή και κυρίως στην Παλαιστίνη, περιοχή στην οποία η Ρωσία τελικά δεν της επέτρεψε να ασκήσει έλεγχο. Η πίεση που δεχόταν η Γαλλία στο ευρωπαϊκό πολεμικό μέτωπο από τη Γερμανία, την εμπόδιζε από το να ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο στη Μέση Ανατολή. Επωφελούμενοι από την απουσία γαλλικών στρατευμάτων στην περιοχή, οι Βρετανοί, σύμμαχοι των Γάλλων, βρήκαν την ευκαιρία να ηγηθούν των συμμαχικών δυνάμεων ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία που είχε συνταχθεί με τις δυνάμεις του Άξονα και να διεκδικήσουν από τη Γαλλία τον πρωτοκαθεδρεύοντα ρόλο στη περιοχή. Η Βρετανία, έχοντας ανοικτό ένα διπλό διπλωματικό δίαυλο, με τους Άραβες και τους Εβραίους Σιωνιστές, επεδίωκε να καθορίζει τις εξελίξεις. Με την προοπτική της βοήθειας των Αράβων και του κύριου πρωταγωνιστή τους, την Αίγυπτο, η Βρετανία υποσχέθηκε στους τελευταίους τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου αραβικού βασιλείου, ενώ παράλληλα δρούσε και ως κύριος συντονιστής του σιωνιστικού κινήματος, που στόχευε στη δημιουργία ενός εβραϊκού κράτους, στην ίδια περιοχή.
Οι Βρετανοί τόσο με το Λόρδο Kitchener, όσο και με το διάδοχό του, ως Ύπατο Αρμοστή της Αιγύπτου, Sir Henry McMahon, ενθάρρυναν μια μυστική αλληλογραφία με τον εμίρη της Μέκκα και βασιλιά των Αράβων Sharif Hussein bin Ali, από το 1915 έως το 1916, με στόχο να ωθήσουν τους Άραβες σε επανάσταση εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με βρετανική βοήθεια και την υπόσχεση της αραβικής ανεξαρτησίας. Η αλληλογραφία μεταξύ του McMahon και του εμίρη της Μέκκα παρέμεινε μυστική, καθώς η Βρετανία ήθελε να αποφύγει την αντίδραση της Γαλλίας, της οποίας τα συμφέροντα θίγονταν. Ωστόσο, η έννοια της αραβικής ανεξαρτησίας πρόσφερε τα περιθώρια για διαφορετικές ερμηνείες και σύμφωνα με τη Βρετανία, οι Άραβες παρερμήνευσαν τον όρο, επομένως, και τις βρετανικές υποσχέσεις. Οι Βρετανοί υποστήριξαν ότι είχαν δεσμευτεί μόνο στη διάθεσή τους να αναγνωρίσουν τη δημιουργία ενός αυτόνομου και ανεξάρτητου αραβικού κράτους, εάν και εφόσον οι ίδιοι οι Άραβες επιτύγχαναν να το συγκροτήσουν. Παράλληλα, διαβεβαίωναν ότι οι Άγιοι Τόποι θα παρέμεναν υπό αραβική κυριαρχία. Ωστόσο, οι Βρετανοί τόνιζαν ότι ποτέ δε δεσμεύτηκαν για τη δημιουργία ενός αραβικού κράτους ή μιας ομοσπονδίας κρατών. Σε κάθε περίπτωση όμως, ήταν γνωστό στις συμμαχικές δυνάμεις ότι οι Άραβες δε θα μπορούσαν μόνο με τις δικές τους δυνάμεις να εναντιωθούν στους Οθωμανούς. Συνεπώς, οι Άγγλοι και οι Γάλλοι θα κάλυπταν το κενό και θα αποκτούσαν το ρόλο του «προστάτη». Με άλλα λόγια, οι Βρετανοί με τον όρο ανεξαρτησία εννοούσαν περισσότερο μια απελευθέρωση των Αράβων από τη γερμανική και οθωμανική κυριαρχία με ταυτόχρονη αντιμετώπιση των εσωτερικών αραβικών διαφορών, παρά την εγγύηση δημιουργίας ενός ανεξάρτητου κράτους.
Η Γαλλία, από την άλλη πλευρά, έβλεπε τα συμφέροντά της να κλυδωνίζονται σημαντικά, καθώς δεν είχε καταφέρει να εγκαταστήσει μια μόνιμη στρατιωτική παρουσία στη Μέση Ανατολή και τους Βρετανούς να έχουν αποκτήσει ηγεμονική θέση και το συντονισμό των συμμαχικών στρατευμάτων. Στο πλαίσιο αυτό, το Μάιο του 1916, η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία προχώρησαν στη σύναψη μυστικής συμφωνίας, στην οποία στη συνέχεια προσχώρησε και η τσαρική Ρωσία. Τη συμφωνία από την πλευρά της Γαλλίας υπέγραψε ο Francois George-Picot, ο οποίος εκείνη την περίοδο τελούσε χρέη γενικού γραμματέα στη γαλλική πρεσβεία στο Λονδίνο. H επιλογή του Picot να εκπροσωπήσει τη Γαλλία στις διαπραγματεύσεις που αφορούσαν στη Μέση Ανατολή δεν ήταν τυχαία. Έχοντας προπολεμικά υπηρετήσει στη Βηρυτό, αλλά και στο Κάιρο με την έναρξη του Α΄Π.Π., είχε άριστη γνώση της γαλλικής ιμπεριαλιστικής πολιτικής, καθώς και των συμφερόντων της χώρας του στην ευρύτερη περιοχή. Στο βρετανικό στρατόπεδο, αρχηγός των διαπραγματεύσεων ήταν ο Sir Mark Sykes, έμπειρος συνταγματάρχης στα θέματα της περιοχής και υπέρμαχος του σιωνιστικού κινήματος. Μάλιστα, ήταν ο πρώτος στη Βρετανία που της απέδωσε το όνομα Μέση Ανατολή. Η συνεισφορά και η γνώση του στα ζητήματα που αφορούσαν στο Λεβάντε ήταν τόσο καθοριστική που επηρέασαν τη μετέπειτα Διακήρυξη του Μπάλφουρ.
Η Συμφωνία Sykes-Picot ήταν η πρώτη που διαμόρφωσε το χάρτη της Μέσης Ανατολής μεταξύ των δυνάμεων της Αντάντ δημιουργώντας δύο ζώνες, τη ζώνη «ελέγχου» και τη ζώνη «επιρροής». H Γαλλία εξασφάλιζε τον «έλεγχο» της περιοχής της Κιλικίας (Μερσίνη, Άδανα, Αλεξανδρέττα), τα παράλια της Συρίας/Λιβάνου, καθώς και άπλωνε την «επιρροή» της στην ενδοχώρα της Συρίας και στο Β. Ιράκ (συμπεριλαμβανομένης της Μοσούλης). H Βρετανία διατηρούσε τον «έλεγχο» στο Ν. Ιράκ (Βαγδάτη, Βασόρα, μέχρι και το Κουβέιτ), καθώς και την «επιρροή» της στο Δ. Ιράκ και την Ιορδανία. Τέλος, η Ρωσία εξασφάλιζε επαρχίες της Αρμενίας (Ερζερούμ, Τραπεζούντα, Βαν κλπ.), ενώ η Παλαιστίνη υπάγονταν σε καθεστώς διεθνούς ελέγχου. Στη συμφωνία δε γινόταν καμία αναφορά στην προοπτική δημιουργίας ανεξάρτητου αραβικού κράτους, παρά τη σχετική «υπόσχεση» των Βρετανών στον εμίρη της Μέκκα, με αποτέλεσμα τα μόνα συμφέροντα που εξυπηρετούνταν, ήταν αυτά των Μεγάλων Δυνάμεων.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η συμφωνία Sykes-Picot καθόριζε και το καθεστώς στην Κύπρο. Το νησί ήδη από τη συμφωνία μεταξύ Βρετανίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το 1878 βρισκόταν στον έλεγχο της Αγγλίας, η οποία με την έναρξη του Α΄Π.Π. πρότεινε την παραχώρησή της στην Ελλάδα, εάν η τελευταία συμμετείχε στον πόλεμο στο πλευρό της Άνταντ. Η βασιλική κυβέρνηση αρνήθηκε την πρόταση και με τη Συμφωνία Sykes-Picot ορίστηκε ότι η Αγγλία δε θα μπορούσε μελλοντικά να διεξάγει διαπραγματεύσεις για την παραχώρηση του νησιού σε άλλη δύναμη χωρίς τη συναίνεση της Γαλλίας. Η παραπάνω διαπραγμάτευση φανερώνει ότι το ζήτημα της Κύπρου ανέκαθεν αποτελούσε κομμάτι του Μεσανατολικού Ζητήματος.
Η Συμφωνία Sykes-Picot έγινε γνωστή στο ευρύ κοινό από το νέο καθεστώς των Μπολσεβίκων στη Ρωσία, τον Οκτώβριο του 1917, μαζί με πολλά άλλα κρατικά έγγραφα και συμφωνίες που ήταν ως τότε μυστικές. Πέραν της άμεσης αντίδρασης της Ρωσίας και την αποχώρησή της από τη συνθήκη, η δημοσίευσή της, όπως ήταν αναμενόμενο, προκάλεσε ιδιαίτερη δυσαρέσκεια στους Άραβες, οι οποίοι τη θεώρησαν ως ένδειξη προδοσίας, καθώς ερχόταν σε αντίθεση με όσα είχε υποσχεθεί η Βρετανία στον εμίρη Hussein.
Η παραπάνω συμφωνία σε συνδυασμό με τη Διακήρυξη του Μπάλφουρ (1917) εξυπηρετούσε κυρίως στη δημιουργία ενός εβραϊκού κράτους στην Παλαιστίνη, παραβλέποντας τα αραβικά συμφέροντα. Εντωμεταξύ είχε ξεσπάσει η Μεγάλη Αραβική Επανάσταση (10 Ιουνίου 1916) ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία υπό την ηγεσία του εμίρη της Μέκκα σε συνεργασία με τον Τ. Ε. Lawrence.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Tanenbaum J. K., France and the Arab Middle East, 1914-1920, Transactions of the American Philosophical Society, Vol. 68, No. 7 (1978), pp. 1-50
- Friedman I., The McMahon-Hussein Correspondence and the Question of Palestine, Journal of Contemporary History, Vol. 5, No. 2 (1970), pp. 83-122
- Bloom C., Sir Mark Sykes: British diplomat and a convert to Zionism, Jewish Historical Studies, Vol. 43 (2011), pp. 141-157
- Από την ιστοσελίδα Foreign Affairs, στο «Γιατί η Συνθήκη της Λωζάννης είναι ακόμα ισχυρή» του Χάρη Καραμπαρμπούρη, Διαθέσιμο εδώ