Του Γιώργου Πασσά,
Με την πανδημία να μαίνεται έναν και πλέον χρόνο, η χώρα μας έχει περάσει από χίλια δύο κύματα, από το πρότυπο για όλη την Ευρώπη στην κακή διαχείριση του καλοκαιριού, στα ανοιγοκλεισίματα της αγοράς, στις αλλεπάλληλες αλλαγές μέτρων, όπου ενίοτε και ο πιο πληροφορημένος δυσκολεύεται να διαπιστώσει τα όρια μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας. Εν προκειμένω, «σκάνδαλο» έχει ξεσπάσει με τον σχεδιασμό της κυβέρνησης στο ζήτημα των αυτοδιαγνωστικών τεστ, η οποία όλα στραβά τα κάνει, ή στην «απαράδεκτη και αβάσιμη λασπολογία» στην οποία επιδίδεται η αντιπολίτευση, που όλο fake news διαδίδει. Οι κανόνες του παιχνιδιού είναι πάγιοι και αναλλοίωτοι για κάθε στρατευμένο, μονάχα το χρώμα του αντιπάλου αλλάζει: είτε η ευθύνη βαραίνει την κυβέρνηση είτε η αντιπολίτευση δρα ανεύθυνα, άπαντες αρέσκονται στο πιο εύκολο κυνήγι, αυτό του αποδιοπομπαίου τράγου. Και πάντοτε ο πραγματικός χαμένος είναι ο ίδιος.
Η πλέον πρόσφατη πέτρα του σκανδάλου είναι, όπως προαναφέρθηκε, ο κυβερνητικός σχεδιασμός για τα αυτοδιαγνωστικά τεστ (εφ’ εξής self-test). Προτού, όμως, αναλωθεί κανείς στην προπαγάνδα των δύο πλευρών, θα ήταν ωφέλιμο να εξετάσει τι πράγματι ισχύει, κατά πόσο τα self-test προτείνονται ως ενδεδειγμένη επιλογή και, κυρίως, εάν αυτά πράγματι μπορούν να συνδράμουν τα μέγιστα στο πολυπόθητο άνοιγμα.
Κατατοπιστικότατη για την επίλυση αυτών των αποριών είναι η έκθεση του European Centre for Disease prevention and Control (ECDC), δημοσιευμένη στις 17 Μαρτίου 2021 (διαθέσιμη εδώ). Σύμφωνα, λοιπόν, με την εν λόγω έκθεση, τα self-test έχουν, προφανώς, τόσο θετικά όσο και αρνητικά (πίνακας 1, σελ. 5 της έκθεσης) . Από τη μία δίνουν αποτελέσματα τάχιστα, σε λιγότερο από μία ώρα, γεγονός ευεργετικό για τον περιορισμό της διασποράς του ιού. Το μεγαλύτερο ατού τους δε είναι πως, λόγω του ότι διενεργούνται από τον ίδιο τον πολίτη, δίχως να απαιτείται η απουσία περαιτέρω εξοπλισμού αλλά ούτε και η παρουσία γιατρού ή η επίσκεψη σε ιατρικό κέντρο, διευκολύνεται σε μεγάλο βαθμό το σύστημα υγείας, ενώ κομβικής σημασίας είναι κυρίως το κατά πολύ χαμηλότερο (σε σύγκριση με τα λοιπά τεστ) κόστος τους.
Όσον αφορά τα μειονεκτήματα, ζήτημα μπορεί να προκύπτει με την αξιοπιστία των αποτελεσμάτων, δεδομένου, μεταξύ άλλων, ότι το τεστ θα διενεργείται από τον ίδιο τον πολίτη, ο οποίος προφανώς δεν είναι καταρτισμένος υγειονομικός υπάλληλος και, σε περίπτωση που η διαδικασία χαρακτηρίζεται από πολυπλοκότητα, μπορεί να προκύψουν λάθη. Ακόμη, το αποτέλεσμα του τεστ μπορεί να δράσει «αγχολυτικά», να δημιουργήσει δηλαδή μία ψευδαίσθηση ασφάλειας στον πολίτη και να τον οδηγήσει σε απρόσεκτες συμπεριφορές ή, από την άλλη, σε περίπτωση που τύχει λανθασμένα θετικό αποτέλεσμα, να υποβληθεί το άτομο σε περιττή καραντίνα μέχρι την επιβεβαίωση του αποτελέσματος. Τέλος, η έκθεση αναφέρει πως η μεγαλύτερη πρόκληση είναι η ορθή ταξινόμηση των αποτελεσμάτων, να διασφαλίζεται η έγκαιρη ενημέρωση των αρμόδιων αρχών και, πρωτίστως, να μη συγχέονται τα αποτελέσματα των self-test με αυτά άλλων τεστ, βεβαιώνοντας ταυτοχρόνως τη νευραλγικής σημασίας συνεργασία του πολίτη.
Έτσι, στις προτάσεις για τη βέλτιστη υλοποίηση του εγχειρήματος αυτού, το ECDC αναφέρει πολύ συγκεκριμένα πως το κόστος των τεστ πρέπει να είναι προσιτό για τους πολίτες, το πακέτο που θα προμηθεύονται αυτοί να περιλαμβάνει σύντομες και ευκολονόητες οδηγίες και τέλος να δημιουργηθούν από τις αρμόδιες αρχές ηλεκτρονικές πλατφόρμες, όπου ο πολίτης θα μπορεί να καταχωρήσει το αποτέλεσμα του τεστ του και αυτό να ενσωματωθεί στα αντίστοιχα στατιστικά δεδομένα (σελ. 9 της ανωτέρω έκθεσης).
Τι προβλέπει ο σχεδιασμός στην Ελλάδα; Πρώτα απ’ όλα, το ζήτημα του προσιτού κόστους επιλύεται, δεδομένου ότι τα τεστ θα διατίθενται δωρεάν. Όσον αφορά τη δυσκολία της διενέργειάς τους κατ’ οίκον, μέχρι στιγμής, δεν είναι γνωστές όλες οι λεπτομέρειες με την ενημέρωση, πάντως, να είναι πως πρόκειται για διαδικασία κατά πολύ ευκολότερη των rapid test, καθώς είναι τεστ ρινικά και σιέλου και όχι ρινοφαρυγγικά ή στοματοφαρυγγικά. Τέλος, ο κ. Πιερρακάκης ενημέρωσε πως θα δημιουργηθούν δύο πλατφόρμες, μία για το πρώτο στάδιο καταγραφής, προκειμένου δηλαδή να γνωρίζει ο ΕΟΔΥ τα στατιστικά δεδομένα για τους πολίτες που έκαναν το τεστ, καθώς και μία για την καταχώρηση των θετικών κρουσμάτων.
Ποια είναι η επιχειρηματολογία της αντιπολίτευσης; Πως τα self-test δεν θα ωφελήσουν και αυτό λόγω του ότι πρώτον επαφίονται σε μεγάλο βαθμό στη συνεργασία του πολίτη, δεύτερον πως θα χρειάζεται ο πολίτης που θα βγει θετικός να πληρώσει για να κάνει επιβεβαιωτικό rapid test ή μοριακό, ενώ τέλος αναφέρεται και στη μειωμένη αξιοπιστία αυτών (η ρητορική περί «πιστού πλασιέ» ή/και διάδοση ψευδών ειδήσεων περί φωτογραφικών διαγωνισμών κτλ. δεν αρμόζει ούτε στο πεδίο ούτε στο ύφος του συντάκτη, τόσο γνωστικά όσο και πολιτικά, παρ’ όλα αυτά η σχετική ανακοίνωση του ΣΥΡΙΖΑ είναι διαθέσιμη εδώ, η λίστα των εταιρειών που έχουν καταθέσει πρόταση είναι διαθέσιμη εδώ, ενώ η παραδοχή πως η στάση αυτή ήταν άστοχη από τον κ. Ζαχαριάδη παρατίθεται εδώ). Οι αντιπροτάσεις της αντιπολίτευσης είναι η συνταγογράφηση δωρεάν μοριακών ή rapid τεστ αντίστοιχης συχνότητας με τα self-test, ενώ, αν και εκθέτει, ορθώς, την προβληματικότητα της προαιρετικής καταχώρησης, δεν παραθέτει κάποια αντιπρόταση πλην αυτής που ήδη αναφέρθηκε. Τέλος, υποστηρίζει πως αντιθέτως με όσα λέει η κυβέρνηση, τα self-test δεν προκύπτουν από κάποιο ευρωπαϊκό νομοθέτημα, επιχείρημα όπως που δεν πρόκειται να αναλυθεί περαιτέρω, μιας και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή απαντάει παραπάνω από ενδελεχώς σε σχετική έκθεση με ερωταπαντήσεις επί των τεστ κορωνοϊού (διαθέσιμη εδώ).
Ας πάρουμε, λοιπόν, την ακραία εφαρμογή της ρητορικής της αντιπολίτευσης και ας υποθέσουμε ότι έχει δίκιο σε όλα, πως τα self-test είναι επιλογή σκοπιμότητας και πως η μόνη λύση, «όπως προτείνει η αντιπολίτευση εδώ και έναν χρόνο», είναι η δωρεάν χορήγηση στους πολίτες μοριακών και rapid τεστ. Είναι κάτι τέτοιο εφικτό; Προφανώς και όχι. Δίχως να καταφέρω να διασταυρώσω τη δήλωση του κ. Σκέρτσου πως μία τέτοια πρόταση θα κόστιζε επιπλέον 2,4 δισεκατομμύρια στο κράτος μηνιαίως (!), μπορώ να πω πως είμαι βέβαιος για δύο τινά: αφ’ ενός πως εύκολα έχω διαπιστώσει και εγώ, αλλά και ο οποιοσδήποτε έκανε τεστ κατά τον τελευταίο χρόνο, πως ειδικά μέχρι τον Οκτώβριο, τα τεστ κινούνταν σε κόστη απαγορευτικά για συχνή, πόσο μάλλον εβδομαδιαία, εξέταση της τάξεως των 60, 70 και 80 ευρώ τουλάχιστον (περιττό να αναφερθεί κανείς στα κόστη που υπήρχαν τους πρώτους μήνες, όταν τα μοριακά κοστολογούνταν στα 150 ευρώ), επομένως μία τέτοια στρατηγική στην παρούσα συγκυρία θα ήταν σίγουρα η πλέον επιβαρυντική δημοσιονομικά, ενώ αν είχε εφαρμοστεί από την αρχή δεν θα ήταν προφανώς μονάχα επιβαρυντική, αλλά καταστροφική. Και όλα αυτά για μία πρόταση που δεν έχει υλοποιηθεί πουθενά και αυτό ούτε καν σε χώρες υπερδυνάμεις, πόσο μάλλον στην υπό κατάρρευση χρεοκοπημένη Ελλάδα με το παραπαίον ΕΣΥ. Αφ’ ετέρου οφείλει κανείς να αναλογιστεί το εξής: ποιος φθείρεται περισσότερο πολιτικά από την πανδημία και ποιος θα αποκομούσε τα μεγαλύτερα πολιτικά οφέλη σε περίπτωση που εφαρμοζόταν αυτή η τακτική; Και στις δύο περιπτώσεις η απάντηση είναι η κυβέρνηση και, τουλάχιστον στα δικά μου μάτια, εάν υπήρχαν έστω και μερικές, βάσιμες ενδείξεις πως ένα τέτοιο σχέδιο θα ήταν βιώσιμο, αυτό θα είχε επιλεχθεί προ πολλού.
Ο κυβερνητικός σχεδιασμός δεν είναι αψεγάδιαστος και, όπως πολύ σωστά υποδεικνύει η αντιπολίτευση, η προαιρετικότητα της καταχώρησης είναι πρόβλημα και αυτό επειδή η λογική βάση του επιχειρήματος ευσταθεί απολύτως: δεν έχει αποδείξει ο κόσμος, ειδικά τους τελευταίους μήνες, πως αντιλαμβάνεται διαρκώς τη σοβαρότητα της κατάστασης, συμμορφώνεται με τα απαιτούμενα και κάνει ότι περνάει από το χέρι του προς όφελος του «κοινού καλού». Πώς θα μπορούσε, όμως, αυτό να καταπολεμηθεί; Εάν τα τεστ πραγματοποιούνταν υπό την επίβλεψη υγειονομικών υπαλλήλων, τότε αυτομάτως χάνεται το μεγαλύτερο ατού των self-test, το κατ’ οίκον και δίχως επιτήρηση της διαδικασίας, πράγμα που προφανώς θα ίσχυε και στην περίπτωση των μοριακών ή rapid τεστ. Περιττό δε να προσθέσει κανείς πως, γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, εάν τα φαρμακεία και τα τοπικά ιατρικά κέντρα πρόκειται να επιβαρυνθούν μία λόγω των self-test, στην περίπτωση της αντιπρότασης το πρόβλημα θα ήταν δεκαπλάσιο. Ακόμη, κύριος σκοπός των self-test είναι να εξετασθούν πολίτες που δεν θα πάνε με ένα απλό κρυολόγημα ή γενικώς δίχως πολλά συμπτώματα να υποβληθούν σε τεστ κορωνοϊού, στόχος που λογικά θα επιτευχθεί απολύτως, ακόμη και αν προκύψουν ορισμένες αναντιστοιχίες μεταξύ των false positive και true positive αποτελεσμάτων των τεστ. Ίσως, λοιπόν, τα self-test να μην είναι η ιδανική λύση, είναι σίγουρα όμως μία λύση, έστω πρόσκαιρη, δεκάδες φορές καλύτερη από το τίποτα, εκατοντάδες φορές καλύτερη από τη χρεοκοπία.
Βάσει των όσων εξέθεσα ανωτέρω, θεωρώ τις προτάσεις της αντιπολίτευσης ανεδαφικές, πλην όμως το πεδίο βελτίωσης στον κυβερνητικό σχεδιασμό μεγάλο, μιας και αδυνατώ να πιστέψω πως όλα έχουν γίνει στην εντέλεια, ώστε να χρειάζεται κανείς να καταφύγει σε κυνήγι φαντασμάτων ή να προτείνει τα απολύτως ανέφικτα. Αντί λαϊκισμών, η αντιπολίτευση θα μπορούσε να ασκήσει ουσιαστική κριτική, να συνδράμει στη βέλτιστη συνεργατικότητα του κόσμου ενισχύοντας (ή και πραγματοποιώντας για πρώτη φορά, όπως το δει κανείς) το κάλεσμα για συμμόρφωση με τα μέτρα και την προσεκτική διενέργεια των self-test, να συσπειρώσει τον κόσμο για την τελική ευθεία και, αντί της ρητορικής καπηλειού, να καταθέσει συγκεκριμένες προτάσεις για τη βέλτιστη λειτουργία των ηλεκτρονικών πλατφορμών και τυχόν διορθώσεις στον προγραμματισμό με σκοπό την αποσυμφόρηση των φαρμακείων. Το δυστύχημα είναι πως αντίστοιχη ρητορική υιοθετείται διαρκώς και από την κυβέρνηση και έτσι διαμορφώνεται ένα σκηνικό με εκατέρωθεν μειωτικούς χαρακτηρισμούς, ενδεδυμένους με τον μανδύα του «πολιτικά ορθού», πολύ παρόμοιους με τις πύρινες ανακοινώσεις μεταξύ Ολυμπιακού και ΠΑΟΚ.
Είναι προφανές πως, παρά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει η χώρα και ο απλός, καθημερινός πολίτης, η πολιτική ηγεσία σύσσωμη προσπαθεί να αποδείξει την ανωριμότητά της. Σε καιρούς ανάγκης, όπου θα έπρεπε το επιδιωκόμενο να είναι μία πολιτική στάση ομόνοιας και διαρκούς συνεργασίας, όλα τα κόμματα πορεύονται με γνώμονα το ίδιον όφελος, συμπαρασύροντας λιγότερο ή περισσότερο, αναλόγως και με την απήχησή τους, ολοένα και μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας στη δίνη της διχόνοιας και στον φαύλο κύκλο της επίρριψης ευθυνών. Και έτσι είναι πασιφανές πως ο εορτασμός των 200 χρόνων από την Επανάσταση για πολλούς δεν είναι τίποτα παραπάνω από μία σύντομη παρένθεση στη μακρά τους αντιπαλότητα με κάθε τι διαφορετικής απόχρωσης.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Considerations on the use of self-tests for COVID-19 in the EU/EEA, ECDC Technical Report, διαθέσιμο εδώ
- Α. Σκέρτσος: Ανεφάρμοστες οι προτάσεις ΣΥΡΙΖΑ για τα pcr τεστ, Καθημερινή, διαθέσιμο εδώ
- Πιερρακάκης για self test : Έρχεται πλατφόρμα για να δηλώνονται τα θετικά αποτελέσματα, Το Βήμα, διαθέσιμο εδώ
- Κλειδί τα self-test για το άνοιγμα της οικονομίας – Αναλυτικά η διαδικασία, Καθημερινή, διαθέσιμο εδώ