Της Παναγιώτας Προβατά,
Ο ισπανικός κινηματογράφος φημίζεται για την ποιότητά του και τα αξιοσημείωτα έργα που έχει προσφέρει κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης ιστορίας του. Γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση και πέτυχε διεθνή αναγνώριση μετά τον θάνατο του Φράνκο το 1975, με πασίγνωστο εκπρόσωπό του τον Πέδρο Αλμοδόβαρ, ο οποίος πυροδότησε την ανάδυση στο κινηματογραφικό στερέωμα μιας ολόκληρης νέας γενιάς κινηματογραφιστών και ταλαντούχων καλλιτεχνών που εμπλούτισαν στο έπακρο τον ισπανικό κινηματογράφο. Ειδικά τη σημερινή εποχή, οι ταινίες μυστηρίου, τα θρίλερ και τα αστυνομικά κινηματογραφικά έργα έχουν μια ιδιαίτερη θέση στον ισπανικό κινηματογράφο και δείχνουν να έχουν μεγάλη απήχηση και να εκτιμώνται από πολύ κόσμο. Στο πλαίσιο αυτό, πιστεύω είναι αναπόφευκτο να μην αναφέρει κανείς δύο από τα πιο πολυσυζητημένα και λατρεμένα σύγχρονα ισπανικά θρίλερ-αστυνομικά, που είναι: Το σώμα (“El Cuerpo”) του 2012 και ο Αόρατος Επισκέπτης (“Contratiempo”) του 2016.
Οι δύο αυτές ταινίες είναι σκηνοθετημένες από τον Οριόλ Πάουλο, το έργο του οποίου χαρακτηρίζεται με όλη την έννοια της λέξης από ριζικές ανατροπές, καθώς ο ίδιος παρουσιάζει μια ιδιαίτερη προσέγγιση στα θρίλερ του, στα οποία δεν κυριαρχεί μόνο το στοιχείο του τρόμου και της αγωνίας, δεν έχουν ως μοναδικό σκοπό να τρομοκρατήσουν, αλλά επιδιώκει μέσα από τα θρίλερ του να διηγηθεί μια ιστορία και να σκιαγραφήσει με πληρότητα τους χαρακτήρες. Είναι, δηλαδή, κάτι παραπάνω από ένα «απλό» θρίλερ. Τα συγκεκριμένα έργα θέλουν πέρα από το να τρομοκρατήσουν να θέσουν και συγκεκριμένους προβληματισμούς πάνω στις ανθρώπινες σχέσεις. Αυτή η ανατρεπτική ματιά αντανακλάται και στην πλοκή των ταινιών του, αφού και οι δύο ταινίες επιφυλάσσουν τεράστιες ανατροπές στο τέλος τους, αλλά μέχρι το τέλος τα γεγονότα ξετυλίγονται με έναν ιδιαίτερο και περίπλοκο τρόπο, αφού το παρόν εναλλάσσεται με αναμνήσεις του παρελθόντος των χαρακτήρων, οι οποίες κάθε φορά αποκαλύπτουν μια μικρή μεν αλλά κρίσιμη δε για τη διαλεύκανση του παρόντος των πρωταγωνιστών λεπτομέρεια .
Αν και το El Cuerpo κινείται λίγο πολύ στο ίδιο μήκος κύματος με το Contratiempo, το πρώτο έχει μια διάσταση πιο ανθρώπινη και προσωπική, χωρίς όμως να χάνει σε ένταση και αγωνία. Η πλοκή είναι σύνθετη και ανατρεπτική, όπως προειπώθηκε, και χτίζεται με τις αναμνήσεις των ηρώων. Στη συγκεκριμένη ταινία, ο αστυνόμος Jaime επιχειρεί να διαλευκάνει την υπόθεση της μυστηριώδους εξαφάνισης από το νεκροτομείο του πτώματος μιας ιδιόρρυθμης και πλούσιας γυναίκας και επιχειρηματία, της Mayka (Belèn Rueda). Ο μόνος που μπορεί να συμβάλει στη διαλεύκανση της υπόθεσης φαίνεται να είναι ο κατά πολύ νεότερος σύζυγός της, Alex Ulloa (Hugo Silva), τον οποίο βαρύνουν εκτός των άλλων και οι υποψίες για την εξαφάνιση του πτώματος, αφού φαίνεται να κρύβει πολλά επικίνδυνα μυστικά. Οι ιστορίες και το παρελθόν των πρωταγωνιστών, έτσι όπως αποκαλύπτονται μέσα από την εξέλιξη και τις εναλλαγές της ταινίας, συμπλέκονται και δημιουργούν αμέτρητα ερωτηματικά μέχρι την ολοκλήρωση της ταινίας. Από τη μία, είναι ο αστυνόμος που έχει αναλάβει την υπόθεση εξιχνίασης της εξαφάνισης, για τον οποίο αξίζει να σημειωθεί πως προσπαθεί μαζί με όλα τα άλλα προβλήματά του να ξεπεράσει τον θάνατο της γυναίκας του 10 χρόνια πριν από ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα, ενώ, από την άλλη, βλέπουμε την ιστορία και τις διακυμάνσεις του συζύγου του εξαφανισμένου πτώματος της Mayka, του Alex Ulloa, ο οποίος ανακαλεί στη μνήμη του καταστάσεις και στιγμές που είχε ζήσει με τη γυναίκα του. Και οι δύο άντρες έχουν το κοινό σημείο ότι έχασαν τις συζύγους τους, αλλά τόσο ο τρόπος απώλειας τους όσο και οι αντιδράσεις και η αντιμετώπιση της απώλειας των συζύγων τους διαφέρουν ριζικά, όπως αποκαλύπτεται μέσα από την ταινία. Μέσα από τις διηγήσεις διαφαίνονται τα κίνητρα των πρωταγωνιστών και αποκαλύπτονται ένοχα μυστικά και σκληρές αλήθειες, που αναμφίβολα επηρεάζουν και το φινάλε της ταινίας, που κάθε άλλο παρά προβλέψιμο μπορεί να χαρακτηριστεί.
Από την άλλη, έχουμε το Contratiempo, που, παρά τις διαφορές που εμφανίζει στην πλοκή, είναι σε κάθε περίπτωση ισάξιο και το ίδιο καθηλωτικό με το El Cuerpo. Πρωταγωνιστής της ταινίας είναι ο Αντριάν Ντόρια (Mario Casas), ένας επιτυχημένος επιχειρηματίας που βρίσκεται στα πρόθυρα μιας συμφωνίας που θα του δώσει πρόσβαση στις ασιατικές αγορές. Ο Αντριάν έχει επίσης σύζυγο και παιδί, αλλά και μια παράνομη σχέση με τη Λάουρα Βιντάλ (Bárbara Lennie), μια φωτογράφο με την οποία κάνουν τακτικές αποδράσεις, όποτε τους το επιτρέπουν οι συνθήκες, για λίγες μέρες μοναξιάς. Ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα που προκαλούν, επιστρέφοντας από κάποια εξόρμησή τους, πυροδοτεί ραγδαίες εξελίξεις στις ζωές τους και εύλογα επηρεάζει τη σχέση τους, αφού και οι δύο συμφωνούν να συγκαλύψουν το δυστύχημα που προκάλεσαν για να προστατεύσουν τη φήμη και την καριέρα τους.
Ωστόσο, τα πράγματα δεν εξελίσσονται όπως τα είχαν προβλέψει, καθώς ένας άγνωστος, εκβιάζοντάς τους να αποκαλύψει το μυστικό τους, ζητάει να εμφανιστούν και οι δύο σε ένα ξενοδοχείο για να του παραδώσουν 100.000 ευρώ ως αντάλλαγμα της σιωπής του. Στο δωμάτιο του ξενοδοχείου που βρέθηκε με τη Λάουρα, ο Αντριάν ισχυρίζεται πως κάποιος που ήταν ήδη μέσα του επιτέθηκε με αποτέλεσμα να τον αφήσει αναίσθητο, ενώ, όταν συνήλθε, διαπίστωσε πως η Λάουρα ήταν νεκρή, ισχυριζόμενος πως υπεύθυνος για τον θάνατό της ήταν αυτός που βρισκόταν εκ των προτέρων στο δωμάτιο. Οι ισχυρισμοί του δεν ευδοκιμούν, ωστόσο, με αποτέλεσμα αυτός να είναι ο μοναδικός κατηγορούμενος για τον φόνο της ερωμένης του. Στο πλευρό του έχει μια κορυφαία δικηγόρο, τη Βιρτζίνια Γκούντμαν, που θα τον υπερασπιστεί ώστε να αποφύγει την καταδίκη του. Στο Contratiempo διαγράφονται με τον πλέον παραστατικό τρόπο οι χαρακτήρες, οι σχέσεις και τα κίνητρά τους και δημιουργείται ήδη από τα πρώτα λεπτά ένα κλίμα αγωνίας και μυστηρίου, το οποίο μυστήριο θα λυθεί με έναν τρόπο κάπως υπερβολικό και «τραβηγμένο», αλλά, όπως και στο El Cuerpo, εντελώς απρόβλεπτο, που αναμφισβήτητα θα σε εκπλήξει.
Εν ολίγοις, έχουμε να κάνουμε με δύο ταινίες, τις οποίες αξίζει να δει κανείς χωρίς ενδοιασμούς, ειδικά άμα είναι λάτρης των θρίλερ και των μυστηρίων. Ως θρίλερ, περιέχουν ευνόητα τα βασικά στοιχεία του είδους, δημιουργούν από τις πρώτες στιγμές ένα κλίμα αγωνίας και έντασης, οι οποίες κλιμακώνονται όσο ξετυλίγεται η ταινία και προκαλούν στον θεατή πολλούς προβληματισμούς και απορίες που συντηρούνται αριστοτεχνικά μέχρι το τέλος της ταινίας. Σε αυτό, βέβαια, συμβάλει και ο καταιγιστικός ρυθμός των εξελίξεων που αποτυπώνονται στις ταινίες και οι συνεχείς ανατροπές που σε κάνουν -χωρίς υπερβολή- να αναρωτιέσαι αν παρακολουθείς κάποιο είδος δυσεπίλυτου γρίφου, στοιχεία που δεν σου αφήνουν πολλά περιθώρια σκέψης κατά τη διάρκεια της ταινίας, παρά μόνο σε καθηλώνουν και σου επιτρέπουν μόνο να την απολαύσεις χωρίς να βασανίζεσαι με δικά σου σενάρια.
Πέρα από αυτά τα στοιχεία, η επιλογή της μουσικής και οι εύστοχοι διάλογοι εντείνουν το αγωνιώδες και δραματικό κλίμα σε συνδυασμό πάντα με τους αινιγματικούς, σκοτεινούς χαρακτήρες, που κρύβουν ένοχα μυστικά, συγκαλύπτοντάς τα με κάθε τρόπο. Αν κανείς ρώταγε για το ποια από τις δύο αξίζει να παρακολουθήσει περισσότερο, δεν θα μπορούσα να απαντήσω με ευκολία και σιγουριά, ούτε θα μπορούσα να εγγυηθώ για την απάντησή μου. Με μεγάλη, όμως, σιγουριά θα έλεγα ότι και οι δύο ταινίες είναι πολλά υποσχόμενες, καθόλα ανατρεπτικές και καθηλωτικές, πρόσφορες να σου κόψουν την ανάσα και να σε εντυπωσιάσουν στο έπακρο. Χωρίς αμφιβολία, είναι ταινίες που δεν θα σε απογοητεύσουν, ούτε θα διαψεύσουν τις προσδοκίες σου.