Της Νεφέλης Κανέλλου,
Η πανδημία που ξέσπασε τον προηγούμενο χρόνο και συνεχίζει μέχρι και σήμερα να μαστίζει ολόκληρο τον πλανήτη, έχει επηρεάσει αρνητικά πληθώρα τομέων της κοινωνίας και της οικονομίας, εγχώριας και παγκόσμιας. Το ίδιο φυσικά ισχύει και για τον τομέα της ενέργειας και των ενεργειακών αγορών γενικότερα. Ο κάθε πολίτης, μη ειδικός σε θέματα ενέργειας, μπόρεσε να αντιληφθεί πως η πανδημία και τα μέτρα για την αντιμετώπισή της επηρέασαν την ενέργεια από ένα και μόνο απλό γεγονός: την πτώση της τιμής της βενζίνης.
Το πετρέλαιο έχει καταλυτικό ρόλο στον τομέα της ενέργειας, καθώς επηρεάζει τις τιμές και άλλων προϊόντων όπως του φυσικού αερίου, αλλά και η πτώση της τιμής του ανά βαρέλι έχει πολλές φορές αποτελέσει ένδειξη οικονομικής κρίσης και αντίστοιχα οικονομικής ευμάρειας και σταθερότητας, όταν βρίσκεται σε ψηλά ή φυσιολογικά επίπεδα. Ενδεικτικά, στην αρχή του 2020 η τιμή του πετρελαίου ανά βαρέλι ήταν 66 δολάρια και μέχρι τον Απρίλιο έπεσε στα 19 δολάρια ανά βαρέλι.
Βασικός λόγος της πτώσης της τιμής ήταν η μείωση της ζήτησης, αφού η παραγωγή βρέθηκε σε τέλμα λόγω των περιοριστικών μέτρων για την καταπολέμηση της πανδημίας. Την έλλειψη ζήτησης ακολούθησε η δικαιολογημένη πτώση στις επενδύσεις στον τομέα της ενέργειας και ειδικά για το πετρέλαιο.
Σύμφωνα με αναφορά του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας, το 2020 οι επενδύσεις για πετρέλαιο είχαν πτώση 8,5%, για άνθρακα 6,7% και για φυσικό αέριο 3,3%. Παρ’ όλα αυτά, οι επενδύσεις για ανανεώσιμες πηγές ενέργειας σημείωσαν αύξηση σχεδόν 1%.
Στην πτώση της ζήτησης και των επενδύσεων έρχεται να προστεθεί και ο ανταγωνισμός μεταξύ Ρωσίας και Σαουδικής Αραβίας στην αγορά του πετρελαίου, οι οποίες, όταν άρχισαν να φαίνονται οι επιπτώσεις της πανδημίας στην οικονομία, δυσκολεύτηκαν να έρθουν σε μία συμφωνία σχετικά με τη μείωση της παραγωγής και την ακόλουθη διάθεση του πετρελαίου στις παγκόσμιες αγορές.
Επιπλέον, η αύξηση των πολιτικών για ενεργειακή αποδοτικότητα αλλά και η μείωση της ενεργειακής κατανάλωσης οδήγησαν τις εταιρείες να βρουν εναλλακτικές, να στραφούν σε «πράσινες» επιλογές αλλά και να επενδύσουν στη δημιουργία αποθεμάτων ενέργειας, μειώνοντας τη ζήτησή τους.
Το ίδιο ισχύει και για ολόκληρες χώρες, όπου η ενεργειακή ασφάλεια έχει αναδειχθεί σε θέμα υψηλής στρατηγικής. Ήδη και πριν την πανδημία πολλές χώρες αποθήκευαν ενέργεια, ούτως ώστε να αποφύγουν μία πιθανή έλλειψη που θα μπορούσε να προκύψει σε χώρες παραγωγούς, όπως είδαμε να συμβαίνει με τον πόλεμο της Κριμαίας, που έπληξε ενεργειακά την Ευρώπη.
Ο τομέας των ανανεώσιμων πηγών φαίνεται να είναι ο μόνος που ευνοείται από την πανδημία. Σε συνδυασμό με τις πολιτικές για τη βιώσιμη ανάπτυξη, την προστασία του περιβάλλοντος και την κοινωνική ευημερία δείχνει μία αύξηση σε προτίμηση, άρα και σε ζήτηση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν, εκτός από την Ευρωπαϊκή Ένωση η οποία είναι πρωτοπόρος στις βιώσιμες πρωτοβουλίες, οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, που κατά το 2020 έδειξαν την προτίμησή τους για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας έναντι του άνθρακα για πρώτη φορά στα χρονικά.
Πολλοί αναλυτές εικάζουν πως η συνολική ενεργειακή ζήτηση του πλανήτη δε θα επανέλθει γρήγορα στα προ πανδημίας επίπεδα. Τόσο η συνήθεια των εξ αποστάσεων εργασιών όσο και οι πρωτοβουλίες για ενεργειακή αποδοτικότητα και πράσινη ενέργεια θα διατηρήσουν για αρκετό καιρό τη ζήτηση και την κατανάλωση σε χαμηλότερα επίπεδα, αναγκάζοντας τα κράτη παραγωγούς να δείξουν κατά πόσο μπορούν να ελιχθούν και να προσαρμοστούν στη νέα πραγματικότητα, αν θέλουν να επιβιώσουν. Όπως και να ‘χει, η ενέργεια θα είναι πάντα απαραίτητο αγαθό, κι αν κάτι μας έδειξε η κρίση αυτή της πανδημίας είναι πως για όλο και περισσότερα κράτη η ενέργεια θα ανελιχθεί σε προτεραιότητα και θέμα υψηλής στρατηγικής.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
-
Ενέργεια: Ποιοι χάνουν και ποιοι ευνοούνται από την πανδημία, Insider, διαθέσιμο εδώ
- Covid-19 Impact: Energy Sector Year in Review 2020, Oxford Business Group, διαθέσιμο εδώ
-
Ευκαιρία για καθαρότερη ενέργεια η πανδημία του κορωνοϊού, Energy Press, διαθέσιμο εδώ