Της Αντωνέτας Γαρίτση,
Η Λασκαρίνα Πινότση ή, όπως είναι γνωστή στο ευρύ κοινό, Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, αποτελεί έως σήμερα μία από τις σπουδαιότερες ηγετικές μορφές που συμμετείχαν στην Ελληνική Επανάσταση του 1821. Καταγόταν από την Ύδρα, αλλά γεννήθηκε μέσα στις φυλακές της Κωνσταντινούπολης, όταν η μητέρα της, Σκεύω Κοκκίνη, είχε πάει για να επισκεφθεί το φυλακισμένο σύζυγό της, Σταυριανό Πινότση. Αιτία φυλάκισης του σπουδαίου Υδραίου Ναυάρχου ήταν η συμμετοχή του στο επαναστατικό κίνημα των Ορλοφικών που έλαβε χώρα στην Πελοπόννησο κατά τα έτη 1769-1774. Έτσι μέσα σε αυτές τις αντίξοες συνθήκες, ήρθε στον κόσμο η μικρή Μπουμπουλίνα, την ώρα που ο φυλακισμένος πατέρας της αργοπέθαινε από τις κακουχίες και τα βασανιστήρια. Νονός της έγινε ο συγκρατούμενος του πατέρα της, Παναγιώτης Τρουπάκης, ο οποίος έφερε το ψευδώνυμο Μούρτζινος. Μετά το θάνατο του συζύγου της, η χήρα πλέον Σκεύω επιστρέφει με την κόρη της στην Ύδρα, όμως αναγκάζεται να μετακομίσει στις Σπέτσες λόγω της εχθρικής στάσης της οικογένειάς της, η οποία ζητούσε χρήματα από την ίδια, ενώ διεκδικούσε και το παιδί. Εκεί η Σκεύω πραγματοποιεί το δεύτερο γάμο της με τον καπετάνιο Δημήτριο Λαζάρου, και αποκτά άλλα οκτώ παιδιά.
Από νεαρή ηλικία γίνεται αντιληπτή η αγάπη της για τη θάλασσα, ενώ το θάρρος και η αποφασιστικότητά της τη ξεχωρίζουν από τα ετεροθαλή της αδέρφια. Συμμετείχε σε ναυτικές δραστηριότητες και άκουγε με μεγάλη προσοχή τα κατορθώματα του πατέρα της και των άλλων ηρώων στη Μεσόγειο. Πραγματοποιεί δύο γάμους, αλλά και οι δύο τελειώνουν άδοξα. Ο πρώτος της γάμος είναι με τον καπετάνιο Δημήτριο Γιάννουζα, στα δεκαεπτά της χρόνια, με τον οποίο αποκτά δύο γιους, το Γιάννο και το Γεώργιο, και μία κόρη, τη Μάρω. Ο γάμος τους διαρκεί εννέα χρόνια, μέχρι ο Γιάννουζας να χάσει τη ζωή του σε μια επίθεση Αλγερινών πειρατών το 1797. Ο Δημήτριος Μπούμπουλης είναι ο δεύτερος σύζυγος της Μπουμπουλίνας. Ο συγκεκριμένος καπετάνιος ήταν πραγματική μάστιγα των πειρατών και σκοτώθηκε σε ένα από τα σημαντικότερα θαλάσσια κατορθώματα της εποχής, κατατροπώνοντας σε ναυμαχία δύο αλγερινά πλοία το 1811. Από το δεύτερο γάμο της η Μπουμπουλίνα αποκτά ακόμα τρία παιδιά, τη Σκεύω, την Ελένη και τον Πάνο, καθώς και άλλα τρία από τον πρώτο γάμο του Μπούμπουλη.
Η Μπουμπουλίνα είναι τώρα χήρα, μητέρα, αλλά και κάτοχος μεγάλης περιουσίας. Τόσο η οικονομική της δύναμη, όσο και η καταγωγή της την καθιστούν μέλος της τοπικής άρχουσας τάξης. Έχοντας πλήρη γνώση της ιστορίας της οικογένειας του άνδρα της, την υιοθετεί και τη συνεχίζει ως δικό της κομμάτι. Στις παραμονές όμως της Επανάστασης, κινδυνεύει να χάσει την περιουσία της από τις τουρκικές αρχές. Αφορμή ήταν η συμμετοχή του δεύτερου άνδρα της, Μπούμπουλη, στο Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1806. Παρακάμπτοντας τις τουρκικές αρχές, η Μπουμπουλίνα συναντά το Ρώσο πρέσβη, κόμη Στρογγανώφ, από τον οποίο ζητά προστασία, λόγω των υπηρεσιών του άνδρα της στη Ρωσία. Ο φιλέλληνας Στρογγάνωφ για να αποτρέψει τη σύλληψή της τη φυγαδεύει στην Κριμαία, όπου και ζει τρεις μήνες. Προτού φύγει για την Κριμαία, η Μπουμπουλίνα συναντά τη μητέρα του Σουλτάνου, Βαλιντέ. Η Σουλτάνα εντυπωσιάστηκε πολύ από την προσωπικότητα της Ελληνίδας ηρωίδας, που προσφέρθηκε όχι μόνο να τη σώσει, αλλά και να της δώσει άδεια για να ναυπηγήσει ένα νέο μεγάλο πλοίο, τον Αγαμέμνων. Το συγκεκριμένο πλοίο ήταν εξοπλισμένο με δεκαοκτώ κανόνια και θεωρείτο, σύμφωνα με τα αρχεία του αγγλικού ναυαρχείου, το γρηγορότερο και το πιο οπλισμένο καράβι της εποχής.
Κατά την παραμονή της στην Κωνσταντινούπολη, η Μπουμπουλίνα ήρθε σε επαφή με μέλη της Φιλικής Εταιρείας. Μυήθηκε στην οργάνωση ως κατώτερο μέλος χωρίς όμως να καταγραφεί στους επίσημους καταλόγους, καθώς τότε οι γυναίκες δε γίνονταν αποδεκτές από την Εταιρεία. Μετά την επιστροφή της στις Σπέτσες, άρχισε να προετοιμάζεται για την επανάσταση που έμελλε να ξεσπάσει, αγοράζοντας κρυφά όπλα και πολεμοφόδια, κρύβοντάς τα στο σπίτι της, αλλά και σε κρύπτες που είχε φτιάξει στο νησί. Οι πολεμικές ετοιμασίες της Μπουμπουλίνας κράτησαν έως την ολοκλήρωση της ναυπήγησης του πλοίου της Αγαμέμνονα, το 1820, ενώ το αμέσως επόμενο έτος, η Μπουμπουλίνα σηκώνει τη δική της σημαία και έτσι ξεκινά η επίσημη δραστηριοποίησή της στον αγώνα. Με αυτόν τον τρόπο ο σπετσιώτικος στόλος είναι ο πρώτος που υψώνει τη σημαία της Επανάστασης, ενώ η πληρότητά του σε εμπορικά πλοία του επέτρεψε να συμμετάσχει σε μεγάλο αριθμό ναυμαχιών και αποκλεισμούς οχυρών.
Οι Σπετσιώτες έφτασαν πρώτα στο Άργος. Δέχτηκαν εξαιρετική υποδοχή από τους κατοίκους της περιοχής, ενώ η παρουσία της Μπουμπουλίνας τους τίμησε τόσο, που την κάλεσαν στα πολεμικά συμβούλια των αρχηγών τους και της απέδωσαν τον τίτλο της «Μεγάλης Κυράς και Ελευθερώτριας». Λίγους μήνες αργότερα, όταν τα καράβια των Σπετσιωτών και της Μπουμπουλίνας κρατούσαν αποκλεισμένο το Ναύπλιο από τη θάλασσα, έφτασε μήνυμα πως οι πολιορκημένοι Τούρκοι επιχείρησαν να κάνουν έξοδο. Τότε η Μπουμπουλίνα και ο γιος της Γιάννος Γιάννουζας αποβιβάστηκαν μαζί με απόσπασμα Υδραίων και Σπετσιωτών προς το Άργος για να ενισχύσουν την πολιορκία από εκεί. Σε αυτή την πολεμική συμπλοκή σκοτώνεται ο γιος της Μπουμπουλίνας, στην προσπάθειά του να δημιουργήσει αντιπερισπασμό, ώστε να δώσει χρόνο στα γυναικόπαιδα να επιβιβαστούν στα Σπετσιώτικα καράβια και να γλιτώσουν τη σφαγή. Αργότερα, η Μπουμπουλίνα ενημέρωσε η ίδια τη διοίκηση των Σπετσών με αυτά τα λόγια: «Ο γιος μου είναι νεκρός, αλλά το Άργος έμεινε στα χέρια μας».
Πληγωμένη από το χαμό του γιού της, συνεχίζει τον αγώνα στη Μονεμβασιά και έπειτα στην Τρίπολη, όταν ο Κολοκοτρώνης της ζητά οικονομική βοήθεια για να καταλάβει το κάστρο. Παρόλο που τα γεγονότα εξελίχθηκαν βίαια απο τη μεριά των Ελλήνων, η Μπουμπουλίνα φροντίζει να γλιτώσουν οι γυναίκες του χαρεμιού, εκπληρώνοντας την υπόσχεση που είχε δώσει στη Σουλτάνα Βαλιντέ, να βοηθήσει την πρώτη Τουρκάλα που θα της το ζητούσε. Ακολούθησε η πολιορκία στο Ναύπλιο, η οποία κράτησε σχεδόν ένα χρόνο. Μετά την πτώση του Ναυπλίου, η Μπουμπουλίνα εγκαταστάθηκε εκεί μέχρι τα τέλη του 1824, όταν η χώρα σπαραζόταν από το Δεύτερο Εμφύλιο και η κυβέρνηση του Κουντουριώτη υπερισχύει. Αποτέλεσμα ήταν να δολοφονηθεί ο γαμπρός της, Πάνος Κολοκοτρώνης και να φυλακιστεί ο πατέρας του, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, στον Προφήτη Ηλία της Ύδρας, ως προδότες της πατρίδας. Όταν η Μπουμπουλίνα πήρε το μέρος του Κολοκοτρώνη, συνελήφθη δύο φορές και έπειτα εξορίστηκε στις Σπέτσες.
Από τις Σπέτσες παρακολουθούσε τις εξελίξεις, ενώ είχε ήδη αρχίσει να κάνει νέες προετοιμασίες για να λάβει μέρος στον καινούργιο αγώνα εναντίον του Ιμπραήμ. Δυστυχώς όμως, δε θα τα καταφέρει αυτή τη φορά. Στις 22 Μαΐου του 1825, η Μπουμπουλίνα χάνει τη ζωή της, όχι στη διάρκεια μίας σπουδαίας μάχης, αλλά εν μέσω μίας απλής λογομαχίας. Αιτία ήταν η απαγωγή της κόρης του Χριστόδουλου Κούτση από το γιο της Γεώργιο Γιάννουζα. Ο Γεώργιος είχε σκοπό να παντρευτεί τη νεαρή κοπέλα, όμως ούτε οι Κουτσαίοι, αλλά ούτε και η Μπουμπουλίνα ενέκριναν αυτόν το γάμο. Έτσι αποφάσισε να την κλέψει και να κρυφτούν μαζί στο πατρικό του. Όταν κατέφθασαν εκεί, η Μπουμπουλίνα και τα αδέρφια της κοπέλας, είπαν σκληρά λόγια μεταξύ τους, με αποτέλεσμα κάποιος από αυτούς να την πυροβολήσει θανάσιμα.
Η γυναίκα, λοιπόν, που αφιέρωσε όλη της τη ζωή και την περιουσία για την απελευθέρωση του ελληνικού έθνους, σκοτώθηκε άδοξα σε μία οικογενειακή βεντέτα. Η μνήμη της όμως, διατηρείται ζωντανή έως σήμερα, ενώ, το όνομά της απλώθηκε σε όλο τον κόσμο και συνδέθηκε τόσο με την άδολη αγάπη για την πατρίδα όσο και με την κατάρριψη κάθε προκατάληψης κατά της «αδυναμίας» του γυναικείου φύλου. Για πολλές γενιές, οι απόγονοί της υπηρέτησαν τη χώρα κυρίως μέσα από τις τάξεις του Πολεμικού Ναυτικού και την πολιτική. Μετά το θάνατό της, η Ελληνική Πολιτεία της έδωσε τιμητικά το βαθμό της «Υποναυάρχου», ενώ οι Ρώσοι τον τίτλο της «Ναυάρχου».
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Συλλογικό Έργο (1930) Μεγάλη Στρατιωτική και Ναυτική Εγκυκλοπαίδεια Τόμος Τέταρτος (Καβάδης – Μωριάς). Αθήναι:Έκδοσις Μεγάλης Στρατιωτικής και Ναυτικής Εγκυκλοπαίδειας. Λήμμα: Μπουμπουλίνα.
- Κ. Στ. Χατζηκυριακίδης (2021) Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα–Η καπετάνισσα της Ελληνικής Επανάστασης. Αθήνα:Εκδ. Μεταίχμιο.
- Χρ. Α. Στασινόπουλος (s. d.) Λεξικό της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821 Τόμος 3ος Κο – Μ. Αθήνα:Εκδ. Δεδεμάδη.