11.9 C
Athens
Κυριακή, 17 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΜικρά ΚαθημερινάΤο «Επάνω Κάστρο» ή «της Γριάς το Κάστρο» στην Άνδρο 

Το «Επάνω Κάστρο» ή «της Γριάς το Κάστρο» στην Άνδρο 


Της Ανθής Ρούσσου, 

Η Βενετία, υπογράφοντας στη συμφωνία Partitio Terrarum Imperii Romaniae το 1204, απέδειξε πως είχε ως βασική επιδίωξη την απόκτηση σημαντικών ελληνικών βάσεων για ανεφοδιασμό των πλοίων και την ασφαλή μεταφορά προϊόντων μέσω των θαλάσσιων οδών. Εκτός από λιμάνια του ηπειρωτικού χώρου, έντονο ήταν το ενδιαφέρον της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας του Αγίου Μάρκου για τα νησιά του Αιγαίου. Η κατάκτησή τους άνηκε στις προτεραιότητες της, καθώς ειδικά στα νησιά των Κυκλάδων ήταν έντονες οι πειρατικές επιδρομές, οι οποίες έθεταν σε κίνδυνο το εμπόριό της. Αφού ήρθε σε επαφή με το Λατίνο αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης, Ερρίκο της Φλάνδρας, η Βενετία είχε επίσημα πλέον την άδεια για την κατάκτηση των νησιών. Η συμφωνία μεταξύ των δύο κρατών υπογράφηκε το 1206 και η Βενετία ήταν πλέον έτοιμη για την κατάληψη των Κυκλάδων. 

Το δεύτερο σε έκταση νησί των Κυκλάδων, η Άνδρος, ξεκίνησε ήδη από το 1207 την ανέγερση βενετικών κάστρων στο νησί, με σημαντικότερα το Κάτω Κάστρο, το Μέσα Κάστρο και το Επάνω Κάστρο. Το Κάτω Κάστρο βρίσκεται στη σημερινή πρωτεύουσα του νησιού, τη Χώρα, σχεδιασμένο με τρόπο, ώστε να ανταπεξέλθει σε εχθρικές επιδρομές τόσο από τη θάλασσα όσο κι από τη ξηρά. Η εξωτερική ζώνη του κάστρου δε διέθετε το τυπικό φρουριακό τείχος που συναντάται στα υπόλοιπα κάστρα του Αιγαίου, ωστόσο τα εξωτερικά τοιχώματα προστασίας αποτελούνταν από τους τοίχους των οικιών, σε συνδυασμό με μία τάφρο στο νότιο τμήμα για επιπλέον προστασία. Τα κενά μεταξύ των οικιών συμπλήρωναν οι κόγχες, οι οποίες χρησίμευαν για την εναπόθεση οπλισμού ή πυρακτωμένων υλικών για την επίχυση στον αιφνίδιο εχθρό. Η κυριότερη πύλη, η «Οξώπορτα», ήταν διπλή και θολωτή και δημιουργούσε μια μικρή στοά, η οποία στη συνέχεια οδηγούσε στο εσωτερικό του κάστρου και του οικισμού που περίκλειε. Ένα επιπλέον αρχιτεκτονικό στοιχείο, το οποίο παρατηρείται μόνο στην Άνδρο, είναι οι χαμηλές και θολωτές πόρτες που είχαν οι οικίες, προκειμένου να παρεμποδίσουν τον εχθρό, ενώ επιπρόσθετα, διέθεταν «μασγάλια» ή «πολεμίστρες», μία προεξοχή πάνω από τη θύρα, από την οποία πυροβολούσαν ή έριχναν ισχυρό οξύ για την προστασία τους από εχθρικούς εισβολείς.

Το «Επάνω Κάστρο» της Άνδρου με την εκκλησία της Παναγίας Φανερωμένης. Πηγή Εικόνας: Andros Guide

Το Κάτω Κάστρο συνδεόταν με το Μέσα Κάστρο με μία αψιδωτή γέφυρα, την «Καμάρα». Μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα, τα τείχη του κάστρου, οι πύργοι και οι πύλες είχαν διασωθεί σε πολύ καλή κατάσταση, ωστόσο σήμερα δεν έχουν παραμείνει παρά μόνο ερείπια δύο πύργων. Το Επάνω Κάστρο, από την άλλη, κτισμένο σε ύψωμα βουνού, 600 μέτρα πάνω από τη θάλασσα, διατηρείται σε καλύτερη κατάσταση. Το «Παλαιόκαστρον» ή «Κάστρο της Φανερωμένης» ή διαφορετικά «της Γρηάς το Κάστρο», όπως το ονόμαζαν οι ντόπιοι του νησιού, ήταν αδύνατο να υποστηρίξει μία μεσαιωνική πόλη στο εσωτερικό του, λόγω των απότομων πλαγιών του βουνού, ωστόσο υπήρξε επιβλητικό οχυρό με υψηλά βράχια να αποτελούν μέρος της οχύρωσης. 

Σύμφωνα με την παράδοση, το Επάνω Κάστρο ήταν απόρθητο και όταν προσπάθησαν οι Τούρκοι να καταλάβουν την Άνδρο, δεν κατάφεραν να κυριεύσουν το συγκεκριμένο φρούριο. Για να πετύχουν το σκοπό τους, προσποιήθηκαν ότι σταματούσαν τις προσπάθειες και πως απομακρυνόταν ο στρατός. Έστειλαν τότε μία μεγάλη σε ηλικία γυναίκα μαζί με την έγκυο κόρη της να παρακαλέσουν τους Βενετούς να τους δώσουν άσυλο και να τους επιτρέψουν την είσοδο στο κάστρο. Η γραία γυναίκα εξαπάτησε τους Βενετούς, άνοιξαν οι πύλες για να μπουν οι γυναίκες μέσα και τότε εισέβαλαν και κυρίευσαν το κάστρο οι Τούρκοι. Στη συνέχεια, η ηλικιωμένη γυναίκα, μετανιωμένη για την πράξη της, ανέβηκε σε ένα ψηλό βράχο και αυτοκτόνησε πηδώντας στη θάλασσα. Έτσι πήρε το όνομα το κάστρο ως «της Γρηάς το Κάστρο». Το κάστρο εγκαταλείφθηκε το 17ο αιώνα με το τέλος της πειρατείας. Σήμερα, στο κάστρο, όπου η πρόσβαση είναι δυνατή μέσω μονοπατιού που ξεκινά από το χωριό του Κοχύλου, υπάρχουν ερείπια σπιτιών, εκκλησιών, δεξαμενών νερού και η εκκλησία της Φανερωμένης.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ 
  • Πέρρα Β. Φωτεινή, Η Λατινοκρατία στον ελλαδικό χώρο (1204-1566), Ιστορία των Ελλήνων, τ. 7, Αθήνα, εκδ. Δομή, 2006, σσ. 416-455 
  • Κωτσάκη Δ. Α., Έλληνες Ορθόδοξοι και Λατίνοι στη Νάξο (13ος – 19ος αιώνες) – Ιστορικοπολιτισμική προσέγγιση των σχέσεων των δύο κοινοτήτων με έμφαση στη μαρτυρία των υλικών καταλοίπων, Αθήνα, εκδ. Ηρόδοτος, 2017, σσ. 46-47 
  • Πασχάλη Δ. Π., Κάστρα, πύργοι και βίγλαι εν Άνδρω, ΕΕΚΜ, Τόμος Ε’, 1966, σσ. 362-375 

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Ανθή Ρούσσου
Ανθή Ρούσσου
Γεννήθηκε το 1997 στην Αθήνα. Σπούδασε στο τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Διαχείρισης Πολιτισμικών Αγαθών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, διαλέγοντας την κατεύθυνση της Ιστορίας. Παρακολουθούσε και συμμετείχε σε συνέδρια και σεμινάρια που σχετίζονταν με το πεδίο σπουδών της. Ενδιαφέρεται και μελετάει θέματα που αφορούν τη Μεσαιωνική, τη Σύγχρονη Ευρωπαϊκή και την Ελληνική Ιστορία, καθώς και την Ιστορία της Τέχνης.