Του Γιώργου Γαλανάκη,
H Μαντώ Μαυρογένους, καταγόταν από τη γνωστή ομώνυμη Φαναριώτικη οικογένεια, με απώτατες αριστοκρατικές ρίζες στο Βυζάντιο. Γεννήθηκε το 1796, πιθανότατα στην Τεργέστη. Πολλοί από τους προγόνους του Οίκου της υπήρξαν θύματα των Τούρκων. Τρανό παράδειγμα είναι ο θείος της, Στέφανος Μαυρογένης, που καρατομήθηκε από τους Τούρκους τον Απρίλιο του 1821, τον καιρό που οι Οθωμανοί έκαναν γενικές εκκαθαρίσεις των επιφανέστερων Ελλήνων. Ιδιαίτερα ο Στέφανος Μαυρογένης είχε διατελέσει διερμηνέας του οθωμανικού Στόλου και έπειτα Μέγας Λογοθέτης του Πατριαρχείου. Ένας αδερφός του θείου της, ο Ιωάννης, ήταν διοικητής της Μυκόνου και ύστερα πρεσβευτής των Οθωμανών στη Βιέννη, όπου και συνεργάστηκε κρυφά με το Ρήγα Βελεστινλή, όντας και εν συνεχεία ενεργό μέλος της Φιλικής Εταιρείας. Πατέρας της Μαντούς ήταν ο Νικόλαος, που διετέλεσε σπαθάριος (αυλάρχης), του ομώνυμου θείου του, που ήταν ηγεμόνας της Μολδοβλαχίας. Αυτοί ήταν μερικοί εκ των σημαντικότερων για τη συμβολή στη στερέωση της Επανάστασης πρόγονοι της Μαντούς, οι οποίοι κατόρθωσαν να ωφελήσουν τον Αγώνα, με κάθε δυνατή αυτοθυσία.
Η Μαντώ, πέρα από παθιασμένη για λευτεριά Ελληνίδα, ήταν και εξαιρετικά μορφωμένη. Εκτός από την Ελληνική, μιλούσε άπταιστα την Ιταλική και τη Γαλλική γλώσσα, ενώ ήταν ξακουστή και για την ομορφιά της. Όντας μέλος μιας εκ των διασημότερων οικογενειών στις Κυκλάδες, δε δίστασε να προσφέρει απλόχερα την περιουσία της για να καταστεί η απελευθέρωση των Ελλήνων δυνατή. Αμέσως μετά την έκρηξη της Επανάστασης, η Μαντώ άφησε την Τήνο, όπου διέμενε, και έσπευσε στη Μύκονο. Εκεί, τάχιστα πούλησε μέρος της κτηματικής της περιουσίας, προκειμένου να επανδρώσει και να εξοπλίσει δύο πλοία με ντόπιους Έλληνες. Με αυτά συνέβαλε στην καταπολέμηση των επιδρομών Τούρκων, Αλγερινών και Τυνήσιων, που επιχειρούσαν στην περιοχή για να καταστείλουν το ξεσηκωμό των Ελλήνων. Με τις πρώτες επιτυχίες κατά των Οθωμανών η δημοτικότητα της Μαντούς ανυψώθηκε και, καθώς κατανοούσε πλέον ότι η Σωτηρία των Ελλήνων της Μυκόνου βασιζόταν πια σε μεγάλο βαθμό στα χέρια της, προχώρησε σε περαιτέρω εκποίηση της οικογενειακής περιουσίας, για τη συγκρότηση ένοπλου σώματος, που θα εγγυόταν την ασφάλεια της νήσου.
Στη συνέχεια, προγραμμάτιζε να μεταβεί στην Εύβοια για να ξεσηκώσει τους εκεί Έλληνες και να τονώσει το επαναστατικό τους πνεύμα. Η Μαντώ έκρινε ότι ήταν ανάγκη να δικτυώσει τους Έλληνες των νησιών με αυτούς της ηπειρωτικής Ελλάδας, προκειμένου να υπάρξει καλύτερη ενορχήστρωση στρατού και στόλου απέναντι στις εχθρικές επιχειρήσεις και εν συνεχεία, μαζί με 800 ακόμα Κυκλαδίτες που συγκέντρωσε κινήθηκε προς την Κάρυστο το Φεβρουάριο του 1823 για να βοηθήσει στην περάτωση της πολιορκίας τους Βάσσο, Κριεζώτη και Διαμαντή. Ο αγώνας στην Εύβοια ήταν ακόμη ατελέσφορος, καθώς οι Έλληνες είχαν μεγάλες απώλειες, ανάμεσα στις οποίες ήταν και ο πρώτος ηγέτη τους, Ηλίας Μαυρομιχάλης. Η φήμη της Μαντούς όλο και γιγαντωνόταν ανάμεσα στους Έλληνες όσο η ίδια, ως μεγάλη οπλαρχηγός, πλησίαζε τις ευβοϊκές ακτές. Η άφιξή της προκάλεσε μεγάλη ανακούφιση στους Έλληνες, οι οποίοι αποφάσισαν να τεθεί επικεφαλής η ίδια. Η Μαντώ, εξουδετερώνοντας κάθε προσπάθεια του Ομέρ Μπέη για σπάσιμο της πολιορκίας, αποδυνάμωνε διαρκώς τους πολιορκημένους στο φρούριο της Καρύστου Τούρκους.
Η πολιορκία της Καρύστου και οι επιχειρήσεις στην Εύβοια διεκόπησαν ξαφνικά, όταν η κυβέρνηση Μαυροκορδάτου πληροφορήθηκε πως ο Σελίμ της Αδριανούπολης, με 12.000 άνδρες, κινείτο προς τα Νότια, τον Απρίλιο του 1823, στρατοπεδεύοντας στη Λάρισα. Κατέστη συνεπώς αναγκαία η διακοπή της πορείας του Σελίμ και, για το λόγο αυτό, ανατέθηκε στη Μαντώ, στο Διαμαντή και στον Καρατάσο η αναχαίτιση του τουρκικού στρατεύματος στη Μαγνησία. Συνολικά, οι ελληνικές δυνάμεις κατάφεραν να «περάσουν από μαχαίρι» 3.000 Οθωμανούς, αναγκάζοντας τον Ισμαήλ Πασά, απεσταλμένο του Σελίμ, να αναδιπλωθεί στη Λάρισα, αφού στην τελευταία επιχείρησή του, μαζί με τον Αβδουλάχ Πασά στο Πήλιο, υπέστη μεγάλες απώλειες. Η Μαντώ αποχώρησε μόνο όταν ο στρατός του Σελίμ ενισχύθηκε με ιππικό.
Η δυναμική όμως παρουσία της Μαντούς στα πεδία των μαχών και το ατσάλινο ηθικό της, έκανε το όνομά της ένδοξο. Μετά από μια τελευταία βοήθεια που έδωσε στους αγωνιστές της Φθιώτιδας, επέστρεψε στη Μύκονο για να αναδιοργανώσει τα στρατιωτικά θέματα στο νησί. Έτσι, προέβη σε νέα έξοδα για να εξοπλίσει κι άλλους ναύτες, στέλνοντάς τους στο Μιαούλη. Ως τα 1824 είχε κατασκορπίσει το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας της για την ελευθερία των Ελλήνων, έχοντας έρθει σε ρήξη με τη μητέρα της για τον τρόπο που διαχειριζόταν την κληρονομιά της. Μετά την έξοδο του Μεσολογγίου και τη σφαγή των Ελλήνων, όσοι διασώθηκαν, κατέφυγαν στο Ναύπλιο. Εκεί η Μαντώ, πρώτη απ’ όλους, προσέφερε ό,τι μπορούσε για να στηρίξει τους καταπονημένους από τη χρόνια πολιορκία κατοίκους και μαχητές της Ιερής Πόλης. Λίγο καιρό αργότερα, όντας πλέον φτωχή, ζήτησε από τη Διοίκηση ένα σπίτι για να μπορεί να διαμένει στο Ναύπλιο, αφού δεν είχε πια την οικονομική δυνατότητα να εξασφαλίσει την απαραίτητη στέγη. Η οικία που της παραχωρήθηκε, ήταν ιδιαίτερα λιτή, ενώ λέγεται πως ήταν και ετοιμόρροπη. Μην έχοντας άλλον τρόπο να συμβάλει τότε στην Επανάσταση, η Μαντώ έγραφε επιστολές σε Ελληνίδες της Διασποράς στη Δύση, καλώντας τες να δείξουν το φιλελληνισμό τους, τότε που ήταν τόσο αναγκαίο. Πράγματι, απροσδόκητα για την ίδια, οι παρακλήσεις της απέδωσαν καρπούς και ο πόθος για ελευθερία των Ελλήνων αυξήθηκε και στη Δύση.
Στο διάστημα που διέμενε στο Ναύπλιο, γνωστός μας είναι και ο έρωτας της με το Δημήτριο Υψηλάντη. Όσο κι αν ήρθαν κοντά, μη διστάζοντας να κάνουν και κοινές δημόσιες εμφανίσεις, ο ίδιος ο Υψηλάντης δίσταζε να κάνει γάμο μαζί της, λόγω της κακής κατάστασης της υγείας του, παρά τις πρωτύτερες υποσχέσεις του. Όμως, σοβαρό ρόλο πρέπει να διαδραμάτισε και η επιρροή του Κωλέττη και του περιγύρου του Υψηλάντη στις αποφάσεις του, καθώς φαίνεται πως διέβαλαν τη Μαντώ συστηματικά. Κανείς από το περιβάλλον του ζεύγους δε φαίνεται πως ήθελε το γάμο τους. Έτσι, αιφνιδίως, κάποιοι, πιθανότατα προσκείμενοι στον Κωλέττη, απήγαγαν μια νύχτα τη Μαντώ και την έστειλαν με τη βία πίσω στη Μύκονο, με την απειλή πως αν επιστρέψει θα τη φονεύσουν. Τα παραπάνω έγιναν εν αγνοία του Δημητρίου, ο οποίος απουσίαζε από το Ναύπλιο. Η Μαντώ φαντάστηκε πως ο Δημήτριος είχε οργανώσει το διωγμό της και απαίτησε επιστρέφοντας, να αποζημιωθεί για την προσβολή αυτή. Η σχέση τους ουσιαστικά τελείωσε εκεί, χωρίς καμία δικαίωση για τη Μαντώ.
Ύστερα, με την άφιξη του Καποδίστρια το 1828, οι ελπίδες της ηρωίδας για αίσια έκβαση των αγώνων αναπτερώθηκαν, καθότι είχε μεγάλη εκτίμηση για τον κυβερνήτη, του οποίου το βεληνεκές ήταν αναγνωρισμένο. Ο Καποδίστριας αναγνώρισε τους αγώνες της και της παραχώρησε μια μικρή σύνταξη και τον τίτλο της Αντιστρατήγου. Από το θάνατο του κυβερνήτη και έπειτα όμως, η Μαυρογένους αποτραβήχτηκε από τα πολιτικά δρώμενα και έζησε τα τελευταία της χρόνια φτωχή. Η κατάσταση αυτή συνεχίστηκε, εντονότερη, μετά και το θάνατο του Υψηλάντη, το 1832. Τότε, η Μαντώ αφοσιώθηκε στην περίθαλψη και αποκατάσταση όσων ορφανών μπορούσε να φροντίσει. Τα τελευταία χρόνια της ήταν απομονωμένα. Ως το καλοκαίρι 1840, τα προβλήματα στην υγεία της οξύνθηκαν και προσβεβλημένη από τυφοειδή πυρετό και μέσα στην πενία της, δε θα κατάφερνε να αναρρώσει. Ως τον Ιούλιο του ίδιου έτους, η Μαντώ απεβίωσε ξεχασμένη από την κυβέρνηση, μην απολαμβάνοντας την αναγνώριση που της άρμοζε, αλλά έχοντας καταφέρει να επιτύχει την απελευθέρωση της πατρίδας, που τόσο της άξιζε.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Ν. Κυπραίος (1930), Η ηρωΐς της Ελληνικής Επαναστάσεως «Μαντώ η Μαυρογένους». Πειραιάς:Εκδ. Τσουρουνάκη & Βαρβαρέσου.
- Σ. Αλιμπέρτη (1931), Μαντώ Μαυρογένους. Αθήνα:
- Α. Ταρσούλη (1931) Μαντώ Μαυρογένους, η ηρωική κόρη της Μυκόνου. Αθήνα: Εκδ. Εστία.
- Δ. Κουκίου – Μητροπούλου (2007) Adam Friedel Προσωπογραφίες Αγωνιστών της Ελληνικής Επανάστασης. Αθήνα: Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος.
- T. Blancard (2011) O οίκος των Μαυρογένη, Αθήνα:Εκδ. Εστία.