Της Αναστασίας Διαμαντοπούλου,
Σε προηγούμενο άρθρο είπαμε περιληπτικά και απλοϊκά τι είναι η εικονομαχία και αναλύσαμε την πρώτη φάση της. Κάνοντας μία γρήγορη ανακεφαλαίωση, η εικονομαχία αποτελεί τη διαμάχη ανάμεσα στους εικονόφιλους/εικονολάτρες και στους εικονομάχους/εικονοκλάστες που αφορά τη λατρεία των εικόνων, αλλά και των λειψάνων, σε μία περίοδο όπου οι πιστοί προχωρούσαν σε υπερβολική λατρεία των προαναφερόμενων. Η χρήση των εικόνων δικαιολογήθηκε αρχικά για το διδακτικό της χαρακτήρα (λεγόταν η βίβλος των αγραμμάτων) όμως στο δεύτερο μισό του 6ου αιώνα, οι εικόνες σταδιακά μετατρέπονται σε αντικείμενα άμεσης λατρείας και κάποιες από αυτές άρχισαν να συνδέονται με θαύματα. Μοναχοί και ένθερμοι πιστοί πωλούσαν χρώμα από «θαυματουργές» εικόνες για θεραπευτικούς λόγους σε απλούς και ευκολόπιστους ανθρώπους, ενώ παράλληλα πωλούσαν και λείψανα υποτιθέμενων αγίων. Τώρα θα δούμε τη δεύτερη φάση της Εικονομαχίας, που και αυτή τη φορά, θα τερματιστεί από μία γυναίκα.
Μετά την Ειρήνη, στο θρόνο ανέβηκαν ο Νικηφόρος Α΄ και ύστερα ο Μιχαήλ Ραγκαβές, δύο αυτοκράτορες που δεν άφησαν κάποιο ιδιαίτερο στίγμα στο θέμα της εικονομαχίας με τη θητεία τους. Ο στρατηγός των Ανατολικών Λέων Ε΄ ο Αρμένιος, προερχόταν από τους κύκλους της Μ. Ασίας, που διακρίνονταν για το στρατιωτικό τους φρόνημα και την εικονοκλαστική τους διάθεση και ήταν ο επόμενος που ανέβηκε στο θρόνο. Πρότυπά του ήταν ο Λέων Γ΄ και ο γιος του Κωνσταντίνος Ε΄ που κατάγονταν και αυτοί από τα θέματα των Ανατολικών. Συνέχισε την εικονοκλαστική πολιτική τους και με τη βασιλεία του εγκαινιάζεται η Β΄ φάση της εικονομαχία. Τα σχέδιά του μπήκαν σε ισχύ μετά το ξαφνικό θάνατο του Κρούμου, ηγεμόνα των Βουλγάρων, που έφερε στο Βυζάντιο μία περίοδο ειρήνης με μία συνθήκη που υπογράφτηκε το 814.
Στα τέλη του ίδιου χρόνου, ο αυτοκράτορας ζήτησε από τον πατριάρχη Νικηφόρο να απομακρύνει τις εικόνες και να απαγορεύσει τη χρήση τους. Ο Νικηφόρος προσπάθησε να βρει μία λύση που θα εξυπηρετούσε και τους εικονοκλάστες στρατιωτικούς, αλλά και τους εικονόφιλους του εκκλησιαστικού κύκλου. Δεν τα κατάφερε και ο Λέων που δεχόταν και ο ίδιος πιέσεις από τους στρατιώτες, διέταξε την καθαίρεση των εικόνων και συγκάλεσε σύνοδο αρχιερέων η οποία αναθεμάτισε το Νικηφόρο και τους προηγούμενους πατριάρχες Γερμανό και Ταράσιο. Ο Νικηφόρος παραιτήθηκε και εξορίστηκε σε μοναστήρι στα μέσα Μαρτίου του 815. Μετά το Πάσχα συγκλήθηκε στην Αγία Σοφία σύνοδος υπό την προεδρία του νέου πατριάρχη η οποία απέρριψε τις αποφάσεις της συνόδου της Νίκαιας. Αυτή η σύνοδος δε θεωρεί τις εικόνες είδωλα, αλλά διέταξε την καταστροφή τους. Την ημέρα των Χριστουγέννων του 820 ο Λέων Ε΄ δολοφονήθηκε μπροστά στην Αγία Τράπεζα από οπαδούς του Μιχαήλ από το Αμόριο.
Ο Μιχαήλ Β΄ ως νέος αυτοκράτορας έμεινε στο θρόνο από το 820 έως το θάνατό του το 829. Ήταν ωμός πολεμιστής, αλλά ταυτόχρονα λογικός και μετριοπαθής. Στα χρόνια της βασιλείας του, επικράτησε ηρεμία όσον αφορά τη θρησκευτική έριδα, καθώς απαγόρευσε κάθε συζήτηση για το ζήτημα των εικόνων, δεν αναγνώρισε την Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας, αλλά ούτε και τις εικονοκλαστικές συνόδους και έφερε πίσω τον εξόριστο πατριάρχη Νικηφόρο (δεν τον επανέφερε όμως στον πατριαρχικό θρόνο). Αν και δεν προχώρησε στην αποκατάσταση των εικόνων, διακρίνουμε μία μετριοπαθής στάση του απέναντι στο ζήτημα που είχε επαναφέρει ο προκάτοχος της θέσης του. Ο μόνος εικονόφιλος που διώχθηκε από το Μιχαήλ ήταν ο Σικελός Μεθόδιος, ο οποίος του διαβίβασε μία παραινετική επιστολή από τον πάπα υπέρ της λατρείας των εικόνων. Ο Μεθόδιος κακοποιήθηκε και ρίχθηκε στη φυλακή, όχι όμως επειδή ήταν υπέρμαχος της πολιτικής των εικονόφιλων, αλλά επειδή η επαφή των βυζαντινών εικονόφιλων με τη Ρώμη, είχε δημιουργήσει υποψίες για πιθανή πολιτική συνεργασία. Η εκπαίδευση του γιου του Μιχαήλ, Θεόφιλου, ανατέθηκε στον εικονομάχο Ιωάννη Γραμματικό, και έτσι η παιδεία του νέου αυτοκράτορα επηρεάστηκε και από τα εικονοκλαστικά στοιχεία του πατέρα του, αλλά και του δασκάλου του.
Ο Θεόφιλος σε αντίθεση με τον πατέρα του είχε αναπτύξει ενδιαφέρον για την επιστήμη και την τέχνη, και πιο συγκεκριμένα για την αραβική τέχνη. Αυτό σε συνδυασμό με την καταγωγή και εκπαίδευσή του, φούντωσε τον εικονοκλαστικό του ζήλο. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του, πέρασε την περίοδο της ισχυρότερης επιρροής από τον αραβικό πολιτισμό. Ο ίδιος ο αυτοκράτορας εμπνευσμένος από το χαλίφη Harun al Rashid, περιόδευε στην πόλη, κουβέντιαζε με τους φτωχούς και άκουγε τα παράπονά τους. Ήταν ένας δίκαιος αυτοκράτορας ο οποίος τιμωρούσε ενόχους χωρίς να υπολογίζει την κοινωνική τάξη και αξίωμά τους. Το 837 έδωσε το θρόνο του πατριαρχείου στον ηγέτη των εικονομάχων και παλιό του δάσκαλο, Ιωάννη Γραμματικό και τότε άρχισε ο συστηματικός διωγμός των εικονόφιλων. Ο Θεόφιλος βασίλευσε από το 829 έως το 842 και η περίοδος της βασιλείας του αποτελεί και την τελευταία περίοδο της εικονομαχίας. Όταν πέθανε, πιθανώς από δυσεντερία, στον αυτοκρατορικό θρόνο ανέβηκε ο γιος του Μιχαήλ σε ηλικία μόλις 3 ετών. Εξαιτίας του νεαρού της ηλικίας του, όλη η εξουσία περιήλθε στα χέρια της μητέρας του, Θεοδώρας.
Η Θεοδώρα επιλέχθηκε τυχαία ίσως από το Θεόφιλο ως σύζυγός του. Στο Θεόφιλο και τη Θεοδώρα αναφέρεται ο μύθος περί μήλου που δόθηκε στη Θεοδώρα λόγω αυθάδειας της διπλανής της. Το ζεύγος παντρεύτηκε μετά από αυτό το γεγονός στην Αγία Σοφία αφού πρώτα η Θεοδώρα στέφθηκε στο ναό του Αγίου Στέφανου στη Δάφνη στις 5 Ιουνίου του 830. Γνωρίζουμε ότι γύρω από τη Θεοδώρα συσπειρώθηκε μία ομάδα που τη βοηθούσε στο αυτοκρατορικό της έργο όταν ανέλαβε καθήκοντα αντιβασιλέα, που περιελάμβανε τα αδέρφια της Βάρδα και Πετρωνά, το θείο της Σέργιο Νικηφόρο και το λογοθέτη του δρόμου Θεόκτιστο. Η Θεοδώρα βασιζόταν κυρίως στο συμβασιλέα και πρωθυπουργό της Θεόκτιστο ο οποίος, όσο ζούσε ο σύζυγός της Θεόφιλος, συμφωνούσε απόλυτα με τις εικονοκλαστικές του πεποιθήσεις, αλλά τώρα δίπλα στη Θεοδώρα υποστήριζε τη στροφή προς την εικονολατρία. Η κυβέρνηση που βρισκόταν πλέον στην εξουσία, είχε ως κύριο καθήκον της την αποκατάσταση των εικόνων και δε λειτούργησε απερίσκεπτα για να πετύχει το σχέδιό της.
Το Μάρτιο του 843 συγκλήθηκε σύνοδος στην οικία του Θεόκτιστου η οποία αναίρεσε τον Ιωάννη Γραμματικό και στη θέση του έβαλε τον πατριάρχη Μεθόδιο. Ο Μεθόδιος είχε ζήσει αρκετό καιρό στο παλάτι και ίσως ενεργούσε ως πνευματικός σύμβουλος της Θεοδώρας. Η σύνοδος ανακήρυξε τις εικόνες, ανακάλεσε εξόριστους του εκκλησιαστικού κύκλου και κύλησε γενικά ειρηνικά εκτός από ένα γεγονός που αφορούσε τον Ιωάννη. Όταν έπρεπε να φύγει από την πατριαρχική κατοικία, εκείνος αρνήθηκε και έτσι τον ανάγκασαν με τη βία. Ο Θεόφιλος δεν αναθεματίστηκε, καθώς η ίδια η Θεοδώρα υποστήριξε ότι είχε μετανοήσει για τα σφάλματά του και ότι αν τον αφόριζαν, θα απέσυρε την υποστήριξή της. Σαφώς και η Θεοδώρα δεν έπραξε έτσι από αγάπη για το νεκρό σύζυγό της απλά ήξερε ότι ο αναθεματισμός του θα προκαλούσε την εχθρότητα των οπαδών του. Η σύνοδος γιορτάστηκε στην Αγία Σοφία ύστερα από μεγάλη πομπή την πρώτη Κυριακή της Σαρακοστής στις 11 Μαρτίου του 843.
Και από τις δύο φάσεις της Εικονομαχίας καταλαβαίνουμε ότι το ζήτημα δημιουργήθηκε όχι μόνο από την υπερβολική λατρεία των εικόνων, αλλά και από το πολιτισμικό περιβάλλον που επηρέασε τους αυτοκράτορες που ανέβηκαν στο θρόνο. Βλέπουμε ότι οι αυτοκράτορες που προέρχονταν από τα ανατολικά θέματα και οι επίγονοί τους επηρεαζόμενοι από τις ανεικονικές αντιλήψεις των μουσουλμάνων, θέλησαν να επηρεάσουν την εικονόφιλη φύση της Ορθοδοξίας και να τη στρέψουν προς ανεικονικά θέματα που θα εξυπηρετούσαν τους δικούς τους σκοπούς. Παρόλα αυτά χάρη στην Ειρήνη, στη Θεοδώρα, στον πολιτικό τους περίβολο και στους πολιτικούς σκοπούς τους, ο κύβος ερίφη υπέρ ενός εικονόφιλου Βυζαντίου με ευρωπαϊκό και όχι ανατολικό χαρακτήρα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Ostrogorsky, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, τόμος 2ος , Ιστορικές Εκδόσεις, Αθήνα (1979),
- C. Mango (επιμ.), Ιστορία του Βυζαντίου, μτφρ. Όλγα Καραγιώργου, Αθήνα (2006) , Εκδόσεις Νεφέλη
- Lynda Garland, Βυζαντινές Αυτοκράτειρες, Γυναίκες και Εξουσία στο Βυζάντιο, 527-1204 μ.Χ., μτφρ. Νάνσυ Κουβαράκου, Εκδόσεις Έλλην Αθήνα (2000),
- Αμαλία Κ. Ηλιάδη, Εικονομαχία και αντιμοναχική στροφή (Κων/νος Ε’), Τρίκαλα (2003)
- H. Beck, Η Βυζαντινή Χιλιετία, μτφρ. Δ. Κούρτοβικ, Αθήνα (1996)
- Δ. Τσουγκαράκης, Νικηφόρος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ιστορία Σύντομος, μτφρ. Λίνα Κωσταρέλη, Εκδόσεις Κανάκη, Αθήνα (1994)