Της Δήμητρας Κουφωλιά,
Οι κανόνες δικαίου ορίζουν δικαιώματα και επιβάλλουν υποχρεώσεις στους κοινωνούς του δικαίου. Όπως είναι φυσικό, μπορεί να υπάρξουν διαφωνίες σχετικά με τη γέννηση του δικαιώματος, την επιβολή της υποχρέωσης ή την εν γένει υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στον συγκεκριμένο κανόνα δικαίου. Τη διαμάχη αυτή επιλύει το δικονομικό δίκαιο, το οποίο αποτελεί αναγκαίο παρακολούθημα του ουσιαστικού δικαίου και βοηθάει στην εύρεση της αλήθειας.
Στο δικονομικό δίκαιο κεντρική έννοια αποτελεί η δίκη, ο αγώνας δηλαδή μεταξύ του ενάγοντος και του εναγόμενου, η οποία περνάει από διάφορα στάδια και κατά τη διάρκεια της οποίας διενεργούνται διάφορες διαδικαστικές πράξεις. Όταν θα είναι η ώρα να εξετασθεί η αλήθεια των ισχυρισμών των διαδίκων (ουσιαστική βασιμότητα), αυτό θα γίνει με τα μέσα αποδείξεως (αποδεικτικά μέσα). Αποδεικτικά μέσα καλούνται, δηλαδή, τα μέσα εκείνα με τα οποία επιδιώκεται ο σχηματισμός δικανικής πεποιθήσεως από τον δικαστή. Θα πρέπει να διευκρινιστεί εξαρχής πως, για να διαταχθεί απόδειξη θα πρέπει να αμφισβητούνται πραγματικά γεγονότα ή πραγματικοί ισχυρισμοί. Όπως ορίζει και το άρθρο 335 ΚΠολΔ «απόδειξη διατάσσεται για τους πραγματικούς ισχυρισμούς και τα πραγματικά γεγονότα» κι -όπως είναι λογικό- θα πρέπει ο ισχυρισμός να είναι ουσιώδης και να αμφισβητείται. Κάποιες φορές, βέβαια, κατ’ εξαίρεση δεν διατάσσεται απόδειξη ακόμα κι αν υπάρχει αμφισβήτηση. Ενδεικτικά αναφέρουμε πως κάτι τέτοιο συμβαίνει όταν το γεγονός είναι πασίδηλο, δηλαδή τόσο γνωστό που δεν δικαιολογείται η αμφισβήτησή του, ή όταν υπάρχει κάποιο αμάχητο τεκμήριο.
Το άρθρο 339 ΚΠολΔ απαριθμεί 8 αποδεικτικά μέσα: ομολογία, δικαστικά τεκμήρια, αυτοψία, πραγματογνωμοσύνη, μάρτυρες, εξέταση των διαδίκων, έγγραφα και ένορκες βεβαιώσεις. Κάθε αποδεικτικό μέσο υπόκειται σε δικούς του κανόνες και χρησιμοποιείται σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Όλα όμως τα αποδεικτικά μέσα έχουν αποδεικτική δύναμη, δηλαδή μια συγκεκριμένη αξία-βαρύτητα, η οποία αποδίδεται βάσει 2 συστημάτων. Το πρώτο σύστημα είναι το σύστημα των νομικών αποδείξεων, σύμφωνα με το οποίο ο δικαστής υποχρεούται να δώσει σε κάθε αποδεικτικό μέσο τη δύναμη που προσδιορίζει ο νόμος, χωρίς να μπορεί να την εκτιμήσει ο ίδιος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η ομολογία, η οποία αποτελεί πλήρη απόδειξη ανεξαρτήτως από το αν ο δικαστής τη θεωρεί αληθή ή όχι. Στον αντίποδα, υπάρχει το σύστημα της ελεύθερης εκτίμησης των αποδείξεων. Βάσει αυτού του συστήματος, ο δικαστής δίδει τη βαρύτητα στο αποδεικτικό μέσο κατά τη γνώμη και τη συνείδησή του, χωρίς να δεσμεύεται αποκλειστικά από τον νόμο. Η ελληνική έννομη τάξη υιοθετεί κατά κύριο λόγο το σύστημα της ελεύθερης εκτίμησης των αποδείξεων και κατ’ εξαίρεση σε πολύ συγκεκριμένα αποδεικτικά μέσα (ομολογία, δημόσια έγγραφα) δέχεται το σύστημα των νομικών αποδείξεων.
Τα ζητήματα της απόδειξης, αν και δυσχερή, έχουν τεράστια πρακτική σημασία. Δίχως απόδειξη των πραγματικών ισχυρισμών δεν μπορεί να υπάρξει ελάσσων πρόταση δικανικού συλλογισμού κι έτσι ούτε ασφαλής υπαγωγή στον κανόνα δικαίου.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Πολιτική Δικονομία, ΚΛΑΜΑΡΗΣ-ΚΟΥΣΟΥΛΗΣ-ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
- Πολιτική Δικονομία, Σ. Κατράμης