Του Δημήτρη Βασιλειάδη,
Έχοντας απομακρυνθεί ελάχιστα από τη συμπλήρωση 200 ετών της έναρξης του ελληνικού κινήματος, δεν πρέπει να λησμονούνται τα περιστατικά ηρωικών πράξεων που σημειώθηκαν στη διάρκεια αυτού. Άλλωστε, τα γεγονότα αυτά φέρουν ένα σημαντικό μερίδιο ευθύνης για την τελική έκβαση της επανάστασης. Από αυτή τη νοητή λίστα αξιομνημόνευτων ενεργειών δεν δύναται να απουσιάζει η μάχη στο Κεφαλόβρυσο. Ας εξετάσουμε όμως πρώτα τα γεγονότα που οδήγησαν τους εξεγερμένους σ’ αυτήν την, καταδρομικού χαρακτήρα, επιχείρηση.
Βρισκόμαστε στο 1823. Η Ελληνική Επανάσταση έχει εδραιωθεί σε αρκετές περιοχές του ελλαδικού χώρου. Έχει καταφέρει να ανταπεξέλθει με επιτυχία στις συγκρούσεις με τους Οθωμανούς, αλλά και να επιβιώσει από τις αρνητικές συνέπειες των εσωτερικών αντιπαραθέσεων. Στο αντίπαλο στρατόπεδο, η Οθωμανική Αυτοκρατορία επεξεργάζεται το σχέδιο μιας νέας εκστρατείας.
Στόχος του παραπάνω στρατιωτικού εγχειρήματος ήταν η ανακατάληψη των εξεγερμένων περιοχών της Δυτικής Ελλάδας. Πρόκειται για εδάφη στρατηγικής σημασίας για τους Οθωμανούς, καθώς με την κατάληψή τους θα αποκτούσαν μία νέα δίοδο προς την Πελοπόννησο. Ο Ομέρ Βρυώνης είχε προσπαθήσει, λίγους μήνες νωρίτερα, να φέρει εις πέρας τον παραπάνω στόχο, ωστόσο ο στρατός του συντρίφτηκε στα τείχη του Μεσολογγίου. Την ανεπιτυχή αποστολή του Βρυώνη, στα τέλη του 1822, ανέλαβε να ολοκληρώσει ο Μουσταή Πασάς.
Η προεργασία για τη νέα εκστρατεία ξεκίνησε την Άνοιξη του 1823. Για τις ανάγκες του εγχειρήματος συγκεντρώθηκε μία δύναμη 10.000 ανδρών, αλβανικής κυρίως καταγωγής, από τους οποίους απαρτίζονταν τα πλέον αξιόμαχα σώματα των Οθωμανών. Σ’ αυτή θα παρείχε υποστήριξη ο Ομέρ Βρυώνης με ένα στρατιωτικό σώμα 6.000 ανδρών. Οι πολεμικές επιχειρήσεις θα ξεκινούσαν το καλοκαίρι του ίδιου έτους.
Την ίδια στιγμή, στο ελληνικό στρατόπεδο η διχόνοια είχε απλωθεί ανάμεσα στους κινηματίες για ακόμα μία φορά. Η κατάσταση στη Δυτική Ελλάδα ήταν αποκαρδιωτική. Οι διαφωνίες για την ανάληψη των στρατιωτικών και πολιτικών αξιωμάτων καθιστούσε μάταιη οποιαδήποτε προσπάθεια λήψης κοινών αποφάσεων. Γνωρίζοντας όμως τα οθωμανικά σχέδια περί εκστρατείας από στεριά και θάλασσα, ορισμένα ηγετικά στελέχη προχώρησαν σε συμβιβασμούς. Ένα από αυτά ήταν ο Μάρκος Μπότσαρης. Ο Σουλιώτης οπλαρχηγός παραμέρισε τις προσωπικές διαφορές που είχε με την οικογένεια Τζαβέλα, προκειμένου να διατηρηθεί η επαναστατική φλόγα στην περιοχή.
Παράλληλα με τη συμφιλίωση των εξεγερμένων, ο οθωμανικός στρατός ξεκίνησε την εκστρατευτική του πορεία. Μόλις η είδηση κατέφθασε στο Μεσολόγγι, οι εξεγερμένοι συγκάλεσαν πολεμικό συμβούλιο. Σ’ αυτό αποφασίστηκε η αναχώρηση μιας στρατιωτικής δύναμης, αποτελούμενη κυρίως από Σουλιώτες, με επικεφαλής το Μάρκο Μπότσαρη, έχοντας ως προορισμό το Καρπενήσι. Σε εκείνο το σημείο επιθυμούσαν να αναχαιτίσουν τις οθωμανικές δυνάμεις, προτού αυτές εισβάλουν στη Δυτική Ελλάδα.
Η παραπάνω ελληνική δύναμη αφίχθη στην ευρύτερη περιοχή του Καρπενησίου στις 28 Ιουλίου. Ακολούθησε η ενίσχυσή της από στρατιώτες του, βαριά ασθενούς τότε, Καραϊσκάκη, χωρίς όμως να μετέχει ο ίδιος στις μελλοντικές επιχειρήσεις. Έτσι, η δύναμη των επαναστατών αυξήθηκε στους 1.250 στρατιώτες. Λίγες μέρες αργότερα, στις 4 Αυγούστου, εμφανίστηκε βορείως του Καρπενησίου η εμπροσθοφυλακή του οθωμανικού στρατεύματος μαζί με κάποια τμήματα του κυρίως σώματος, αριθμώντας περίπου 4.500 άνδρες.
Παρά το γεγονός ότι αρχική επιθυμία του Μπότσαρη ήταν μία μετωπική σύγκρουση, αντιλήφθηκε ότι η δυναμική του αντιπάλου καθιστούσε αυτή τη σκέψη αδύνατη. Ωστόσο, η ιδέα μιας επίθεσης δεν εγκαταλείφτηκε. Αντιθέτως, ο Σουλιώτης επικεφαλής αποφάσισε μία αιφνίδια νυκτερινή έφοδο στο οθωμανικό στρατόπεδο, με στόχο την εισβολή στις σκηνές των Πασάδων και τη θανάτωση αυτών.
Μέχρι την ολοκλήρωση του σχεδιασμού της προαναφερθείσας εφόδου, συγκέντρωσε τον επαναστατικό στρατό νοτίως του Καρπενησίου. Οι Σουλιώτες διέθεταν ένα σημαντικό πλεονέκτημα έναντι των Οθωμανών, ένα αόρατο όπλο, το οποίο ο Μπότσαρης σκόπευε να αξιοποιήσει στο έπακρο: η ενδυμασία των πρώτων ήταν ίδια με αυτή των Αλβανών που απάρτιζαν τις τάξεις του οθωμανικού στρατού. Επιπλέον, ήταν άριστοι ομιλητές της αλβανικής γλώσσας. Τα δύο παραπάνω στοιχεία καθιστούσαν δύσκολο τον εντοπισμό τους σε ενδεχόμενο διείσδυσης στο οθωμανικό στρατόπεδο. Εκμεταλλευόμενος το γεγονός αυτό, απέστειλε τρεις Σουλιώτες στην αντίπαλη παράταξη, προκειμένου να αποσπάσουν πληροφορίες.
Την επόμενη μέρα, έχοντας αποκομίσει πλήθος πληροφοριών, συγκάλεσε πολεμικό συμβούλιο για να καθοριστούν οι τελευταίες λεπτομέρειες. Αποφασίστηκε να χωριστεί ο στρατός σε δύο τμήματα. Ένα θα είχε αρχηγό τον ίδιο το Μπότσαρη και θα κατευθυνόταν προς το σημείο όπου βρίσκονταν οι Πασάδες. Το έτερο τμήμα θα είχε επικεφαλής το Ζυγούρη Τζαβέλα και θα ήταν μικρότερης δυναμικής, στόχος του οποίου θα ήταν η απασχόληση των λοιπών οθωμανικών δυνάμεων.
Ως μέρα επίθεσης αποφασίστηκε η νύχτα της 9ης Αυγούστου. Ωστόσο, λίγη ώρα πριν την έναρξη της επιχείρησης παρουσιάστηκαν νέα δεδομένα. Συγκεκριμένα, οι αντίπαλες μονάδες με τις οποίες έχει επιφορτιστεί ο Τζαβέλας είχαν ενισχυθεί. Αυτό ανάγκασε το Μπότσαρη να του παραχωρήσει δυνάμεις από το δικό του τμήμα, μειώνοντας τη δυναμική του στους 450 άνδρες.
Στην πρώτη φάση της εφόδου, οι Σουλιώτες είχαν ρητή εντολή να μη πυροβολούν και να χρησιμοποιούν μόνο τα ξίφη τους. Επιπροσθέτως, έπρεπε να μιλάνε αλβανικά για να μη γίνουν αντιληπτοί. Το σχέδιο λειτουργούσε εξαιρετικά και μόλις έφτασαν στο κέντρο του στρατοπέδου, σε κοντινή απόσταση από τον τελικό τους στόχο, ο Μπότσαρης έδωσε εντολή να ανοίξουν πυρ. Τη στιγμή εκείνη, τα οθωμανικά στρατεύματα αντιλήφθηκαν την εχθρική διείσδυση. Ωστόσο, η σύγχυση μεταξύ των στρατιωτών υπήρξε μεγάλη, κάτι το οποίο βοήθησε τους Σουλιώτες να προσεγγίσουν τις σκηνές των Πασάδων.
Η παραπάνω επιτυχή εξέλιξη της επίθεσης συνάντησε ένα απροσδόκητο κώλυμα. Συγκεκριμένα, οι δυνάμεις του Τζαβέλα δεν πραγματοποίησαν την επίθεση που προβλεπόταν, λόγω έλλειψης επικοινωνίας με το σώμα του Μπότσαρη. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η προσοχή των Οθωμανών να στραφεί αποκλειστικά γύρω από τον τελευταίο. Στη διάρκεια της επιχείρησης, ο Σουλιώτης οπλαρχηγός τραυματίστηκε ελαφρά. Παρ’ όλα αυτά, ο ίδιος συνέχισε να βρίσκεται στο πεδίο της σύγκρουσης.
Από την άλλη πλευρά, ο οθωμανικός στρατός προέβη σε υποχώρηση, προκειμένου να ανασυνταχθεί. Ο Μπότσαρης όμως, δίχως να έχει εγκαταλείψει τον αρχικό του στόχο, έδωσε εντολή να συνεχιστεί η επίθεση. Λίγες στιγμές αργότερα και ενώ προσπαθούσε να αναγνωρίσει τη δυναμική των αντιπάλων, ξεπροβάλλοντας από ένα χαμηλό τοίχο, μια εχθρική βολή τον πέτυχε στο κεφάλι, σκοτώνοντάς τον ακαριαία.
Η τελική έκβαση της μάχης ήταν ευτυχής για τους επαναστατημένους. Οι απώλειες τους δε ξεπέρασαν τους 100 άνδρες την ώρα που στο αντίπαλο στρατόπεδο μετρούσαν τουλάχιστον 800 θύματα. Επιπλέον, τα λάφυρα που πάρθηκαν ήταν πολυάριθμα και υψηλής αξίας. Ωστόσο, ο θάνατος του Μπότσαρη επισκίασε όλα τα παραπάνω. Ο Αγώνας, μόλις είχε χάσει έναν ικανό στρατηγό, μία ηγετική φυσιογνωμία, που παραμέρισε προσωπικές διαφορές και συμφέροντα, προκειμένου να συμβάλει στην επιβίωση του κινήματος. Η πορεία ενός αληθινού αγωνιστή σταμάτησε στο Κεφαλόβρυσο και οι Έλληνες είχαν κάθε λόγο να θρηνούν γι’ αυτό.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Σπ. Τρικούπης (1853), Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως Τόμος Β΄, (2η Έκδ), Λονδίνο:Εκ της εν τη Αυλή του Ερυθρού Λέοντος Τυπογραφίας Ταϋλόρου και Φραγκίσκου
- G. Hertzberg (1916), Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τόμος Β΄, Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Γεωργίου Δ. Φέξη
- Δ. Α. Κόκκινος, (1974), Η Ελληνική Επανάστασις Τόμος Β΄, (6η Έκδ) Αθήνα:Εκδ. Μέλισσα
- G Finley, (2021), Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης Τόμος Β΄, Αθήνα:Εκδ. Ελληνικά Γράμματα, ειδική έκδοση για την εφημερίδα «Το Βήμα»