Συνέντευξη στον Ραφαήλ – Νικόλαο Μπελενιώτη,
O Ντίνος Χατζηγιώργης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1963 και ζει στη Χαλκίδα. Είναι απόφοιτος σχολής κινηματογράφου και ασχολήθηκε επαγγελματικά με το σενάριο από το 1988. Το 1994 κέρδισε το Κρατικό Βραβείο Σεναρίου για την ταινία του Γιάννη Τυπάλδου Terra Incognita (1993). Μέχρι το 2005 συνεργάστηκε με στούντιο κινουμένων σχεδίων ως σεναριογράφος, με την Artoon του Νίκου Βεργίτση στην Αθήνα, στη σειρά «Πανδώρα και Πλάτωνας», και την Hahn Film στο Βερολίνο, για τη σειρά School for Little Vampires. Διηγήματά του έχουν τυπωθεί στο ένθετο «9» της Ελευθεροτυπίας, στο «Φανταστικά Χρονικά», το ελληνικό Asimov’s, «Συμπαντικές Διαδρομές» και «ΕΦ ΖΙΝ». Το διήγημά του «Πικρό Χώμα» έχει βραβευτεί στον 2ο Πανελλήνιο Διαγωνισμό του περιοδικού ΥΦΟΣ το 2008. Συμμετείχε σε πολλές ανθολογίες με διηγήματα του φανταστικού. Κυκλοφόρησε διαδικτυακά την προσωπική ανθολογία τρόμου, «Νυχτερινή Παράδοση» το 2011. Τα βιβλία του «Στάχτη στα Μάρμαρα» (2019) και «Ο Λύκος της Θάλασσας» (2021) κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Πηγή.
Στη συνέντευξη που παραχώρησε στο OffLine Post, μιλάει για το καινούριο βιβλίο του, «Ο Λύκος της Θάλασσας» (2021), που η υπόθεσή του εξελίσσεται με φόντο την ελληνική επανάσταση και τα βαμπίρ. Σχολιάζει, επίσης, και τη θέση στην οποία βρίσκεται η λογοτεχνία του φανταστικού στην Ελλάδα και δίνει, τέλος, τις δικές του συμβουλές σε όλες τις νέες και όλους τους νέους, που σκέφτονται να ασχοληθούν είτε επαγγελματικά είτε ερασιτεχνικά με τη συγγραφή και τη λογοτεχνία!
- Θα επιθυμούσαμε, καταρχάς, να μας μυήσετε στο ιστορικό υπόβαθρο μέσα στο οποίο ξεδιπλώνεται η πλοκή του βιβλίου σας «Ο Λύκος της Θάλασσας» και να μας εξηγήσετε πώς το αντιλαμβάνεστε και πώς το συλλάβατε λογοτεχνικά.
«Ο Λύκος της Θάλασσας» είναι μια άτυπη συνέχεια στο βιβλίο μου «Στάχτη στα Μάρμαρα» και μπορεί να διαβαστεί άνετα από τον αναγνώστη που αγνοεί το πρώτο. Στο «Στάχτη» εξιστορείται ο έρωτας του Λόρδου Βύρωνα με ένα βαμπίρ, στο σκηνικό της ετοιμασίας της επανάστασης. Η έρευνα, που έκανα για την εποχή, μου ενέτεινε το ενδιαφέρον για το ‘21. Ανακάλυψα, επίσης, μια γοητεία στο να εξιστορώ φανταστικά γεγονότα πάνω σε καταστάσεις και πρόσωπα που υπήρξαν πραγματικά. Ο Λύκος της Θάλασσας είναι μια τούρκικη κορβέτα που στο «Στάχτη» το πλήρωμά της μετατρέπεται σε βαμπίρ. Μετά φεύγει και δεν μαθαίνουμε τι απέγιναν. Αυτό εξιστορείται στο δεύτερο βιβλίο, τον καιρό που ο Ιμπραήμ Πασάς κατακαίει την Πελοπόννησο, λίγο πριν τη ναυμαχία του Ναβαρίνου.
- Κατά τη γνώμη σας, η ιστορική μυθοπλασία στην Ελλάδα έχει εκμεταλλευτεί στο έπακρον την ιστορική διάσταση των γεγονότων του 1821; Μπορούμε να εντάξουμε μυθοπλαστικά μοτίβα στα γεγονότα που συγκρότησαν το ’21, δημιουργώντας νέες πρωτότυπες ιστορίες, δίχως να το παρακάνουμε;
Και βέβαια μπορούμε. Και στη λογοτεχνία και στον κινηματογράφο. Το ’21 είναι το ελληνικό γουέστερν. Το ίδιο πετυχημένα στο σινεμά το πράττουν και οι Κινέζοι με τις πολεμικές τους ταινίες εποχής. Θα σας μιλήσω ειλικρινά. Δεν ξέρω αν η ιστορική μυθοπλασία στην Ελλάδα έχει εκμεταλλευτεί στο έπακρον την ελληνική επανάσταση του ’21. Δεν έχω διαβάσει τίποτα, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι δεν έχει γραφτεί. Δεν το γνωρίζω. Δεν έχει τραβήξει το μάτι μου, για να θέλω να το διαβάσω. Αν υπάρχουν τέτοιες νουβέλες, μάλλον αποτυγχάνουν να προωθηθούν σωστά. Βλέπει ο νέος το ’21 στο εξώφυλλο και θυμάται τα σχολικά του βιβλία που τον μπούκωναν τότε. Παρομοίως, για να πάμε πάλι στο σινεμά (γιατί από εκεί προέρχομαι), σε αντίθεση με Αμερικάνους και Κινέζους, οι Έλληνες δημιουργοί ντρέπονται τη δική τους ιστορία, δηλαδή τη φουστανέλα. Θυμάμαι παιδάκι σε θερινό σινεμά να κάθομαι να δω δύο φορές σε ένα βράδυ την ταινία Τα Σαράντα Παλικάρια. Ναι, εκείνη η μυθοπλασία είναι πλέον ξεπερασμένη, αν όμως τη σβήσεις από τη μνήμη, πώς θα την εξελίξεις;
- Η πλοκή του βιβλίου «Ο Λύκος της Θάλασσας» εξελίσσεται στα προεόρτια της κρίσιμης ναυμαχίας στο Ναβαρίνο. Γιατί επιλέξατε να κατέχει τόσο σημαίνουσα θέση το θαλασσινό και ναυτικό στοιχείο σε μια ιστορία με βρικόλακες;
Το επέλεξα βαρυγκωμώντας. Για να εξηγήσω: κάποιος μου είπε μεταξύ σοβαρού και αστείου, ότι θέλει μια συνέχεια στο «Στάχτη». Η μόνη συνέχεια που μπορούσα να κάνω ήταν με το πλήρωμα των βρικολάκων της τούρκικης κορβέτας. Ήταν ένα εγχείρημα που το φοβόμουν, γιατί δεν ήξερα από κορβέτες, γαλέρες και μπρίκια, πόσο μάλλον για τις ονομασίες των τμημάτων που τα απάρτιζαν. Έκανα τη βουτιά και, αν και τα βρήκα σκούρα, έδωσα ό,τι καλύτερο μπορούσα. Τώρα αν κάποιος γνώστης βρει λάθη, ζητώ συγνώμη, αλλά οι συγκεκριμένες πληροφορίες δεν βρίσκονται εύκολα και καθόλου στα ελληνικά. Μελετώντας δε την ιστορική στιγμή που έπρεπε να πω την ιστορία μου, η ναυμαχία του Ναβαρίνου αποδείχτηκε καίρια όχι μόνο για την ελληνική επανάσταση, αλλά και για την πλοκή του βιβλίου.
- Τόσο στο νέο έργο σας, «Λύκος της Θάλασσας», όσο και στο προηγούμενο, «Στάχτη στα Μάρμαρα», ο αναγνώστης περιπλανιέται ανάμεσα σε μοχθηρά βαμπίρ, σκοτεινά και μακάβρια δάση, αλλά και σε γεγονότα με ιστορίες αγάπης, με φόντο πάντα την οθωμανική επικυριαρχία. Γιατί και στα δύο βιβλία σας επιλέγεται παρόμοια μοτίβα και τον ίδιο ιστορικό χρόνο;
Τα δύο βιβλία είναι φυσικά συνδεδεμένα σε μια κοινή εξιστόρηση. Γράφοντας το «Στάχτη», βίωσα αυτά που έζησε και ο Ζήνωνας, το βαμπίρ. Πριν γίνει βρικόλακας, ζούσε στην πρωτοβυζαντινή εποχή, ιερέας της Αθηνάς στην Ακρόπολη. Διωγμένος, επιστρέφει στην Ελλάδα ως βαμπίρ στην Τουρκοκρατία και μισεί τους Έλληνες, που μετά από 400 χρόνια στο ζυγό δείχνουν βάρβαροι στα μάτια του. Την άποψή του θα την αλλάξει ο Βύρωνας, που πιστεύει στο μέλλον των υποδουλωμένων Ελλήνων. Του λέει, ότι αυτοί οι «βάρβαροι» θα γεννήσουν νέους Λεωνίδες. Στο «Λύκος» παίρνουμε μια γεύση του οράματος του Βύρωνα και μέσα από τα μάτια των Τούρκων που βλέπουν ότι χάνουν. Επίσης, στα παρασκήνια περιμένει τρίτη συνέχεια, με ένα βαμπίρ ως κοινό πρωταγωνιστή, αλλά τα γεγονότα αυτή τη φορά διαδραματίζονται κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής.
- Πόσο εξοικειωμένο πιστεύετε ότι είναι το ελληνικό αναγνωστικό κοινό με τη λογοτεχνική μυθοπλασία σημαντικών ιστορικών-εθνικών γεγονότων; Λάβατε αρνητικά σχόλια, που σας προβλημάτισαν;
Προσωπικά δεν είχα κανένα αρνητικό σχόλιο. Ανήκω στους συγγραφείς του φανταστικού, κι εμείς κουβαλούμε το παράπονο, ότι το ελληνικό αναγνωστικό κοινό δεν είναι εξοικειωμένο με αυτό ακριβώς, το ελληνικό φανταστικό. Γιατί, από ιστορική μυθοπλασία και ράφια βιβλιοπωλείων, συνεχίζει το παράπονό μας, έχουμε χορτάσει Μικρασιατική Καταστροφή και Εμφύλιο. Είναι δύο κατηγορίες, που τα πάνε πολύ καλά στις πωλήσεις.
- Μέσα στην πλοκή του έργου σας, δεν απουσιάζει ο ανθρωπομορφισμός. Ο Καπετάνιος–Βρικόλακας φαίνεται να διαθέτει ανθρώπινα ερωτικά ένστικτα για μια σκλάβα Ελληνοπούλα. Θα διανοούσασταν ποτέ να μην εντάξετε ανθρωπομορφικά χαρακτηριστικά σε κάποιον φανταστικό χαρακτήρα/ήρωα;
Δεν θα μπορούσα. Δεν είναι δυνατόν. Ο βρικόλακας, όπως κάθε καταραμένο ον της μυθοπλασίας τρόμου, είναι ένα τραγικό πλάσμα. Και αυτό που το κάνει τραγικό είναι ότι κάποτε υπήρξε άνθρωπος. Και διαθέτει μνήμη. Ξέρει τι έχασε. Ο ίδιος ο Διάβολος κλαίει, όταν θυμάται τον καιρό που καθόταν δίπλα στον Θεό ως άγγελος. Ο Ζήνωνας κάποτε λάτρευε τον Απόλλωνα, τον θεό του φωτός, και τώρα σέρνεται στο σκοτάδι. Ο Σελίμ Μπέης, ο καπετάνιος του Λύκου, κάποτε αγαπούσε μια Γκιούλ. Τώρα αποζητάει μια σύντροφο στο σκοτεινό του μονοπάτι. Υλικό πλούσιο και γόνιμο για έναν συγγραφέα. Χωρίς τον «ανθρωπομορφισμό» θα είχαμε στεγνές, ρηχές καρικατούρες.
- Ποια ήταν η πρώτη αντίδραση που εκλάβατε από τον εκδοτικό σας οίκο; Είδαν θετικά την υπόθεση του βιβλίου;
Η αντίδραση των εκδόσεων Πηγή, από την αναγνώστρια, Ζωή Τσούρα, μέχρι τον κύριο Μηνά Παπαγεωργίου ήταν συγκινητικά ενθουσιώδης. Ξαφνιάστηκα ευχάριστα και ένιωσα κάτι που δεν το ακούω συχνά από συναδέλφους, ένιωσα καλοδεχούμενος σε έναν οίκο που έγινε και σπίτι.
- Tέλος, θα θέλαμε να δώσετε μερικές συμβουλές, μέσα από τη γενικότερη συγγραφική εμπειρία, που έχετε αποκτήσει, στους νέους και τις νέες, που πραγματοποιούν ή σκέφτονται να πραγματοποιήσουν τα πρώτα συγγραφικά τους βήματα.
Πρώτον, να αγαπούν αυτό που κάνουν και δεύτερον, να διαβάζουν πολύ. Από εκεί και μετά, υπάρχουν και οι προσωπικοί στόχοι, που είναι διαφορετικοί για τον καθένα. Για μένα, επειδή ξεκίνησα από σεναριογράφος, ήθελα από πάντα να είμαι εμπορικός. Να μην γράφω μόνο για την πάρτη μου. Αλλά, η σημαντικότερη συμβουλή, που έχω να δώσω, την ακολουθούν ήδη όλοι πλην εμού. Δηλαδή, στην Ελλάδα, ακόμα κι αν πουλάς, δεν μπορείς να ζήσεις από το γράψιμο. Να έχετε όλοι και μια «αληθινή δουλειά», όπως μου έλεγε κάποτε ο πατέρας μου. Μεγάλη κουβέντα το γιατί οτιδήποτε καλλιτεχνικό δεν θεωρείται αληθινή δουλειά στην Ελλάδα. Δεν θα το λύσουμε εδώ. Πείσμωσα όμως και αφιερώθηκα χρόνια στο γράψιμο (σπούδασα σκηνοθεσία/σενάριο) και δεν είχα αληθινή δουλειά, για να πληρώνω τους λογαριασμούς μου. Στα 58 μου συνεχίζω πεισμωμένος και συμβουλεύω τα νέα παιδιά να μην κάνουν αυτό που κάνω.
Ευχαριστούμε θερμά τον συγγραφέα Ντίνο Χατζηγιώργη για τη συνέντευξη που μας παραχώρησε!