Του Κωνσταντίνου Δήμου,
Εάν κάποιος ποτέ με ρωτούσε με ποιο τρόπο θα μπορούσε να μάθει ευχάριστα και συνοπτικά τα σημαντικότερα ιστορικά γεγονότα της επανάστασης του 1821, θα του πρότεινα αυτό το βιβλίο, καθώς αποτελεί μία πολύ καλή και πιστή ιστορικά δραματοποίηση, όπως άλλωστε προδίδει και ο εναλλακτικός του τίτλος («Σκηναί εν Ελλάδι του έτους 1821-1828»). Η πρώτη μου επαφή με αυτό το επικό ιστορικό μυθιστόρημα ήταν κατά τα προπτυχιακά μου χρόνια, σε ένα φιλολογικό μάθημα ιστορίας της λογοτεχνίας, οπότε και ήμουν υποχρεωμένος να μελετήσω ορισμένα αποσπάσματα για τις ανάγκες της εξεταστικής. Περιττό να πω ότι τελικά το διάβασα όλο, εξαιτίας του πολύ ζωντανού τρόπου γραφής του συγγραφέα Στέφανου Ξένου, ο οποίος υπήρξε με αυτό το πόνημα και ο εισηγητής του ιστορικού μυθιστορήματος στην Ελλάδα το σωτήριο έτος 1861.
Ο θεματικός πυρήνας του βιβλίου είναι η ιστορία αγάπης μεταξύ δύο νέων, του Θρασύβουλου, ανιψιού του εκτελεσθέντος Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄ και της Αρκαδιώτισσας Ανδρονίκης, κόρη του δημογέροντα Αθανασιάδη, με φόντο την εποποιΐα του Αγώνα. Οι χαρακτήρες, όπως τα φέρνει η ειμαρμένη, χωρίζουν απότομα δρόμους, αφότου έχουν ήδη παντρευτεί και θα περάσουν χρόνια μέχρι την επεισοδιακή επανένωσή τους εντός των τειχών του πολιορκηθέντος Μεσολογγίου το 1826. Εμπόδιο στο δρόμο τους θα σταθούν οι εμπόλεμες συνθήκες μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων, καθώς και ο δύσμορφος διδάσκαλος της Ανδρονίκης, ο «γλοιώδης ωσάν φίδι» Βάρθακας, που επιθυμεί να ξεφορτωθεί τον επίδοξο μνηστήρα της και να την παντρευτεί ο ίδιος.
Γι’ αυτό το σκοπό θα μεταχειριστεί κάθε μέσο διαθέσιμο προκειμένου να επιτύχει το σκοπό του, από τα ψέματα και το δόλο μέχρι και την αλλεπάλληλη αυτομόληση από το χριστιανικό στρατόπεδο στο μουσουλμανικό και αντίστροφα προκαλώντας την αγανάκτηση του αναγνώστη ουκ ολίγες φορές. Οι πρωταγωνιστές του έργου είτε απλώς παρευρίσκονται, είτε συμμετέχουν ενεργά στα τεκταινόμενα, μαχόμενοι υπέρ πίστεως και πατρίδος, ή, ειδικά στην περίπτωση του Βάρθακα, προσπαθώντας να ξεφύγουν από τις δύσκολες περιστάσεις που έχουν περιέλθει. Στην πορεία του χρόνου, οι δρόμοι τους διασταυρώνονται με σημαντικά πρόσωπα της ελληνικής επανάστασης, με τα οποία συχνά αλληλεπιδρούν, από τον πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄, τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, τον Αθανάσιο Διάκο, το Μάρκο Μπότσαρη, τον Εδουάρδο Τρελώνη, μέχρι και τη Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, το λόρδο Βύρωνα, τον Αλέξανδρο Υψηλάντη και το Γεωργάκη Ολύμπιο.
Μερικά από τα πιο αξιοσημείωτα περιστατικά που εξιστορούνται, χωρίς βέβαια αυτή η ανασκόπηση να είναι εξαντλητική, είναι οι σφαγές 10.000 περίπου χριστιανών στην Κωνσταντινούπολη ως αντίποινα για την επανάσταση στη Μολδοβλαχία και στα βουνά του Μορέα (Πελοπόννησος), η εκτέλεση των δεσποτάδων της Συνόδου, καθώς και ο απαγχονισμός του πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄ και η σκύλευση του πτώματός του από τους Εβραίους της Πόλης. Συνεχίζει με τη μάχη στο Δραγατσάνι και την αποτυχία της επανάστασης στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, την ανατίναξη της μονής Σέκου από τον Ολύμπιο, ενώ δε λείπει η γενναία αντίσταση του Αθανάσιου Διάκου στην Αλαμάνα και ο μαρτυρικός θάνατος του δια ανασκολοπισμού στα χέρια του Ομέρ-Βρυώνη, στις 14 Απριλίου 1821.
Η εξιστόρηση συνεχίζεται με την πολιορκία και την άλωση της Τριπολιτσάς, τη μάχη στο χάνι της Γραβιάς, τη σφαγή της Χίου το Πάσχα του 1822 και την ανατίναξη της τουρκικής ναυαρχίδας από τους μπουρλοτιέρηδες Κωνσταντίνο Κανάρη και Ανδρέα Πιπίνο. Δε λείπει η εξιστόρηση της θανάτωσης του Αλή Πασά Τεπελενλή στα Ιωάννινα με τέχνασμα του Χουρσίτ Πασά, των εμφυλίων πολέμων μεταξύ των Ρουμελιωτών και των οπλαρχηγών της Πελοποννήσου και πολλά άλλα, με αποκορύφωμα φυσικά την ηρωική έξοδο του Μεσολογγίου στις 10 Απριλίου 1826, καθώς και την καταστροφή του τουρκικού στόλου στην «ατυχή» ναυμαχία του Ναβαρίνου το 1827 μεταξύ των τουρκικών και συμμαχικών δυνάμεων.
Οι γλαφυρές περιγραφές κάνουν τον κόσμο να φαίνεται δυναμικός, παραστατικός, αλλά και «απελπιστικά πνιγηρός» στο σωστό όμως βαθμό, ελέω του πολύ αιματηρού περιεχομένου τόσο από πλευράς Ελλήνων, με την άλωση της Τριπολιτσάς όσο και από τους Τούρκους, με το σούβλισμα Αθανάσιου Διάκου, τη σφαγή της Χίου και την αθέτηση υποσχέσεων, όπως η αμνήστευση του Αλή Πασά. Ο αναγνώστης θα νιώσει ότι και ο ίδιος αποτελεί μέρος της αφήγησης, ως αόρατος παρατηρητής των εξελίξεων, παρά την τριτοπρόσωπη αφήγηση, τις συνεχείς στιχομυθίες των χαρακτήρων και τις ιστορικές παρεκβάσεις του συγγραφέα-αφηγητή, που κάποιες φορές αρέσκεται να προοικονομεί τη μοίρα κάποιων από τους χαρακτήρες του.
Η χρήση της καθαρεύουσας στην αφήγηση, καθώς και γλωσσικών ιδιωματισμών από τους Σουλιώτες, όπως η κυρά Ρ…, στη οποία αναφέρεται έτσι καθ’ όλη τη διάρκεια της αφήγησης, και από τον Ενετό μισέ Καστέλη αναδεικνύουν την αυθεντικότητα και την επιδίωξη πιστότητας του κειμένου σε ένα ρεαλιστικό λογοτεχνικό ύφος, πράγμα που ίσως αποθαρρύνει μερικούς από το να δώσουν μια ευκαιρία στο βιβλίο και να ασχοληθούν περαιτέρω. Επιπροσθέτως, ο Στέφανος Ξένος φαίνεται να αρέσκεται σε έναν όχι και τόσο υποδόριο ακαδημαϊσμό, καθώς είναι φανερό ότι επιθυμεί να παραμείνει προσηλωμένος στην ακρίβεια των γεγονότων και στην αποτύπωση της ιστορικής αλήθειας με μυθιστορηματικό τρόπο. Ο κορμός του κειμένου βρίθει υποσημειώσεων, πολλές φορές εξαιρετικά πολυσέλιδων, και παραπομπών σε άλλες πρωτογενείς πηγές που ο συγγραφέας θεωρεί έγκυρες, όπως για παράδειγμα στους M. Rayband, Pouqueville, Gordon, Millingen και Σπ. Τρικούπη, περιλαμβάνοντας μερικές φορές αυτούσια μέχρι και ολόκληρα χωρία, επιστολές, μαρτυρίες και ανέκδοτα των προσώπων αυτών.
Ωστόσο, οφείλω να αναφέρω ότι αυτή ακριβώς η έμφαση στις εξαντλητικές λεπτομέρειες, την ιστορική ακρίβεια και το στοιχείο του ρεαλισμού αποτελούν και το μεγαλύτερο μειονέκτημα του ιστορικού αυτού έργου. Αριθμώντας συνολικά δύο τόμους (815 σελίδες) σε γλώσσα καθαρεύουσα και όχι δημοτική, η έκταση ίσως ξενίσει/κουράσει ακόμη και άτομα οπλισμένα με την κατάλληλη υπομονή, ενώ κάποια κεφάλαια δε συνεισφέρουν οργανικά στην κεντρική ιστορία και υπάρχουν απλά για να δώσουν επιπρόσθετες πληροφορίες, όπως τα κεφάλαια που αναφέρονται στον ερχομό και στο θάνατο του λόρδου Βύρωνα στην Ελλάδα. Το κείμενο θα μπορούσε να είναι μικρότερο και πιο περιεκτικό, κάνοντας την παρακολούθηση της ιστορίας πιο εύκολη για τον αναγνώστη. Ένα άλλο αρνητικό στοιχείο με το οποίο ήρθα αντιμέτωπος είναι οι συχνές εναλλαγές προσώπων και οπτικών γωνιών ανά κεφάλαιο, με αποτέλεσμα να ξεχνά κανείς σε ποιο σημείο είχες αφήσει τον προηγούμενο χαρακτήρα. Γι’ αυτό το λόγο, συνίσταται να διαβάσετε το έργο όταν είστε ξεκούραστοι και με καθαρό μυαλό.
Επιπλέον, το στοιχείο του ρομαντισμού και του επικού λυρισμού διέπει το σύνολο του έργου, καθώς το κείμενο είναι διάστικτο αναφορών και παρομοιώσεων με ένδοξο μυθολογικό, αρχαιοελληνικό και βυζαντινό παρελθόν, προσδίδοντας στην αφήγηση μια οργανική συνέχεια της ελληνικής ιστορίας, δίχως ωστόσο να παραλείπεται το στοιχείο της τραγικότητας που ενέχει η επανάληψη προηγούμενων σφαλμάτων: οι Έλληνες παρέμειναν υποδουλωμένοι στους Οθωμανούς Τούρκους, γιατί ακόμη και την ύστατη ώρα της επανάστασης, παρέμειναν προσκολλημένοι σε προσωπικές έριδες και μίση, χωρίς να επιθυμούν να συνενωθούν για έναν ενιαίο σκοπό, αυτό της εκδίωξης του κατακτητή από την αλύτρωτη γη τους.
Κατά την ταπεινή μου γνώμη όμως, όσο παράξενο και να ακούγεται, θεωρώ όλα τα παραπάνω λεπτομέρειες του δένδρου και όχι του δάσους. Ο κύριος θεματικός άξονας είναι ναι μεν επιφανειακά η ρομαντική ιστορία αγάπης του νεαρού Θρασύβουλου και της Αρτεμίσιας καλλονής Ανδρονίκης που πέρασε από χίλια κύματα, αλλά δεν είναι και η ουσία του μυθιστορήματος αυτού. Αυτή τη θέση την καταλαμβάνει η αντίθεση των Ελλήνων σε σχέση με τους Τούρκους σε όλα τα επίπεδα, και την υπεροχή της ελληνικής ψυχής έναντι του οπισθοδρομισμού των τελευταίων. Αυτός ο «ρομαντικός μανιχαϊσμός» μεταξύ των υιών της Ελευθερίας και του βάρβαρου δεσποτισμού διέπει κάθε λέξη, κάθε σελίδα του κειμένου. Για παράδειγμα, θα αναφέρω τα στοχαστικά λόγια του γηραιού Μάρκου Μπότσαρη (σελ. 422) που λέει στο Θρασύβουλο σχετικά με τη ψυχοσύνθεση των Τούρκων δυναστών του ελληνικού Έθνους:
«Α, Θρασύβουλε, βλέπω ότι ούτε εσύ τον Τούρκο τον γνωρίζεις ακόμη. Ο Τούρκος νίκησε, τυράννησε και κυρίευσε τον Έλληνα μέσω περισσότερο του φόβου, παρά με την ανδρεία. Εγώ από παιδάκι είμαι στο τουφέκι εναντίον του Τούρκου, και συναπαντήθηκα πολλές φορές και με έναν, και με δύο και με περισσότερους Τούρκους μόνος. Τους πολέμησα με το σπαθί, με τα πιστόλια και ενίοτε με αόπλους χείρας. Τι το θέλεις, δεν το λέω για να καυχηθώ, όσο περισσότερο επέμεινα στο έδαφος μου, τόσο πιο γρήγορα τους έτρεπα σε φυγή. Πίστεψε με Θρασύβουλε, είναι δειλός και άνανδρος ο Τούρκος. Η Ελλάς έμεινε τόσον καιρό υπό το ζυγό του Τούρκου εξαιτίας της ασυμφωνίας μας. Ο φανατισμός του ενίοτε τον έκανε να πράξει κάτι άξιο της προσοχής του κόσμου, ωστόσο αυτό έγινε μόλις μία φορά. Τώρα δύει, και ούτε ο Μωάμεθ, ούτε οι διάβολοι όλοι θέλουν πλέον να τον ανεγείρουν».
Ο Στέφανος Ξένος δε διστάζει με κάθε ευκαιρία να πλέκει το εγκώμιο της ανδρείας των Ελλήνων και της δημιουργικής δύναμης του ελληνισμού, αυτήν την αξιοζήλευτη ικανότητα να επανεφευρίσκει τον εαυτό του ξανά και ξανά μέσα από τις στάχτες, δημιουργώντας πολιτισμό πρακτικά από το μηδέν. Θα κλείσω αυτήν την κριτική με τη σκληρή ρήση του Αθανάσιου Διάκου στο διάλογο που είχε με τον Ομέρ Βρυώνη (σελ. 101), λίγο πριν το μαρτυρικό τέλος του, μια φράση που δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από την ένδοξη προγονική του εποποιία:
Ομέρ Βρυώνης: Λογάριασες τον αριθμό των Μουσουλμάνων τους οποίους κάθε χρόνον θύεις;
Διάκος: Ελογάριασα, ότι αν κάθε Έλληνας έπραττε το ίδιο, ο Μωάμεθ σε λίγο καιρό δε θα είχε ούτε έναν του δόγματος του επάνω στη γη.
Η ιστορία έδειξε σε όλη την οικουμένη ότι η αριθμητική υπεροχή των Τούρκων ποτέ δεν αποθάρρυνε ένα μάτσο από ξυπόλητους μεν, θαρραλέους δε ονοματαίους να ξεσηκωθούν, αποφασισμένοι να ζήσουν ελεύθεροι έναντι στην τυραννία των πολλών, κόντρα στις αντίξοες συνθήκες και τις πιθανότητες επιβίωσης του μικρού αυτού έθνους που υπέφερε τα πάνδεινα. Ο σκοταδισμός λοιπόν δε θα μπορέσει ποτέ να πνίξει ολοκληρωτικά το φως, όχι όσο η σπίθα που ανάβει τη φωτιά παραμένει ζωντανή. Διατηρήστε τη σπίθα ζωντανή.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Σ. Θ. Ξένος (1861) Η Ηρωίς της Ελληνικής Επαναστάσεως ήτοι Σκηναί εν Ελλάδι από του έτους 1821-1828 Τόμος Α΄ και Β΄. Λονδίνο: Τύπος του Βρετανικού Αστέρος
- Κ. Φ. Σκόκου (1888), Ετήσιον Ημερολόγιον Χρονιγραφικόν, Φιλολογικόν, Γελοιογραφικόν Μετά εικόνων του έτους 1889. Αθήνα: Τυπογρ. Καταστημάτων Ανέστη Κωνσταντινίδου