Του Νέστορα-Μάριου Αποστολόπουλου,
Η Σπάρτη, τις παραμονές των μηδικών πολέμων, είχε φτάσει σε ένα πολύ υψηλό επίπεδο ισχύος, ενώ είχε μετουσιωθεί και σε πανελλήνια κυρίαρχο. Το σπαρτιατικό πολιτικό σύστημα, παρά τις γνωστές ιδιομορφίες του, την εν λόγω περίοδο στάθηκε παραπάνω από επαρκές, ενώ η εξωτερική της κυριαρχία ήταν δεδομένη, τόσο σε πελοποννησιακό, όσο και σε πανελλήνιο επίπεδο. Αυτή την επιτυχία καρπώνονται σε πολύ μεγάλο βαθμό, δύο εκ των κορυφαίων προσωπικοτήτων του αρχαίου κόσμου, ο Χίλων και ο Κλεομένης.
Ίσως αυτή η «τοποθέτηση» του Κλεομένη, ενός –κατά γενική ομολογία– παρανοϊκού Σπαρτιάτη βασιλιά, ως επάξιου συνεχιστή του Χίλωνα, με παροιμιώδη προσφορά στη σπαρτιατική πολιτική να ξενίσει πολλούς αναγνώστες. Όμως, είναι αρκετά σαφές πως ο αγιάδης βασιλιάς, κινήθηκε σε πολύ μεγάλο βαθμό στη γραμμή που χάραξε ο Χίλων, ενώ, σε πολλούς άξονες, εξέλιξε ή τελειοποίησε το όραμα του προγόνου του, ενισχύοντας τη θέση της Σπάρτης στον ελλαδικό χώρο και αποδυναμώνοντας πολλούς από τους κύριους ανταγωνιστές τους (π.χ. Άργος). Ιδίως σε μια περίοδο ιδιαίτερα ταραγμένη στο εσωτερικό της πόλης, όταν η αντιπαλότητα με τον ευρυποντίδη βασιλιά Δημάρατο ήταν οξεία.
Η πολιτική του Κλεομένη ήταν εστιασμένη κυρίως σε αυτόν τον άξονα που σήμερα ονομάζουμε εξωτερική πολιτική. Πρωταρχικό του μέλημα ήταν η διεύρυνση της σπαρτιατικής σφαίρας επιρροής. Αυτό ναι μεν είχε αρχίσει από την εποχή του Χίλωνα, με την προσάρτηση π.χ. των Μεγάρων στην Πελοποννησιακή Συμμαχία, όμως κατά κύριο λόγο, απευθυνόταν σε πελοποννησιακές δυνάμεις. Αυτός ο στόχος, λόγω της πολλαπλάσιας σπαρτιατικής ισχύος, που εξασφαλίστηκε μέσω της πελοποννησιακής συμμαχίας, ήταν πλέον εφικτός.
Ήδη από τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του, ο Κλεομένης επιχείρησε να διευρύνει τη σπαρτιατική σφαίρα επιρροής και εκτός των ορίων της Πελοποννήσου. Το γεγονός ότι οι Πλαταιείς, απέναντι σε μια σύγκρουσή τους με τους Θηβαίους ζήτησαν τη βοήθεια της Σπάρτης, δείχνει την έντονη παρουσία των Λακεδαιμονίων και στον κυρίως ελλαδικό χώρο. Παράλληλα, το γεγονός ότι εκείνος αρνήθηκε να τους βοηθήσει, ενθαρρύνοντάς τους να συμμαχήσουν με τους Αθηναίους, αυξάνοντας ακόμα περισσότερο τον ανταγωνισμό μεταξύ Αθήνας και Θήβας, δύο ισχυρών δυνάμεων του ελλαδικού χώρου, αποκαλύπτει την εξαιρετική ευφυία του Κλεομένη καθώς, με αυτόν τον τρόπο απέφευγε τον κίνδυνο σύμπραξης ενός ισχυρού συνασπισμού εναντίον της Σπάρτης.
Όμως, το εγχείρημά του γρήγορα έχασε τη δυναμική του, όταν, το 508 π.Χ. προσπάθησε να καταλύσει την αθηναϊκή δημοκρατία και να θέσει την πόλη στη σπαρτιατική σφαίρα επιρροής. Για κακή του τύχη βέβαια, στην εκστρατεία συμμετείχε και ο ορκισμένος αντίπαλός του, ο Δημάρατος. Όταν λοιπόν ο δεύτερος αποφάσισε να εγκαταλείψει την εκστρατεία –η οποία φαίνεται απίθανο να αποτύγχανε αλλιώς–, επηρέασε και πολλούς από τους συμμάχους οι οποίοι τον ακολούθησαν και εν δυνάμει, αποδυνάμωσε τη σπαρτιατική ισχύ εντός της συμμαχίας.
Με απόλυτη επιτυχία στέφθηκε το δεύτερο εγχείρημά του, που αφορούσε την καταστροφή του αντίπαλου δέους εντός της πελοποννησιακής επικράτειας, του Άργους. Δίχως παρεμβάσεις από το εσωτερικό, όντας ήδη από το 506 π.Χ. ο μοναδικός διοικητής του στρατεύματος, οργάνωσε ένα εκστρατευτικό σώμα κατά του Άργους, αποτελούμενο αποκλειστικά από σπαρτιατικές δυνάμεις. Η εκστρατεία ολοκληρώθηκε το 494 π.Χ. με απόλυτη επιτυχία για τους Λακεδαιμόνιους. Το βάρος του εγχειρήματος δεν έπεφτε τόσο στην ήττα του Άργους, όσο την αποδυνάμωσή του, και την απόσπαση των συμμάχων του, ώστε να μη μπορούν στο μέλλον να δημιουργήσουν προβλήματα στη Σπάρτη. Ο θρίαμβος του αγιάδη βασιλιά στο πέρας της εκστρατείας ήταν δεδομένος. Παρ’ όλα αυτά μετά τη νίκη του, δεν υποδούλωσε το Άργος, καθώς, όπως είχε προβλέψει και ο Χίλων, κάτι τέτοιο θα μπορούσε να αποβεί καταστροφικό μακροχρόνια.
Παράλληλα, σημαντική ήταν η προσφορά του Κλεομένη στην εξισορρόπηση της περσικής απειλής. Δεν πρόκειται για νέο στόχο, καθώς η Σπάρτη είχε επωμιστεί πολλές δεκαετίες νωρίτερα το ρόλο του προστάτη των ελληνικών πόλεων, του κύριου υπερασπιστή τους έναντι των Περσών. Επί της βασιλείας του, όμως, αρχίζουν να απασχολούν όλο και περισσότερο τη σπαρτιατική στρατηγική οι πολλαπλές, ανερχόμενες εστίες μηδισμού στον ελλαδικό χώρο. Παρόλα αυτά, απέφευγε πεισματικά να προβεί σε προκλητικές ενέργειες, επεμβαίνοντας στην ασιατική ενδοχώρα, και περιορίστηκε αποκλειστικά στην καταπολέμηση της περσικής επιρροής στον κυρίως ελλαδικό χώρο. Χαρακτηριστική ήταν η προσπάθειά του να επέμβει στην Αίγινα, όταν οι ηγεμόνες της αποφάσισαν να δώσουν γη και ύδωρ στον Πέρση βασιλιά (δείγμα υποτέλειας), και μάλιστα, ενώ αποτελούσαν μέλος της πελοποννησιακής συμμαχίας. Για άλλη μια φορά, όμως, οι ενέργειές του υπονομεύτηκαν από το Δημάρατο.
Αυτό ήταν και η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Μετά από αυτά τα γεγονότα ο Κλεομένης, «παραγγέλνοντας» ένα δελφικό χρησμό, απομάκρυνε το Δημάρατο από τη βασιλεία και στη θέση του ανέλαβε ο φιλικά προσκείμενος στον Κλεομένη Λεωτυχίδης. Δίχως, όμως, να προλάβει να καρπωθεί τα αποτελέσματα του σχεδίου του, γίνεται γνωστή στη σπαρτιατική κοινωνία η δωροδοκία του, προκειμένου να επηρεάσει το χρησμό και ο Κλεομένης, φοβούμενος τις αντιδράσεις, αυτοεξορίζεται στη Θεσσαλία, ενώ σύντομα, οι προσπάθειές του να επανέλθει στο σπαρτιατικό θρόνο τον οδήγησαν στο θάνατο.
Παρά το τέλος του, όμως, ο Κλεομένης μπορεί να θεωρηθεί ως ένας άξιος συνεχιστής του Χίλωνα. Πέτυχε μερικές μεγάλες επιτυχίες, όπως την καταστροφή του Άργους και την εξισορρόπηση της περσικής απειλής, ενώ οι μεγαλύτερες αποτυχίες του ήταν αποτέλεσμα όχι δικής του ανικανότητας, αλλά της έντονης αντιπαλότητάς του με τον ευρυποντίδη βασιλιά Δημάρατο. Χάρη λοιπόν σε αυτούς τους δύο ηγέτες, η Σπάρτη είχε επάξια κερδίσει τη θέση της κυρίαρχης δύναμης στον ελλαδικό χώρο, ενώ η σπαρτιατική ισχύς είχε πολλαπλασιαστεί. Κεκτημένα τα οποία φάνηκαν ιδιαίτερα σημαντικά για όλη την ελληνική επικράτεια, το αμέσως επόμενο διάστημα, κατά τη διάρκεια των μηδικών πολέμων.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Κωνσταντίνος Κολλιόπουλος, «Η υψηλή στρατηγική της αρχαίας Σπάρτης», Εκδόσεις Ποιότητα Αθήνα 2007, σελ. 140-160
- Ulrich Wilcken, Αρχαία Ελληνική Ιστορία, μετάφραση Ιωάννης Τουλουμάκος, Εκδόσεις Δέσποινα Κυριακίδη 2015, σελ. 172-176, 218-220