Της Εύας Μόσχου,
Το μνημείο κτίστηκε, στη σημερινή του μορφή, το 13ο αιώνα, από το Νικηφόρο Α’ Κομνηνό Δούκα, τη σύζυγό του Άννα Παλαιολογίνα και το γιο τους, Θωμά. Η εκκλησία είναι αφιερωμένη στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου και θεωρείται «σταθμός» της Βυζαντινής αρχιτεκτονικής. Πρόκειται για ένα από τα σημαντικότερα μνημεία που έχει να επιδείξει η Άρτα, γι’ αυτό και λαμβάνουν χώρα τακτικά έργα συντήρησης του ναού, ο οποίος λειτουργεί σαν μουσείο. Στο κτίριο αυτό στεγάζονταν, έως το 2009, οι αρχαιολογικές συλλογές της Άρτας, προτού μεταφερθούν στη σημερινή τους θέση στο Αρχαιολογικό Μουσείο της πόλης.
Το καθολικό, διαστάσεων 20,3×22μ., κτίστηκε σε έναν αρκετά πρωτοποριακό τύπο. Σε ισόγειο και όροφο συνδυάζονται ο οκταγωνικός ναός και ο σταυροειδής εγγεγραμμένος, αντίστοιχα. Δυτικά, δεσπόζει ορθογώνιος νάρθηκας. Ο κυρίως ναός είναι τετραγωνικής διάταξης, ενώ η όλη κατασκευή είναι πυργοειδής. Το ιερό βήμα απολήγει ανατολικά σε τρίπλευρες αψίδες. Εξωτερικά, οι αψίδες φέρουν κεραμοπλαστικά κοσμήματα (σταυρούς, ρόμβους κλπ). Βόρεια και νότια, ο ναός φέρει δύο παρεκκλήσια αφιερωμένα στους Ταξιάρχες και στον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο, αντίστοιχα. Χαρακτηριστικό, είναι το παράξενο σύστημα στήριξης του τρούλου, το οποίο δεν έχει εφαρμοστεί σε άλλα βυζαντινά μνημεία. Πρόκειται για μια ιδιόμορφη κατασκευή, καθώς ο τρούλος είναι τοποθετημένος πάνω σε συνολικά οκτώ παραστάδες, σε τρεις διαδοχικές και ομοειδείς σειρές. Φαντάζει δηλαδή σαν ο τρούλος να αιωρείται, γεγονός που αποτελεί ένα εξαιρετικό τέχνασμα, από αρχιτεκτονικής άποψης, καθώς έτσι εξασφαλίζεται ο ενιαίος χώρος του κυρίως ναού.
Η εκκλησία της Παρηγορήτισσας, κτίστηκε στη θέση παλαιότερου ναού, μικρότερου. Τμήματά του είναι ακόμα φανερά στη βόρεια πλευρά. Εσωτερικά, οι τοίχοι, αρχικά έφεραν πολυτελή ορθομαρμάρωση και εξαιρετικό γλυπτό διάκοσμο, λιγοστά τμήματα των οποίων σώζονται σήμερα. Σε καλύτερη κατάσταση βρίσκονται οι τοιχογραφίες. Ο κεντρικός τρούλος φέρει ψηφιδωτή παράσταση του Παντοκράτορα. Η μορφή ευλογεί με το δεξί χέρι, ενώ με το αριστερό κρατά κλειστό ευαγγέλιο. Το κεφάλι του Κυρίου πλαισιώνει φωτοστέφανο με διάκοσμο στις κεραίες, που μιμείται πολύτιμους λίθους σε πράσινους και κόκκινους χρωματισμούς. Η έκφραση είναι αυστηρή, ενώ χαρακτηριστική είναι η απόδοση «ροδαλού» χρώματος στα μάγουλα, με τη χρήση διαφορετικού χρώματος ψηφίδων.
Οι τοιχογραφίες του ιερού είναι έργο του μοναχού Ανανία και χρονολογούνται στο 16ο αιώνα. Το κτιστό τέμπλο φέρει δεσποτικές εικόνες της Παναγίας και του Χριστού, στον τύπο του Μέγα Αρχιερέα, με μίτρα και άμφια. Δίπλα στην εικόνα του Χριστού υπάρχει προσκυνητάρι, έργο εξαίσιας ξυλογλυπτικής, με την εικόνα της Παναγίας της «Παρηγορίτζας». Εκεί υπάρχει και επιγραφή που δηλώνει ανακαίνιση του ναού το 1792. Η εικόνα απεικονίζει την Παναγία στον τύπο της Ελεούσας, φέροντας στην αγκαλιά της το Χριστό.
Νοτιοδυτικά, εξωτερικά του ναού, σώζονται τα ερείπια προγενέστερου ναΐσκου, ενώ νοτιοανατολικά του καθολικού, βρίσκεται η Τράπεζα. Πρόκειται για ένα μακρόστενο, κτίριο καμαροσκεπές, η σημερινή μορφή του οποίου είναι αποτέλεσμα αναστηλώσεων. Σήμερα, στην Τράπεζα στεγάζονται ορισμένα εκθέματα, μια μικρή συλλογή ευρημάτων, που προέρχονται από τις διαρκείς συστηματικές ανασκαφές. Στην ανατολική πλευρά υπάρχουν 16 κελιά, που εξυπηρετούν την Αρχαιολογική Υπηρεσία.
Ο Λαϊκός Θρύλος γύρω από το ναό
Οι ντόπιοι έχουν μεγάλη αγάπη για τις παραδόσεις τους και πολλές από αυτές συνδέονται με μύθους για την ιστορία της πόλης. Εκτός λοιπόν, από το μύθο για το πως χτίστηκε το Ιστορικό γεφύρι της Άρτας, υπάρχει άλλος ένας που έχει να κάνει με το λόγο που ο ναός φέρει την προστασία της Παναγίας Παρηγορήτισσας. Ο πρωτομάστορας του ναού ήταν φημισμένος τεχνίτης της εποχής και για αυτό το λόγο, κανείς δεν είχε το δικαίωμα να παρακούσει τα διδάγματα και τις νουθετήσεις του. Τα σχέδιά του, επομένως, κατά τον ίδιο, ήταν αλάνθαστα και εξαιρετικής αρχιτεκτονικής παιδείας και αντίληψης του χώρου. Ο ίδιος, όμως, επειδή είχε αναλάβει και την εκτέλεση άλλων έργων, έφευγε τακτικά, αφήνοντας πίσω τους μαθητευόμενους εργάτες του. Ο ικανότερος εξ’ αυτών -ο επονομαζόμενος «κάφκας» στα τούρκικα- άλλαξε τα σχέδια του δασκάλου του και ο ναός πήρε την τελική του μορφή, που ήταν ασφαλώς καλύτερη από εκείνη που είχε σχεδιάσει ο πρωτομάστορας. Εκείνος, όμως, μόλις επέστρεψε, εν εξάλλω, αποφάσισε να τιμωρήσει τον κάφκα του, ρίχνοντάς τον από τη στέγη. Για κακή του τύχη, όμως, συμπαρασύρθηκε στην πτώση. Οι ντόπιοι λένε πως στο σημείο όπου έπεσαν τα σώματα, απολιθώθηκαν και μετατράπηκαν σε δύο κοκκινωπές πέτρες. Επίσης λένε πως στο σημείο αυτό, φανερώθηκε η Παναγία στη μητέρα του βοηθού για να την παρηγορήσει για τον άδικο χαμό του γιού της. Εξού και η ονομασία «Παρηγορήτισσα».
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Β. Ν. Παπαδοπούλου, “Η Βυζαντινή Άρτα και τα μνημεία της”, Αθήνα 2002
- Εφορεία Αρχαιοτήτων Άρτας, διαθέσιμο εδώ