Του Γιώργου Σαλπιγγίδη,
Φέτος όλοι οι Έλληνες, εντός και εκτός της χώρας, κινούνται στους ρυθμούς των εορτασμών για τα 200 χρόνια από την έναρξη της Επανάστασης. Αυτή η χρονιά μας προσφέρει την καλύτερη αφορμή για βαθιά ενδοσκόπηση ως έθνος. Το παρόν άρθρο αποτελεί μια μικρή προσπάθεια παρουσίασης των σημαντικότερων φάσεων και εξελίξεων του ελληνισμού στο πέρασμα των αιώνων.
Η εμφάνιση των ελληνικών φύλων, στο γεωγραφικό σημείο που λέμε σήμερα Ελλάδα, τοποθετείται στην αρχή της δεύτερης χιλιετίας π.Χ. Τα τέσσερα κύρια φύλα ήταν οι Ίωνες, Αιολείς, Δωριείς και Αχαιοί. Τότε οι πληθυσμοί αυτοί ακολουθούσαν μια πορεία από το βορά προς το νότο, δημιουργώντας σταδιακά μόνιμες εγκαταστάσεις και αφομοιώνοντας παράλληλα τους υπάρχοντες. Η σταθερή εγκατάσταση ευνοεί στην ανάπτυξη ενός πολιτισμού, έτσι τα αρχαιολογικά δεδομένα έχουν φέρει στο φως οικίες δυο τύπου, την κυκλική (ένας παλαιός τύπος, αργότερα χρησιμοποιήθηκε στους λεγόμενος θολωτούς τάφους) στο μέσον της οποίας υπήρχε μια εστία και την ορθογώνια (νέος τύπος, πρόδρομος των αποκαλούμενων Μεγάρων). Οι ασχολίες των κατοίκων τότε περιορίζονταν στη γεωργία, την κτηνοτροφία και σε μια υποτυπώδη εμπορική δραστηριότητα με τα κοντινά νησιά του Αιγαίου.
Η κοινωνική τους ιεράρχηση βασιζόταν στη βάση της ισότητας, με τις αποφάσεις που παίρνονταν να έχουν ένα συλλογικό χαρακτήρα. Σε έκτακτες περιπτώσεις, όπως ο πόλεμος, οριζόταν ένας επικεφαλής που θα μπορούσε να οργανώσει καλύτερα τις δυνάμεις. Στο θρησκευτικό τομέα συναντάμε λατρείες που σχετίζονται με τη φύση, όπως της Μητέρας Γης, του Ουρανού, την προστάτιδα του σπιτιού κ.α.
Σταδιακά ο πληθυσμός αυξάνεται και οδηγούμαστε σε συνθετότερους τρόπους ζωής και κατοίκησης, μεταβαίνουμε σε αυτό που η σύγχρονη επιστήμη ονομάζει Μυκηναϊκό Πολιτισμό (περίπου 1600-1100 π.Χ., δηλαδή μια από τις φάσεις της εποχής του Χαλκού, 3200-1100 π.Χ.). Σε αυτή την περίοδο παρατηρείται η εμφάνιση των ανακτόρων σε σημαντικά σημεία του ελλαδικού χώρου, όπως οι Μυκήνες, η Τίρυνθα, η Πύλος κ.α. Εδώ πλέον κυριαρχεί μια κεντρική διοίκηση και παρατηρούνται πιο συστηματικά οι τειχισμένες ακροπόλεις. Χαρακτηριστική είναι και η εξέλιξη της κεραμικής, μικροτεχνίας, μεταλλοτεχνίας, ενώ ιδιαίτερη αξία έχει και το σύστημα γραφής. Η Γραμμική γραφή Β΄, όπως καλείται στις μέρες μας, είναι ένα ξεκάθαρο δείγμα της πρώιμης μορφής των ελληνικών. Στις πήλινες πινακίδες που έχουν βρεθεί, γινόταν αναφορά σε θρησκευτικά και γραφειοκρατικά (καταγραφή αποθεμάτων, σκευών, εξοπλισμού κ.λπ.) ζητήματα. Ένα ακόμη αξιοσημείωτο γνώρισμα είναι και οι ονομαστοί λακκοείδεις τάφοι με τα πλούσια–χρυσά πολλές φορές- κτερίσματα. Ο Μυκηναϊκός Πολιτισμός ήρθε σε άμεση επαφή τόσο με τον προγενέστερο Μινωικό Πολιτισμό της Κρήτης, όσο και με τον Κυκλαδικό και η επικοινωνία αυτή προσέφερε αρκετές πολιτισμικές ανταλλαγές.
Οι αιώνες κυλούν και οι πολιτισμοί αυτοί βρίσκονται αντιμέτωποι με κατάρρευση (από το 1100 π.Χ. και εξής, μεταβαίνουμε εν ολίγοις στην εποχή του Σιδήρου 1100-700 π.Χ.). Τα αίτια της κατάρρευσης ποικίλουν, ενδεικτικά μόνο θ’ αναφέρουμε τις φυσικές καταστροφές, τις κοινωνικές αναταραχές κ.ο.κ. Οι κοινωνικές και πολιτικές δομές μεταβάλλονται με την εμφάνιση μικρότερων οικισμών. Η περίοδος αυτή παλαιότερα έφερε το όνομα «Σκοτεινοί αιώνες», λόγω τις έλλειψης στοιχείων, ωστόσο ο χαρακτηρισμός αυτός σταδιακά εγκαταλείπεται. Το ίδιο διάστημα συναντάμε και τον πρώτο ελληνικό αποικισμό (11ο-9ο αιώνα π.Χ.), με τα ελληνικά φύλα να κινούνται στην Κρήτη, στα παράλια της Μ. Ασίας, στα νησιά του Αιγαίου και τα Επτάνησα. Ο δεύτερος αποικισμός (8ος-6ος αιώνας π.Χ.) χαρακτηρίζεται από μια πιο οργανωμένη προσπάθεια από την πλευρά των οικιστών και είχε μεγαλύτερη έκταση τόση στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου, όσο και στον Εύξεινο Πόντο.
Πριν από τον 8ο αιώνα π.Χ. οι Έλληνες πήραν από τους Φοίνικες το σύστημα γραφής τους και το εξέλιξαν, έτσι ώστε ν’ ανταποκρίνεται στις ανάγκες τους, με αποτέλεσμα την εμφάνιση των διάφορων αρχαίων διαλέκτων. Αρχίζουν λοιπόν, οι καταγραφές του προφορικού λόγου και των ιστοριών, με τα έπη του Ομήρου να δίνουν στον ελληνισμό σήμερα μια παγκόσμια αναγνώριση.
Με την πάροδο του χρόνου δημιουργούνται νέα οικιστικά κέντρα και νέοι πολιτειακοί θεσμοί. Επίσης, εδραιώνεται το θρησκευτικό σύστημα, με το δωδεκάθεο, τα πανελλήνια και τοπικά ιερά.
Στους Αρχαϊκούς χρόνους (700-480 π.Χ.) η παρουσία των πόλεων-κρατών είναι χαρακτηριστική, με τις κατά τόπους βασιλείες, τυραννίδες και αριστοκρατίες να μην εκλείπουν. Στην Αθήνα οι μεταρρυθμίσεις των Σόλωνα και Κλεισθένη θέτουν τις βάσεις για την πολιτειακή δομή της πόλης, ενώ στη Σπάρτη αποδιδόταν στο Λυκούργο. Αλλαγές παρατηρούνται και στην τέχνη της περιόδου με την αγγειοπλαστική (μελανόμορφος και ερυθρόμορφος ρυθμός), γλυπτική (κούροι και κόρες) και αρχιτεκτονική (δωρικός και ιωνικός ρυθμός) να μας προσφέρουν εξαιρετικά δείγματα του πολιτισμού. Οι Μηδικοί πόλεμοι με τη σειρά τους σφράγισαν τα στρατιωτικά γεγονότα (ξεχωρίζουν οι μάχες του Μαραθώνα, των Θερμοπυλών, των Πλαταιών και η ναυμαχία της Σαλαμίνας) και αποτέλεσαν τη μετάβαση στην Κλασική εποχή (480-336 π.Χ.).
Το δημοκρατικό σύστημα γνώρισε μεγάλη άνθηση στην κλασική Αθήνα και διαδόθηκε σε άλλες περιοχές του ευρύτερου Μεσογειακού χώρου, με τον Περικλή να έχει συνδέσει άρρηκτα το όνομά του με αυτό. Στην κοινωνία της Κλασικής περιόδου επικρατεί ένα μεσαίο κοινωνικό στρώμα με ναυτικούς, εμπόρους και βιοτέχνες. Στον πολιτιστικό τομέα, η ακμή είναι διακριτή σε όλα, με το πλέον γνωστό παράδειγμα να είναι τα μνημεία της Ακρόπολης που δεσπόζουν έως σήμερα, ενώ και οι επιστήμες ακολουθούν τον ίδιο δρόμο. Ταυτόχρονα και οι Ολυμπιακοί αγώνες –που πραγματοποιούνταν ήδη από την προηγούμενη περίοδο- μας δείχνουν μια ακόμα έκφανση της τότε ζωής. Το γεγονός όμως που ταλάνισε μεγάλο μέρος αυτής της εποχής, είναι ο Πελοποννησιακός Πόλεμος, με τις προσπάθειες επικράτησης της Αθήνας και της Σπάρτης να δεσπόζουν.
Το πέρασμα στην Ελληνιστική εποχή (336-31 π.Χ.) γίνεται με την άνοδο του Αλεξάνδρου Γ΄ στο θρόνο της Μακεδονίας. Τώρα παρατηρούμε μια υποχώρηση της δυναμικής των πόλεων-κρατών και την άνοδο μεγάλων πόλεων (Αλεξάνδρεια, Πέργαμος κ.λπ.), ειδικά ύστερα από την επέκταση του Αλεξάνδρου στην Ανατολή στο προσκήνιο έρχεται πάλι ο θεσμός της βασιλείας, με τον ίδιο να ιδρύει μια αχανή αυτοκρατορία. Παράλληλα, επεκτείνεται και η ελληνική γλώσσα με μια απλοποιημένη μορφή, που σήμερα την ονομάζουμε «κοινή ελληνική», ενώ δίπλα από τις παραδόσεις των ντόπιων πληθυσμών εμφανίζονται και οι ελληνικές και έχουμε ένα πολιτιστικό αμάλγαμα. Με το θάνατο του Αλεξάνδρου, τα εδάφη διαμοιράστηκαν στους επονομαζόμενους διαδόχους του, δημιουργώντας τα αντίστοιχα ελληνιστικά βασίλεια.
Η κυριαρχία αυτών των βασιλείων διήρκεσε αρκετούς αιώνες, αλλά η αύξηση της Ρωμαϊκής ισχύος είχε ως αποτέλεσμα τη σταδιακή τους πτώση στα χέρια αυτής της αναπτυσσόμενης δύναμης. Στον ελλαδικό χώρο, η αρχή γίνεται με την κατάκτηση του βασιλείου της Μακεδονίας το 197 π.Χ. μετά από τη μάχη στις Κυνός Κεφαλές, με τις υπόλοιπες περιοχές να έπονται. Η Ρωμαϊκή κυριαρχία δεν επέφερε μεγάλες αλλαγές. Μπορεί ο ελληνισμός να ήταν υπό ξένη εξουσία, ωστόσο η προηγούμενη περίοδος, όπως είδαμε, εξάπλωσε την ελληνική γλώσσα που είχε ισχυρά ερείσματα στην Ανατολή και αυτό είναι εμφανές μέχρι τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες, με τη γλώσσα τον Ευαγγελίων να είναι τα ελληνικά.
Ο μετασχηματισμός της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας σε, αυτό που λέμε σήμερα, Βυζάντιο είναι μακρύς. Αρκετοί επιστήμονες τοποθετούν συμβατικά την αρχή του στην πρώτη πενηντακονταετία του 4ου αιώνα (324 ή 330 μ.Χ.), τότε συναντάμε τη μετατόπιση του κέντρου βάρους από τη Δύση στην Ανατολή. Μπορεί στους πρώτους αιώνες του Βυζαντίου η γλώσσα να ήταν τα λατινικά, όμως βαθμιαία αυτά υποχωρούν, με την αρχή να γίνεται επί Ιουστινιανού Α΄ με τη δημιουργία κάποιων νέων νόμων στα ελληνικά, ενώ ο Ηράκλειος τα καθιέρωσε ως επίσημη γλώσσα του κράτους. Επίσης, έθεσε τις βάσεις για δημιουργία του θεματικού συστήματος, που χώριζε διοικητικά και στρατιωτικά τα εδάφη της αυτοκρατορίας. Στα χίλια και πλέον χρόνια του Βυζαντίου πλάστηκε και η ορθόδοξη πίστη μέσα από τις Οικουμενικές Συνόδους, με την Αγία Σοφία στην Κωνσταντινούπολη να είναι ένα από τα λαμπρότερα δείγματα της βυζαντινής τέχνης και αρχιτεκτονικής.
Η ανάδυση των δυτικών και μουσουλμανικών δυνάμεων είχε ως αποτέλεσμα τη σταδιακή κατάκτηση περιοχών του Βυζαντίου. Το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα δυτικής κατάκτησης είναι η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης κατά τη Δ΄ Σταυροφορία το 1204 (η Πόλη επανακτήθηκε από το Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο το 1261). Αυτό το γεγονός ήταν η αρχή του τέλους του Βυζαντίου.
Η πτώση της Κωνσταντινούπολης στα χέρια του Μωάμεθ Β΄ Πορθητή το 1453 σηματοδοτεί συμβολικά το πέρασμα στην Οθωμανοκρατία. Λέμε συμβολικά διότι πολλές περιοχές είχαν καταληφθεί νωρίτερα ή αργότερα από τους Οθωμανούς. Σε αυτή την επίσης μακρά περίοδο, παρατηρούμε μια αδράνεια του ελληνικού στοιχείου τους πρώτους χρόνους, όμως σταδιακά αναπτύσσονται τόσο οι Έλληνες έμποροι και ναυτικοί, όσο και οι λόγιοι, πάντα κάτω από την οθωμανική κυριαρχία, με ότι αυτό συνεπάγεται.
Τα επαναστατικά κινήματα δεν έλειπαν καθ’ όλη αυτή τη διάρκεια, αλλά όπως φαίνεται οι προσπάθειες ευοδώθηκαν το 1821 και μετά από πολλούς αγώνες και δυσκολίες, ο ελληνισμός αναγεννήθηκε. Τώρα 200 χρόνια μετά από την έναρξη αυτών των αγώνων καλούμαστε να βρούμε αυτά που μας ενώνουν για να πάμε μπροστά και να αφήσουμε πίσω ό,τι μας χωρίζει.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Δημήτρης Πλάντζος, Ελληνική Τέχνη και Αρχαιολογία 1200-30 π.Χ., Εκδόσεις Κάπον 2016
- Claude Mosse, Annie Schnapp-Gourbeillon, Επίτομη Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας (2000-31 π.Χ.), μετάφραση Λύντια Στεφάνου, Εκδόσεις Δ.Ν. Παπαδήμα 2013
- Ulrich Wilcken, Αρχαία Ελληνική Ιστορία, μετάφραση Ιωάννης Τουλουμάκος, Εκδόσεις Δέσποινα Κυριακίδη 2015
- Αλέξιος Γ.Κ. Σαββίδης, Benjamin Hendrickx, Εισαγωγή στη Βυζαντινή Ιστορία (284-1461), Εκδόσεις Ηρόδοτος 2008
- Απόστολος Ε. Βακαλόπουλος, Νέα Ελληνική Ιστορία, από το 1204 έως τις αρχές του 21ου αιώνα, Εκδόσεις Ηρόδοτος 2020