Της Κατερίνας Φιλακούρη,
Ιστορία, ένα μάθημα το οποίο η πλειοψηφία απεχθάνεται στα σχολικά της χρόνια, αλλά ανακαλύπτει την αξία του στην ενήλικη ζωή. Πολλές φορές ακούμε: «Η Ιστορία επαναλαμβάνεται την πρώτη φορά σαν τραγωδία και τη δεύτερη φορά σαν φάρσα» (Μαρξ), «Η Ιστορία γράφεται από τους νικητές» (Βοναπάρτης) ή «Οι επαναστάτες είναι οι μηχανές της Ιστορίας» (Μαρξ). Το παρελθόν λειτουργεί σαν φάρος ώστε να μην πέσουμε σε ξηρά, θα πω εγώ. Σκοπός αυτού του άρθρου δεν είναι βεβαίως να αναδειχθεί η σημασία της Ιστορίας στις ζωές μας. Αποτελεί ένα μικρό λιθαράκι μαζί με πολλά άλλα αφιερώματα για τα 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821 για την Ανεξαρτησία. Με τι χρονιά, όμως, διάλεξε να συμπέσει η επέτειος αυτή; Δεν νομίζω να διαφωνήσει κανείς με το γεγονός ότι η έννοια της ελευθερίας έχει αποκτήσει μια νέα χροιά.
Σε πρώτο επίπεδο είχα επιλέξει να γράψω για δύο ταινίες σχετικές με την Επανάσταση, αλλά η μετριότητα της πρώτης (Ο Θεός αγαπάει το χαβιάρι, 2012), συγκριτικά με την υποκειμενική τελειότητα της δεύτερης (Η Δίκη των Δικαστών, 1974), με οδήγησε ν’ ασχοληθώ μόνο με την τελευταία. Όσοι έχουν δει και τις δύο θα καταλάβουν πως ήταν μονόδρομος! Πρόκειται για μια παραγωγή της Φίνος Φιλμ, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Πάνου Γλυκοφρύδη και με πρωταγωνιστή τον Νίκο Κούρκουλο. Παραδόξως, την είδα για πρώτη φορά μόλις πριν λίγες μέρες και αναρωτήθηκα για ποιον λόγο δεν παίζεται κάθε χρόνο και, αν παίζεται, γιατί δεν προβάλλεται σε μεγαλύτερη κλίμακα, όπως άλλες ταινίες της εποχής. Πρόκειται για ρητορική, όμως, ερώτηση, καθώς το θέμα που πραγματεύεται οριακά δεν το διδασκόμαστε ούτε στα σχολεία. Πιο συγκεκριμένα, έχει να κάνει με τη δίκη του Κολοκοτρώνη (Μάνος Κατράκης) και του Πλαπούτα με την κατηγορία -μεταξύ άλλων- της εσχάτης προδοσίας. Δήθεν σχεδίαζαν την ανατροπή του (ανήλικου τότε) Όθωνα και της Αντιβασιλείας. Μάλλον αμφίβολο, αν λάβουμε υπόψιν την παντελή έλλειψη αποδεικτικής διαδικασίας από μέρους του κατήγορου. Φαίνεται, όμως, πως ο Κολοκοτρώνης έπεσε θύμα των αντιπάλων του, κυρίως του Ι. Κωλέττη, αλλά και της Αντιβασιλείας, που είχε δυσανασχετήσει εξαιτίας της φιλοκαποδιστριακής και φιλορωσικής του θέσης.
Το δικαστήριο των δύο ηγετών της Επανάστασης αποτελείτο από τον πρόεδρο Αθανάσιο Πολυζωίδη (Ν. Κούρκουλος) και τους δικαστές Γ. Τερτσέτη (Νικηφόρος Νανέρης), Δ. Σούτσο, Α. Βούλγαρη και Φ. Φραγκούλη. Ο πρώτος ήταν πολέμιος του Κολοκοτρώνη και των οπαδών του, αυτό όμως δεν τον τύφλωσε, δεν εμπόδισε την εκπλήρωση του σοβαρού του έργου. Έδρασε με αντικειμενικότητα και νηφαλιότητα, καθώς ήταν πεπεισμένος για την αθωότητά τους. Ο Τερτσέτης, αν και θερμός υποστηρικτής του Βασιλέως, απέδειξε τη σαθρότητα της αποδεικτικής διαδικασίας. Ο σκηνοθέτης με έξυπνες αναδρομές μας γυρίζει στο σύντομο παρελθόν ώστε να γίνουμε κι εμείς μάρτυρες της προμελετημένης δίκης με πρωταγωνιστές τον «φιλέλληνα Εισαγγελέα/Επίτροπο» Μάσον (εντολοδόχο της Αντιβασιλείας) και μιας χούφτας ψευδομαρτύρων. Με λίγα λόγια, η πλειοψηφία των τριών -με την ευχή του Εισαγγελέα- καταδίκασε τον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα στην εσχάτη των ποινών, ενώ ο Πολυζωίδης και ο Τερτσέτης προέβαλαν σθεναρή αντίσταση, μην υπογράφοντας αυτή την απόφαση.
Ακολουθεί μια ντροπιαστική σκηνή για την ελληνική Δικαιοσύνη, με τον υπεύθυνο Υπουργό (Σπ. Καλογήρου) να διατάσσει τους δικαστές να υπογράψουν κι αυτούς να απαντούν: «Προτιμώ να μου κόψετε το χέρι» (Πολυζωίδης) και «Δεν θα με έχετε συνεργό στον φόνο δύο αθώων ανθρώπων» (Τερτσέτης). Εν συνεχεία, ο Υπουργός Σχινάς διατάσσει τους φύλακες να αναγκάσουν με τη βία και υπό την απειλή της ξιφολόγχης τους δύο «εν συνειδήσει ανυπάκουους» να τους ακολουθήσουν στην αίθουσα του δικαστηρίου για την ανάγνωση της απόφασης. «Η απόφαση είναι άδικη. Προσβάλλει την αλήθεια και την εξευτελίζει!». Πρόκειται για μια κινηματογραφικά πολύ δυνατή σκηνή, καθώς οι αντιρρησίες παλεύουν με νύχια και με δόντια προς υπεράσπιση τόσο του δικαίου όσο και της προσωπικής ηθικής τους, δίχως να βγάζουν ούτε μια κραυγή. Εν τέλει, η απόφαση αναγιγνώσκεται και ο Πολυζωίδης ανήμπορος πια κρύβει το πρόσωπό του ανάμεσα στις παλάμες του. Με το πέρας της διαδικασίας, όμως, κατηγορούμενοι πλέον δεν ήταν μόνο ο Κολοκοτρώνης και ο Πλαπούτας, αλλά και ο Πολυζωίδης και ο Τερτσέτης. Και οι τέσσερις αποδείχτηκαν «επαναστάτες», κάτι που φόβιζε την τότε εξουσία (ή και κάθε εξουσία;). Οι κατηγορίες των τελευταίων: «άρνηση υπηρεσίας και παραβίαση της εχεμύθειας περί την ψηφοφορία του δικαστηρίου».
Θα κλείσω με αποσπάσματα της απολογίας του Πολυζωίδη. Ήταν λόγος πύρινος, αιώνιος, διαχρονικός.
«...σήμερα έχω ό,τι δεν είχα ως Δικαστής. Ελευθερία. Ελευθερία να εκφράσω τη σκέψη μου… ο τόπος αυτός είναι σκληρός, το αίμα έχει κάνει το χώμα πέτρα, το κλίμα είναι ύπουλο, βαρύ. Είτε από ελονοσία, όπως ο Λόρδος Μπάιρον, είτε από πιστόλι και μαχαίρι θα πεθαίνουν οι ξένοι. Η Ελλάδα αργά ή γρήγορα ξερνά τα ξένα σώματα που πάνε να κολλήσουν πάνω της. Κι ας έχουν τις καλύτερες προθέσεις. Η έννοια του δικαίου είναι σχετική. Το δίκαιο για να είναι δίκαιο έχει ανάγκη από ιθαγένεια, από εθνισμό. Ποιος είναι ο εθνισμός σου Επίτροπε;
Ξέρεις να λες Ελλάδα στα ελληνικά. Μα τίποτα δεν νιώθεις απ’ ότι σπουδαίο, μεγάλο και αιώνιο κρύβει τούτη η λέξη στα σπλάχνα της. Δεν έχεις θέση στην ελληνική δικαιοσύνη Επίτροπε. Είσαι εκτός! Φύσει και θέσει… κάθε σπιθαμή που καταλαμβάνει αυτή τη στιγμή η ύπαρξή σου είναι του Κολοκοτρώνη Επίτροπε!… αλλά ποιος είσαι εσύ που θα του ζητήσεις να πληρώσει για τα σφάλματά του; Μα αυτός είναι η Ελλάδα, κύριε Μάσον…
Είστε υποκριταί γιατί λέτε ότι αγαπάτε την Ελλάδα, αλλά ζητάτε να αποκεφαλίσετε τους Έλληνες! Και τι Ελλάδα θα απομείνει χωρίς τους Έλληνες; Μήπως θέλετε να σφάξετε εμάς για να κατοικηθεί από εσάς; Ω, φιλέλληνες! Φως ζητήσαμε, σκοτάδι μας φέρατε! Έχετε μίσος για το γένος μας, που πάντα μέσα σ’ ολόκληρη την ιστορία του στάθηκε αντίθετο στους Τυράννους και την τυραννία. Γιατί, όντας τούτος ο τόπος πέρασμα για άλλες θάλασσες, για μεγάλα κέρδη και συμφέροντα, έχει το κακό ιδίωμα να κατοικείται από έναν δύσκολο, ατίθασο και υπερήφανο λαό. Πάσα διαφωνία μεταξύ Ελλήνων είναι διαφωνία μεταξύ Ηρώων».
Υστερόγραφο: Ο Πολυζωίδης και ο Τερτσέτης ήταν πραγματικά «ανυπάκουοι», απ’ αυτούς που εμφανίζονται λίγες φορές στο πέρασμα του χρόνου σαν διάττοντες αστέρες. Παρέμειναν αληθινοί στη συνείδησή τους, χωρίς να υποκύψουν σε πολιτικά φρονήματα και προσωπικά συμφέροντα.
Χρόνια πολλά στην Ελληνική Ψυχή!