Της Παναγιώτας Προβατά,
Το stealthing πρόκειται για μια σχετικά πρόσφατη, αρκετά διαδεδομένη μεταξύ των ανδρών πρακτική, που συνίσταται στη μη συναινετική αφαίρεση του προφυλακτικού κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής πράξης ή στην εκ των προτέρων αλλοίωση του προφυλακτικού, χωρίς τη γνώση της γυναίκας ή του άνδρα, όταν κανείς αναφέρεται σε ομοφυλοφιλικές σχέσεις. Παρά το γεγονός ότι στην συντριπτική πλειονότητα τους τα θύματα φαίνεται να είναι γυναίκες και ομοφυλόφιλοι άνδρες, τίποτα δεν αποκλείει θύμα του stealthing να αποτελέσει και άνδρας, πιο εύκολα μάλιστα με το δεύτερο τρόπο του stealthing ,δηλαδή την εκ των προτέρων αλλοίωση του προφυλακτικού από τη γυναίκα. Ας μην ξεχνάμε εξάλλου ότι πολλά από τα περιστατικά του stealthing δεν καταγράφονται και δεν παίρνουν διαστάσεις ,πράγμα που ενδεχομένως οφείλεται τόσο στην άγνοια περί της πρακτικής αυτής ,όσο και στην και στα ποικίλα εμπόδια που μπορεί να συναντάνε τα θύματα στην καταγγελία του περιστατικού. Το φαινόμενο αυτό αναμφισβήτητα μπορεί να λάβει νομικές προεκτάσεις, παρόλο που δεν τυποποιείται ρητά στο νόμο. Ο προβληματισμός στη συγκεκριμένη περίπτωση θα έγκειται στο κατά πόσο το stealthing μπορεί να υπαχθεί στο έγκλημα του βιασμού και πιο συγκεκριμένα στο άρθρο 336§4 του Ποινικού μας Κώδικα, όπου και αναφέρεται ότι όποιος, εκτός από τις περιπτώσεις της παραγράφου 1, (χρήση σωματικής βίας ή απειλής σοβαρού και άμεσου κινδύνου ζωής και σωματικής ακεραιότητας που εξαναγκάζουν το άλλο άτομο σε γενετήσια πράξη) επιχειρεί γενετήσια πράξη χωρίς τη συναίνεση του παθόντος, τιμωρείται με κάθειρξη έως 10 έτη. Εύλογα λοιπόν συνάγεται το συμπέρασμα ότι το stealthing θα μπορούσε να υπαχθεί στο 336§4, ειδικά στις περιπτώσεις που η συναίνεση στη σεξουαλική επαφή έχει δοθεί ρητά και αποκλειστικά επί τη βάση της χρήσης προφυλακτικού και επομένως όταν αφαιρείται το προφυλακτικό, παύει να υπάρχει η απαιτούμενη συναίνεση στη σεξουαλική συνεύρεση. Ακόμα όμως και αν υπάρχουν αμφιβολίες ως προς το αν πρέπει το stealthing να χαρακτηριστεί ως βιασμός, θα πρέπει πάντα να συμφωνήσουμε ότι είναι ένα έγκλημα που στρέφεται κατά της γενετήσιας ελευθερίας και αξιοπρέπειας, ενδεχομένως και κατά άλλων εννόμων αγαθών, για τους λόγους που θα αναλυθούν παρακάτω. Πέρα όμως από τις ποινικές ευθύνες που μπορεί να ανακύπτουν, σκόπιμο θα ήταν να αναζητήσουμε αν ανακύπτει ευθύνη και από πλευράς αστικού δικαίου, είτε άδικο πρακτικά, είτε ενδοσυμβατικά, ώστε να έχουμε μια πιο ολοκληρωμένη προστασία.
Το φαινόμενο αυτό έχει ήδη απασχολήσει τη θεωρία και τη νομολογία σε άλλες χώρες όπως την Αγγλία, τις ΗΠΑ και την Ελβετία, όπου και έχει πάρει αρκετά μεγάλες διαστάσεις. Μάλιστα, παρά το γεγονός ότι υπάρχουν ιστοσελίδες που δίνουν συμβουλές στα θύματα για το πως να προστατευθούν και να αποφύγουν το stealthing, υπάρχουν επίσης άλλες τόσες σελίδες που, θεωρώντας προφανώς το stealthing ως μια πρακτική καθόλα νόμιμη, συμβουλεύουν για το πως αυτό θα επιτευχθεί πιο εύκολα και εισφέρουν τακτικές ως προς αυτήν την κατεύθυνση(!) Πολλοί πιστεύουν ακράδαντα ότι έχουν κάθε δικαίωμα να αφαιρέσουν το προφυλακτικό, ακόμα και παρά την αντίθετη βούληση του θύματος. Μάλιστα σπεύδουν να αιτιολογήσουν την πεποίθηση τους αυτή στη βάση της μεγαλύτερης απόλαυσης κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής πράξης, ενώ παράλληλα υποστηρίζουν ότι είναι δικαίωμα του άνδρα να θέλει να ολοκληρώσει μέσα στο σώμα της γυναίκας, δικαίωμα προερχόμενο από τη φύση του άνδρα και το ανδρικό αναπαραγωγικό του ένστικτο. Πολλοί ακόμα υποστηρίζουν ότι δεν τους ενδιαφέρει καθόλου και ότι δεν έχει καμία σημασία η πρόκληση μιας ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης, καθώς γι’ αυτούς η γυναίκα είναι προορισμένη από τη φύση και από το Θεό να δημιουργεί απογόνους και πως αυτός είναι ο θεμελιώδης στόχος της σεξουαλικής επαφής. Αναμφίβολα όλα τα προαναφερθέντα πηγάζουν από πατριαρχικές αντιλήψεις και αποτελούν εκδήλωση της πεποίθησης ότι ο άνδρας υπερισχύει σε όλα έναντι μιας γυναίκας. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι το stealthing συνιστά μια μορφή έμφυλης βίας, αφού στερεί αυθαίρετα από τη γυναίκα το δικαίωμα αυτοκαθορισμού του σώματος της και καταπατά την αξιοπρέπεια της. Σε αυτό το σημείο αξίζει να γίνει αναφορά σε μια σημαντική δικαστική απόφαση του 2017, που το δικαστήριο της Λωζάννης θεωρώντας το stealthing ως πράξη βιασμού, καταδίκασε τον κατηγορούμενο 47χρονο Γάλλο με ποινή φυλάκισης ενός έτους με αναστολή. Εν προκειμένω, όταν το θύμα διαπίστωσε ότι ο δράστης δε χρησιμοποίησε το προφυλακτικό κατά τη σεξουαλική επαφή, απαίτησε από τον τελευταίο να υποβληθεί σε εξέταση για τον ιό HIV,συναντώντας ωστόσο την άρνηση του. Η ίδια έλαβε προληπτικά θεραπευτική αγωγή, μέχρι που διαπιστώθηκε ότι δεν υφίστατο θέμα μόλυνσης.Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι ξέχασε να χρησιμοποιήσει το προφυλακτικό απορρίφθηκε από το δικαστήριο, το οποίο δέχθηκε ότι η γυναίκα δε θα συναινούσε στη σεξουαλική επαφή αν ήξερε ότι αυτή θα πραγματοποιηθεί χωρίς τη χρήση προφυλακτικού. Ωστόσο η αντιμετώπιση του stealthing στις περισσότερες χώρες προβληματίζει τους νομοθέτες, καθώς ο βιασμός ορίζεται με τη χρήση βίας ή απειλής στοιχεία που απουσιάζουν από την περίπτωση του stealthing.
Αναζητώντας τις δυνατότητες δικαστικής προστασίας του θύματος, χρειάζεται πρώτα να ερευνήσουμε περαιτέρω γιατί η μη συναινετική αφαίρεση του προφυλακτικού καταργεί αυτομάτως τη συναίνεση που είχε δοθεί αρχικά στη σεξουαλική πράξη. Το θύμα στην περίπτωση του stealthing συναινεί στη διείσδυση μόνο με τη χρήση προφυλακτικού, με αποτέλεσμα έτσι να αποκλείεται ολικά η διείσδυση χωρίς τη χρήση αυτού. Η συναίνεση αυτή δίνεται για τη συγκεκριμένη μορφή διείσδυσης και δεν καλύπτει σε καμία περίπτωση και την σεξουαλική επαφή με διείσδυση χωρίς προφυλακτικό, για την οποία θα πρέπει κανονικά να δοθεί ξεχωριστή συναίνεση, γιατί πρόκειται για πράξη διάφορη ως προς τους κινδύνους που μπορεί να ενέχει και το προβλήματα που μπορεί να προκαλέσει. Επομένως για να επιτευχθεί καταδίκη του δράστη, αν μη τι άλλο για βιασμό, το δικαστήριο θα πρέπει να πεισθεί με τον ισχυρισμό ότι η σεξουαλική επαφή αλλάζει ριζικά και αμετάκλητα με την αφαίρεση του προφυλακτικού, με αποτέλεσμα να διαμορφώνονται νέοι όροι, ως προς τους οποίους χρειάζεται νέα συναίνεση, αφού η προηγειθείσα συναίνεση απολέσθηκε και εξέλειψε με την αφαίρεση του προφυλακτικού. Άλλος λόγος που συνηγορεί στην τιμώρηση του stealthing, είναι εύλογα ο κίνδυνος πρόκλησης ή ακόμα χειρότερα η μετάδοση σεξουαλικώς μεταδιδόμενων νοσημάτων και η κίνδυνος πρόκλησης μιας ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης. Στο πλαίσιο της σεξουαλικής επαφής χωρίς προφυλακτικό, σίγουρα και οι δύο σύντροφοι αναλαμβάνουν με ευθύνη τους τον κίνδυνο μετάδοσης κάποιου σεξουαλικώς μεταδιδόμενου νοσήματος ή τον κίνδυνο πρόκλησης μια ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης. Όταν όμως ο ένας έχει εκφράσει σαφώς την επιθυμία του να χρησιμοποιηθεί προφυλακτικό για να προστατευθεί από τους παραπάνω κινδύνους και παρόλα αυτά ο άλλος σύντροφος αφαιρεί το προφυλακτικό εν αγνοία του, δεν μπορούμε να μιλήσουμε πλέον για αμφιμερή ανάληψη του κινδύνου, αφού ο ένας σύντροφος δε γνωρίζει σε καμία περίπτωση ότι αναλαμβάνει κάποιο ρίσκο. Το ρίσκο το αναλαμβάνει εν γνώσει του αυτός που αφαιρεί το προφυλακτικό, αποδεχόμενος ταυτόχρονα την πραγμάτωση των παραπάνω κινδύνων. Έχει επομένως τουλάχιστον ενδεχόμενο δόλο ως προς την πραγμάτωση του κινδύνου, αφού αποδέχεται ως πιθανή τη μετάδοση ενός νοσήματος ή την πρόκληση της ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης, η επέλευση του κινδύνου εξαρτάται πλέον αποκλειστικά από τη δράση του. Επιπλέον και σε αυτή την περίπτωση οι όροι αλλάζουν ριζικά, αφού συμφωνήθηκε εξ’ αρχής η αποφυγή κινδύνων μέσω της χρήσης προφυλακτικού, όποτε η αφαίρεση του απαιτεί πλέον νέα συναίνεση που να ανταποκρίνεται στους όρους που δημιουργήθηκαν. Με βάση τα προαναφερθέντα λοιπόν δε θα ήταν αδύνατο να υπάρχει βιασμός του 336§4 που στρέφεται κατά της γενετήσιας ελευθερίας σε συρροή κάποια σωματική βλάβη, όπως την επικίνδυνη(ΠΚ 309) και κυρίως τη βαριά σωματική βλάβη (ΠΚ 310) εφόσον στην περίπτωση της τελευταίας πράγματι μεταδοθεί ένα μακροχρόνιο νόσημα, όπως ο ιός HIV, που επηρεάζει σημαντικά την υγεία του θύματος. Σχετικά με την επικίνδυνη σωματική βλάβη αξίζει να σημειωθεί ότι πρόκειται για έγκλημα συγκεκριμένης διακινδύνευσης, πράγμα που σημαίνει ότι ο κίνδυνος είναι στοιχείο του εγκλήματος. Εν προκειμένω δε χρειάζεται να μεταδοθεί το νόσημα για να είναι αξιόποινος ο δράστης, αλλά αρκεί να υπάρχει ο κίνδυνος μετάδοσης βάσει των περιστάσεων και των συνθηκών.
Σχετικά με την πρόκληση ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης δεν θα μπορούσαν ωστόσο να ειπωθούν τα ίδια πράγματα καθώς η πρόκληση εγκυμοσύνης δεν μπορεί να θεωρηθεί αξιόποινη σε καμία περίπτωση. Αυτό που θα πρέπει να εξεταστεί όμως είναι ότι παραβιάζεται η αναπαραγωγική και η γενετήσια ελευθερία της γυναίκας, ως ειδικότερες εκφάνσεις της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 5§1 του Συντάγματος. Επομένως η ευθύνη θα αναζητηθεί μόνο στη βάση του ΠΚ 336§4, κατά αποκλεισμό της ευθύνης για σωματικές βλάβες. Αξιοσημείωτο είναι ωστόσο ότι αν το stealthing θεωρηθεί ως βιασμός και εφόσον δεν έχουν συμπληρωθεί 19 εβδομάδες εγκυμοσύνης ,μπορεί να εφαρμοστεί το άρθρο 304§4 εδάφιο β’ του Ποινικού Κώδικα, περίπτωση κατά την οποία επιτρέπεται η τεχνητή διακοπή της εγκυμοσύνης. Ούτε από πλευράς αδικοπρακτικής ευθύνης, αν μιλήσουμε για το αστικό δίκαιο, μπορεί να υπάρξει αποζημίωση για μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη. Αυτή η δυνατότητα ενδεχομένως θα υπάρχει μόνο στις περιπτώσεις wrongful birth, περιπτώσεις ευθύνης του γιατρού για σφάλμα διάγνωσης του κατά τον προγεννητικό έλεγχο, όταν ο τελευταίος δηλαδή δε διέγνωσε την παθογένεια του εμβρύου ή διαβεβαίωσε ότι το έμβρυο δεν έχει κανένα απολύτως πρόβλημα στερώντας έτσι τη δυνατότητα στο ζευγάρι να προβεί σε διακοπή της εγκυμοσύνης και το δικαίωμα άσκησης της αναπαραγωγική τους ελευθερίας. Πρόκειται δηλαδή για μια ιδιαίτερη περίπτωση ιατρικής αμέλειας. Αδικοπρακτική ευθύνη του άρθρου 914 του Αστικού Κώδικα μπορεί να θεμελιωθεί όμως στην περίπτωση μετάδοσης ενός σεξουαλικώς μεταδιδόμενου νοσήματος, όπου το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, η οποία μεταξύ άλλων περιλαμβάνει και τη βλάβη της υγείας του παθόντος.
Ενδοσυμβατικά θα μπορούσαμε ίσως να πούμε ότι η σεξουαλική πράξη πρόκειται για μια άτυπη συμφωνία, στην οποία υπάρχει αμοιβαιότητα και τα μέρη οφείλουν να σέβονται τις επιθυμίες του καθενός, μέσα στις οποίες συγκαταλέγεται και η χρήση προφυλακτικού. Δύσκολα όμως θα μπορούσε να ευδοκιμήσει αυτή η θεωρία στα δικαστήρια, καθώς η σεξουαλική επαφή πρόκειται για κάτι ευρύτερο από μια σύμβαση, πρόκειται για μια φυσική ανάγκη που δε θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως σύμβαση. Επομένως σώφρον και σκόπιμο κρίνεται να ανατρέξουμε σε όλους τους άλλους λόγους ευθύνης που αναφέρθηκαν. Ωστόσο γυναίκες και άντρες, που είχαν υποστεί το stealthing, όταν ρωτήθηκαν για αυτό δεν μπορούσαν να μιλήσουν με απόλυτη σιγουριά για το αν ήταν βιασμός, άλλα τόνιζαν σε κάθε περίπτωση ότι ένιωσαν να καταπατώνται κατάφωρα τα δικαιώματα τους, να παραβιάζεται η κατά κάποιον τρόπο συμφωνία που είχαν «συνάψει» με το άλλο άτομο και να διαψεύδεται και να γκρεμίζεται η εμπιστοσύνη που είχαν στο άλλο πρόσωπο. Όλα αυτά είναι εύλογα καθώς το άτομο που αφαίρεσε το προφυλακτικό πέρα από τους κινδύνους που μπορούσε να προκαλέσει, επέδειξε μια ισχυρότατη αλαζονεία, εγωισμό και αδιαφορία για τη θέληση του άλλου ατόμου, καταπάτησε το δικαίωμα στη συναίνεση του, προσβάλλοντας έτσι την ελευθερία του και διακινδυνεύοντας την υγεία του. Ανεξάρτητα επομένως από το αν πρέπει να υπάρξουν ποινικές ή αστικές ευθύνες, χρειάζεται σε κάθε περίπτωση να θεωρήσουμε το stealthing ως μια ανήθικη και βαριά αντικοινωνική συμπεριφορά και ως τέτοιο να το καταδικάζουμε, παρέχοντας παράλληλα την κατάλληλη και επαρκή ενημέρωση για το φαινόμενο αυτό, με στόχο την εξάλειψη του.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- ‘Rape-Adjacent’: Imagining Legal Responses to Nonconsensual Condom Removal, Columbia Journal of Gender and Law, Vol. 32, No. 2, 2017, διαθέσιμο εδώ
- Ελβετία: Καταδίκη για βιασμό λόγω μη χρήσης προφυλακτικού, από: theartofcrime.gr, διαθέσιμο εδώ
- Is Stealthing a Sex Crime?, άρθρο της Judith Levine, διαθέσιμο εδώ