15.4 C
Athens
Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΚατάδεσμοι: Oι κατάρες στον ελληνορωμαϊκό κόσμο

Κατάδεσμοι: Oι κατάρες στον ελληνορωμαϊκό κόσμο


Του Κωνσταντίνου Βασιλείου,

Η ακτινοβολία της κλασικής αρχαιότητας έχει αφήσει έκδηλο το στίγμα της έως και τις μέρες μας. Τα κατορθώματα του υλικού πολιτισμού ακολουθούσαν τα αντίστοιχα του πνεύματος. Η πρόοδος των επιστημών συνέβαλε τα μέγιστα στον εξορθολογισμό του ανθρώπινου βίου και στην εξάλειψη πολλών προκαταλήψεων. Ο άνθρωπος πλέον δεν ήταν έρμαιο των στοιχείων της φύσης, αντίθετα μπορούσε να τα παρατηρήσει, να τα μελετήσει και σε κάποιες περιπτώσεις μπορούσε να παρέμβει σε αυτά, προς όφελός του. Ωστόσο, ακόμα και αυτές οι, κατά γενική ομολογία, «πεφωτισμένες» κοινωνίες διέπονταν από ένα μεγάλο αριθμό δεισιδαιμονιών. Όπως είναι ήδη ευρέως γνωστό, κυρίαρχη θρησκεία της κλασική αρχαιότητας αποτελούσε το ελληνικό δωδεκάθεο, το οποίο και υιοθετήθηκε μετέπειτα από τους Ρωμαίους, με τις αντίστοιχες λατινικές ονομασίες του.

Στον ελλαδικό χώρο υπήρχαν πολλά σπουδαία ιερά, στα οποία οι πιστοί συνέρρεαν με σκοπό να τελέσουν τη λατρεία τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το ιερό του Ασκληπιού, στην Επίδαυρο, που δεχόταν πλήθος πιστών, οι οποίοι αφιέρωναν στο θεό-ιατρό διάφορα τάματα. Τα τάματα αυτά αποτελούσαν πήλινα ομοιώματα μελών του ανθρώπινου σώματος, μέσω των οποίων οι πιστοί αποσκοπούσαν στο να παρακαλέσουν τον Ασκληπιό να θεραπεύσει εκείνους ή κάποια κοντινά τους άτομα. Εκτός, όμως, από θρησκευτικές τελετές που αφορούσαν την ίαση, δεν έλειπαν και εκείνες που είχαν ως σκοπό να διαβάλλουν κάποιον ή κάποιους ανθρώπους.

Κατάδεσμοι (defixiones στα λατινικά) ονομάζονται όλα εκείνα τα χειρόγραφα κείμενα, ιδιωτικού χαρακτήρα, τα οποία περιείχαν διάφορες κατάρες. Συνήθως αποτυπώνονταν σε μολύβδινα ελάσματα. Ο μόλυβδος αποτελεί ανθεκτικό υλικό, ως ευτελές μέταλλο, που είναι εύκολο να διπλωθεί σε μορφή ελάσματος. Εξάλλου, το γκρίζο, το χρώμα του μόλυβδου, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, αποτελεί το χρώμα που συμβολίζει το θάνατο. Ο ίδιος ο μόλυβδος, εξαιτίας της ευρείας χρήσης του στους κατάδεσμους, μετατράπηκε σε σύμβολο κακοτυχίας και του αποδόθηκαν μαγικές ιδιότητες. Πολύ πιο σπάνιες ήταν οι περιπτώσεις να βρεθούν κατάδεσμοι πάνω σε άλλα υλικά, όπως ο ορείχαλκος, ο πηλός, οι ημιπολύτιμοι λίθοι, ο κασσίτερος, το χρυσάφι ή ο πάπυρος, ο οποίος ήταν αδύνατο να διατηρηθεί λόγω του ελληνικού κλίματος. Εκτός από μολύβδινα ελάσματα, σε κάποιες περιπτώσεις κατασκευάζονταν και ειδώλια, τα οποία έμοιαζαν με το πρόσωπο που θα γινόταν ο αποδέκτης της κατάρας, στα πρότυπα εκείνου το οποίο ονομάζουμε σήμερα «βουντού». Ο αριθμός των κατάδεσμων που έχει φέρει στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη είναι μεγάλος και ανέρχεται σε αρκετές εκατοντάδες. Το παλαιότερο χρονολογικά τέτοιου είδους εύρημα θεωρείται ότι βρέθηκε στο Σελινούντα, αποικία των αρχαίων Ελλήνων στη Σικελία, και χρονολογείται κατά το β΄ μισό του 6ου π.Χ. αιώνα.

Πήλινο γυναικείο ειδώλιο καταδεσμού από την Αντινοόπολις της Αιγύπτου. Πηγή: Bailliot και Symmons 2012, 256

Κατάδεσμοι εμφανίζονται, σε μεγάλη συχνότητα, καθ’ όλη τη διάρκεια των κλασικών, των ελληνιστικών, αλλά και των ρωμαϊκών χρόνων, φτάνοντας κι έως τα πρώτα παλαιοχριστιανικά χρόνια. Η χρήση τους γίνεται από όλα τα κοινωνικά στρώματα, διαφορετικών ηλικιών και φύλων, ενώ θεωρείται παράνομη και μη θεσμοθετημένη πράξη. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι στα ρωμαϊκά χρόνια οι κατάδεσμοι φτάνουν μέχρι και την Αγγλία, ακόμα και την Αφρική, ενώ παρατηρείται μια προσπάθεια συστηματοποίησης, με τους λεγόμενους «ειδήμονες» να αναλαμβάνουν να συντάξουν τις κατάρες, έναντι φυσικά χρηματικού αντίτιμου. Οι κατάρες ήταν γραμμένες στα ελληνικά και στη συνέχεια στα λατινικά, ενώ πολλές φορές παρατηρείται συνδυασμός αυτών των δύο, αλλά και της χρήσης ανάποδης γραφής και διάφορων μαγικών λέξεων (voces magicae). Πολλές φορές, ένα μέρος του κειμένου ή και σχεδόν ολόκληρο, δε διακατεχόταν από νοηματική συνάφεια, γεγονός που αποσκοπούσε στο να δώσει στον κατάδεσμο ένα τόνο μυστικισμού, δημιουργώντας ένα γλωσσικό κώδικα, κατανοητό μόνο από τις θεότητες στις οποίες γινόταν η επίκληση. Οι θεότητες αυτές ήταν κυρίως Χθόνιες, όπως η Γη, ο Χάρων, ο Πλούτωνας, η Περσεφόνη, η Εκάτη, ο Ερμής Ψυχοπομπός, δαίμονες του Κάτω Κόσμου, αλλά και κάποιες από το αιγυπτιακό πάνθεον (Ίσις, Όσιρης, Σήθ κ.τ.λ.), σε ακραίες περιπτώσεις ακόμα και ο Γιαχβέ, ο μοναδικός θεός των Εβραίων.

Μολύβδινο έλασμα κατάδεσμου από την Καρχηδόνα (Τυνησία), στο οποίο παρουσιάζεται θύμα ξορκιού με τα χέρια και τα πόδια του δεμένα. Πηγή: Bailliot και Symmons 2012, 257.

Από ετυμολογικής άποψης, ο όρος «κατάδεσμος» προέρχεται από τη λέξη δένω. Το γεγονός αυτό οφείλεται στο ότι γινόταν η προσπάθεια να βρεθεί ο δέκτης της κατάρας δέσμιός της, χωρίς να μπορεί να ξεφύγει με κανέναν τρόπο από αυτήν. Οι κατάδεσμοι, αναλόγως του σκοπού τους, διακρίνονται σε πολλές κατηγορίες: σε ερωτικούς (defixiones amatoriae), σε δικανικούς (defixiones judiciariae), σε αγωνιστικούς (defixiones agonisticae), σε εκείνους εναντίον επαγγελματικών αντιπάλων, αλλά και εναντίον συκοφαντών και κλεφτών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αγωνιστικού κατάδεσμου αποτελεί η περίπτωση του Πέλοπα, ο οποίος, σύμφωνα με τη μυθολογία (Πίνδαρος, Ὀλυμπιόνικος 1.75-78), κατά τη διάρκεια αρματοδρομίας με έπαθλο την Ιπποδάμεια, θα ζητήσει από το Δία όχι μόνο τη νίκη του, αλλά και την αποδυνάμωση του αντίπαλού του, Οινομάου. Η μυθολογική αυτή σκηνή αποτυπώνεται με εξαιρετικό τρόπο στα ανάγλυφα του ανατολικού αετώματος του ναού του Διός, στο Ιερό της Ολυμπίας.

Για να εξασφαλιστεί η επιτυχία της κατάρας, οι κατάδεσμοι έπρεπε να τοποθετούνται σε σημεία, τα οποία θα ήταν πιο εύκολο να φτάσουν στον Κάτω Κόσμο. Ως εκ τούτου, λαμβάνοντας υπόψη και τα αρχαιολογικά ευρήματα, τέτοια μέρη ήταν κυρίως τα ιερά των Χθόνιων θεοτήτων (π.χ. ιερά της Δήμητρας), οι πηγές, τα πηγάδια, ενώ συχνό ήταν και το φαινόμενο απόθεσης σε τάφους νεκρών, που πέθαιναν από πρόωρο ή βίαιο θάνατο, καθώς κυριαρχούσε η άποψη ότι οι ταλαιπωρημένες ψυχές των νεκρών θα ταλαιπωρούσαν πιο εύκολα τους αποδέκτες της κατάρας. Στις περισσότερες περιπτώσεις, βασικός σκοπός της κατάρας ήταν να καθηλώσει και να παραλύσει το άτομο, προκαλώντας δηλαδή τον πρόωρο θάνατό του, πριν τον ακολουθήσει ο βιολογικός, ως θεϊκή τιμωρία για κάποιο έγκλημα ή αδικία που είχε ή ετοιμαζόταν να διαπράξει. Για να δοθεί έμφαση, πολλές φορές τρυπούσαν με καρφιά τα μολύβδινα ελάσματα και ειδώλια.

Μολύβδινο έλασμα κατάδεσμου από τη Μοργαντίνα της Σικελίας (1ος αιώνας π.Χ.). Πηγή: Guarducci 2019, 375.

Σε γενικές γραμμές, οι κατάδεσμοι και εν γένει οι κατάρες, αποτελούν ένα ιδιαίτερο και ασυνήθιστο αντικείμενο μελέτης, το οποίο, όμως, είναι ικανό να προσφέρει στην επιστημονική κοινότητα σπουδαίες πληροφορίες όσον αφορά τις ελληνορωμαϊκές κοινωνίες. Δίνουν φως σε κάποιες αθέατες πτυχές της κλασικής αρχαιότητας, που αφορούν τον καθημερινό βίο, την ανθρώπινη διάδραση, το μυστικισμό, αλλά και την ύπαρξη δεισιδαιμονιών και μεταθανάτιων δοξασιών.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Ανεζίρη, Σοφία, 2018. Επιμ. Ανθολόγιο. Επιλογή επιγραφών και Παπύρων της Ελληνιστικής και Ρωμαϊκής Περιόδου. Κείμενα. Μετάφραση. Σχολιασμός. Αθήνα, Ιανουάριος, Εκδόσεις Πατάκη.
  • Bailliot, Magali και Robert Symmons, 2012. «Note from the Roman Palace at Fishbourne (Sussex): A Roman Magic Lead Figurine?». Society for the Promotion of Roman Studies. Britannia, Τεύχος 43, σελ. 249-260. Society for the Promotion of Roman Studies
  • Guarducci, Margherita, 2019. Η ελληνική επιγραφική. Από τις απαρχές ως την Ύστερη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορική Περίοδο. Β΄ έκδοση, Αθήνα, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης.
  • Murano, Francesca, 2012. «The Oscan Cursing Tablets: Binding Formulae, Cursing Typologies and Thematic Classification». The American Journal of Philology. Τεύχος 133, Νο. 4, σελ. 629-655. The Johns Hopkins University Press.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Κωνσταντίνος Βασιλείου
Κωνσταντίνος Βασιλείου
Γεννήθηκε το 1998 και μεγάλωσε στο Περιστέρι. Είναι φοιτητής του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, με κατεύθυνση Αρχαιολογίας. Μιλάει την αγγλική και διδάσκεται την κινεζική γλώσσα. Πάθος του ο αθλητισμός και τα ταξίδια.