Της Χριστίνας Σονούντα,
Τα τελευταία χρόνια ένα ζήτημα που απασχολεί ιδιαίτερα την κοινωνία είναι η εφηβική εγκληματικότητα. Η εγκληματικότητα στην εφηβεία εμφανίζεται συνήθως σε περιοχές κοινωνικά ανοργάνωτες και αποστερημένες, όπου υπάρχουν συμμορίες εφήβων, ωστόσο δεν ακολουθούν όλοι τον δρόμο της παρανομίας. Αντιθέτως και μάλιστα με αυξανόμενο ρυθμό, βλέπουμε συχνά εφήβους από εύπορες αστικές περιοχές να παίρνουν μέρος σε εγκληματικές πράξεις. Ένα βασικό ερώτημα που απασχολεί την κοινωνία και πιο πολύ τους γονείς είναι: «Τι είναι αυτό που ξεχωρίζει τον νέο που επιλέγει να γίνει εγκληματίας από τον νέο που επιλέγει να μην γίνει;».
Όπως αναφέρει ο συγγραφέας του βιβλίου Η εφηβική ηλικία, John Gorger, οι περισσότεροι έφηβοι εγκληματίες είναι κατά βάση αυτοκαταστροφικοί, οργισμένοι, παρορμητικοί, προκλητικοί, καχύποπτοι για την εξουσία και μνησίκακοι. Ακόμη, έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση και διακατέχονται από αισθήματα προσωπικής ανεπάρκειας, καθώς και συναισθηματικής και κοινωνικής απόρριψης. Παρατηρείται, επίσης, ότι έχουν θράσος, όμως αυτό αποδεικνύει ότι κάτω από την επιφάνεια αυτή κρύβεται μία κακή γνώμη που έχουν σχηματίσει για τον εαυτό τους. Επιπλέον, στους έφηβους υπάρχουν συμπεριφορές που χαρακτηρίζονται από τη χρήση βίας, τη σεξουαλική απερισκεψία και τη χρήση ναρκωτικών, οι οποίες προκαλούν ανησυχίες. Τα παραπάνω μπορούν να προκαλέσουν δυσάρεστες συνέπειες με απρόβλεπτες προεκτάσεις, επηρεάζοντας μόνιμα και τη μετέπειτα ζωή τους. Αν και είναι εμφανές ότι οι επιδράσεις των συνομηλίκων και γενικά το αντίξοο κοινωνικό περιβάλλον συμβάλλουν στην εφηβική εγκληματικότητα, ο ρόλος των γονέων, των δασκάλων, αλλά και του σχολείου είναι εξίσου καθοριστικός.
Τι συμβαίνει, όμως, όταν παρατηρείται μια τέτοια συμπεριφορά; Οι πρώτες μέθοδοι πειθαρχίας που επιβάλλονται στους παρεκκλίνοντες εφήβους από τους γονείς τους μπορούν να χαρακτηριστούν χλιαρές, σποραδικές ή ιδιαίτερα αυστηρές και περιορίζονται σε σωματική τιμωρία, χωρίς τη λογική εξέταση της κακής συμπεριφοράς των παιδιών τους, δηλαδή χωρίς άμεση επαφή με το παιδί και την ανάπτυξη διαλόγου. Απόρροια των παραπάνω είναι ότι ανάμεσα στους έφηβους εγκληματίες και τους γονείς τους διακρίνεται αμοιβαία εχθρότητα, έλλειψη οικογενειακής συνοχής και γονική απόρριψη, αδιαφορία, διαφωνία ή απάθεια.
Τι πρέπει να κάνουν οι γονείς, αν παρατηρήσουν κάποια αλλαγή; Η εγκληματική ή παράξενη συμπεριφορά των παιδιών δεν πρέπει να αγνοείται! Μια ουσιαστική συζήτηση ανάμεσα στον γονιό και το παιδί μέσα σε ήρεμη ατμόσφαιρα μπορεί συχνά να συμβάλει θετικά, ιδιαίτερα αν η σχέση μεταξύ τους βασίζεται σε αμοιβαία εμπιστοσύνη, αγάπη και σεβασμό. Όταν μια τέτοια επικοινωνία δεν υφίσταται, όταν οι συναισθηματικές διαταραχές οδηγούν σε κακή συμπεριφορά του νέου και με σοβαρά αδικήματα, θα πρέπει οπωσδήποτε να αναζητηθεί βοήθεια και από τους ειδικούς.
Επίσης, είναι εξαιρετικά σημαντικό να τονιστεί πως δεν έχει σημασία μόνο το τι λένε οι γονείς στους έφηβους αναφορικά με τη χρήση βίας στη ζωή τους, αλλά και το να μεταφέρουν οι ίδιοι το συγκεκριμένο μήνυμα διαμέσου των πράξεών τους. Έτσι, εάν οι γονείς δείξουν με τις δικές τους πράξεις ότι η βία δεν είναι αποδεκτό μέσο στην κοινωνία για επίλυση διαφορών, τότε οι πιθανότητες χρήσης βίας στη συμπεριφορά τους μειώνονται ουσιαστικά. Σε μια ενδιαφέρουσα έρευνα που έγινε στο πανεπιστήμιο της Μινεσότα, στην οποία μελετήθηκαν 134 έφηβοι ηλικίας 10 έως 15 ετών, διαπιστώθηκε πως οι έφηβοι επηρεάζονται περισσότερο από τη συμπεριφορά των γονιών τους, παρά από τα λόγια τους.
Ακόμη, το παιδί ενός υπεύθυνου γονιού, ο οποίος ενδιαφέρεται ουσιαστικά, το συμβουλεύει και του δίνει τα σωστά πρότυπα, ενθαρρύνoντας τη σταδιακή ανάπτυξη της ανεξαρτησίας και αυτάρκειάς του και απαιτώντας παράλληλα υπεύθυνη και παραδεκτή συμπεριφορά, έχει ελάχιστες πιθανότητες να γίνει εγκληματίας σε σχέση με το παιδί ενός αυταρχικού, απορριπτικού, υπερβολικά ελαστικού ή αδιάφορου γονιού. Ταυτόχρονα, εξαιρετικά κρίσιμος είναι και ο ρόλος του σχολείου, αφού, αν οι καθηγητές του παιδιού παρατηρήσουν κάποια αλλαγή, πρέπει να ενημερώσουν τους γονείς σύντομα ώστε να ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα.
Επιπλέον, οι βίαιες σκηνές που μπορεί να παρακολουθήσει ένα αγόρι ή κορίτσι κατά την παιδική ή εφηβική ηλικία επηρεάζουν και διαμορφώνουν τον χαρακτήρα του και το προδιαθέτουν για βίαιη ή εγκληματική συμπεριφορά. Η απόρριψη της βίας από τους γονείς προστατεύει τους εφήβους και μειώνει τις πιθανότητες εμπλοκής τους σε συγκρουσιακές διαμάχες που χαρακτηρίζονται από βίαιες συμπεριφορές με άλλους νέους. Τέλος, έχει βρεθεί πως η σωματική τιμωρία, που επιβάλλουν πολλοί γονείς στα παιδιά τους, αυξάνει σημαντικά τις πιθανότητες εκδήλωσης βίαιης συμπεριφοράς από αυτά, καθώς και το ενδεχόμενο το ίδιο το παιδί τους να καταστεί θύμα βίας.
Οι γονείς πρέπει να θυμούνται πάντα ότι για σοβαρά θέματα που επηρεάζουν τους έφηβους είναι επιτακτικό να επικοινωνούν με τα παιδιά τους και να μεταδίδουν τα σωστά μηνύματα όχι μόνο λεκτικά, αλλά και με τις πράξεις τους διαχρονικά. Άλλωστε, έρευνες έδειξαν πως οι γονείς που έχουν καλές και στενές σχέσεις επικοινωνίας με τα παιδιά τους είναι σε θέση να τα επηρεάζουν στην επιλογή των φίλων τους. Με αυτόν τον τρόπο μπορούν να συμβάλουν στο να έχουν τα παιδιά τους φίλους που δεν χαρακτηρίζονται από επιθετικό ή βίαιο χαρακτήρα.
Καταληκτικά, η αποφυγή χρήσης βίας τα προστατεύει από το να γίνουν τα ίδια θύματα βίας. Οι ίδιοι οι γονείς θα ήταν σημαντικό να παραδειγματίζουν τα παιδιά τους ώστε, σε περιπτώσεις που προκύπτουν συγκρουσιακές καταστάσεις, να χρησιμοποιούν μη βίαιους τρόπους. Άλλωστε, οι πράξεις τους μιλούν δυνατότερα από τα λόγια τους.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- J. Hill & B. Maughan, (2013) Διαταραχές Διαγωγής στην Παιδική και Εφηβική Ηλικία, Παρισιανού.
- Ε. Αβδελά (2013), “Νέοι εν κινδύνω”: επιτήρηση, αναμόρφωση και δικαιοσύνη μετά τον πόλεμο, ΠΟΛΙΣ.
- Γασπαρινάτου Μ. (2020), Νεανική Παραβατικότητα & Αντεγκληματική Πολιτική, Νομική Βιβλιοθήκη.
- Φαρσεδάκης Ι. (2005), Παραβατικότητα & Κοινωνικός Έλεγχος των Ανηλίκων, Νομική Βιβλιοθήκη