Της Δανάης Λυπιρίδη,
Η Βενεζουέλα, ή επίσημα Μπολιβαριανή Δημοκρατία της Βενεζουέλας, ήταν ισπανική αποικία και ένα από τα τρία κράτη που προέκυψαν μετά τη διάσπαση της Μεγάλης Κολομβίας το 1830. Στο μεγαλύτερο μέρος του πρώτου μισού του προηγούμενου αιώνα, η χώρα αυτή κυβερνήθηκε από στρατιωτικά καθεστώτα φιλικά διακείμενα προς τις Η.Π.Α., τα οποία προωθούσαν ως κινητήρια δύναμη της οικονομίας της τη βιομηχανία παραγωγής και εκμετάλλευσης πετρελαίου. Χαρακτηριστικό της εξάρτησης της Βενεζουέλας από τη βιομηχανία εξόρυξης και εξαγωγής του «μαύρου χρυσού» είναι το εθνικό σύνθημα “sembrando el petróleo” (μτφ. «σπέρνοντας το πετρέλαιο»).
Από το τέλος του 1940 έως τα μέσα του 1970, η Βενεζουέλα ήταν ο μεγαλύτερος εξαγωγέας πετρελαίου στον κόσμο, με ημερήσια παραγωγή 3 εκατομμυρίων βαρελιών τη μέρα. Μέχρι τη δεκαετία του 1950, είχε το τέταρτο υψηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ παγκοσμίως -την ίδια στιγμή που η πλειοψηφία των κρατών πάλευε να ανακάμψει οικονομικά μετά τη λήξη του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου. Το 1960, κατέστη ένα από τα πέντε ιδρυτικά μέλη του Οργανισμού Εξαγωγών Πετρελαιοπαραγωγών Χωρών (OPEC) και αποτέλεσε πρότυπο οικονομικής ανάπτυξης για την πλειοψηφία των χωρών της Νοτίου Αμερικής. Ειδικότερα, διοχέτευε τα έσοδα από τις εξαγωγές πετρελαίου στις Η.Π.Α. και στον υπόλοιπο κόσμο στα κρατικά ταμεία, με στόχο τη χρηματοδότηση κοινωνικών προγραμμάτων αναφορικά με την εκπαίδευση, την υγειονομική περίθαλψη και τις επιδοτήσεις τροφίμων. Η παραγωγή αργού πετρελαίου στη Βενεζουέλα ήταν κατά μέσο όρο 2325,58 BBL/D/1K (χιλιάδες βαρέλια την ημέρα) από το 1973 έως το 2021, φθάνοντας στο υψηλό επίπεδο των 3453 BBL/D/1K τον Δεκέμβριο του 1997 και στο χαμηλότερο ρεκόρ των 392 BBL/D/1K τον Ιούλιο του 2020 -επίπεδο που είχε να δει από τη δεκαετία του 1930.
Ωστόσο, από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 και μετά, η οικονομία της Βενεζουέλας βρίσκεται σε μία διαρκή ύφεση (με ελάχιστες διακοπές στις αρχές του 2000). Η χρόνια λανθασμένη διαχείριση του ενεργειακού και κατά συνέπεια οικονομικού της τομέα, οι αυξομειώσεις των παγκόσμιων τιμών του πετρελαίου και οι κυρώσεις στις πετρελαϊκές εξαγωγές που επιβλήθηκαν από τις Η.Π.Α. έχουν πληγώσει τη χώρα, καθιστώντας την κλασικό παράδειγμα κράτους που μαστίζεται από την «κατάρα των πόρων». Επειδή η πώληση φυσικών πόρων υπόσχεται γρήγορα κέρδη, οι χώρες-εξαγωγοί πετρελαίου και φυσικού αερίου παραμελούν τους υπόλοιπους τομείς της οικονομίας, με αποτέλεσμα, όταν η εξαγωγή των φυσικών πόρων δεν είναι το ίδιο προσοδοφόρα ή η τιμή του πετρελαίου μειωθεί σημαντικά, οι οικονομίες τους, οι οποίες έχουν ήδη έλλειψη εναλλακτικών λύσεων και ορθών τρόπων αντιμετώπισης ζητημάτων διαφθοράς και πολιτικών συγκρούσεων, να μη μπορούν να εκσυγχρονιστούν.
Το 1976, η τότε κυβέρνηση της Βενεζουέλας εθνικοποίησε τη βιομηχανία πετρελαίου μαζί με την πετρελαϊκή εταιρία Petróleos de Venezuela S.A. (PDVSA), παραγκωνίζοντας ξένες επενδύσεις που θα μπορούσαν να αποτελέσουν μεγάλη πηγή εσόδων, ενώ στη συνέχεια η διεθνής ύφεση, ως αποτέλεσμα της πετρελαϊκής κρίσης που εμφανίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και του αραβοϊσραηλινού πολέμου το 1973, μείωσε τις διεθνείς τιμές του πετρελαίου και ώθησε τη χώρα σε οικονομική στασιμότητα. Έτσι, έως τα τέλη της δεκαετίας του 1980, σημειώθηκε δραματική πτώση του ΑΕΠ και η Βενεζουέλα ήρθε αντιμέτωπη για πρώτη φορά με τον πληθωρισμό, ο οποίος άγγιξε το 84,5% το έτος 1989. Επιπλέον, με τη μεταφορά του εγχώριου και του ξένου κεφαλαίου εκτός της χώρας, η ανεργία ακολούθησε αυξητική πορεία, με αποτέλεσμα στις εκλογές του 1998 περισσότερο από το μισό του πληθυσμού της Βενεζουέλας να ζει κάτω από το όριο της φτώχειας, ο πληθωρισμός να αγγίζει το 99,9% και οι τιμές του πετρελαίου να ακολουθούν καθοδική πορεία.
Το 1998 ανέλαβε την προεδρία της Βενεζουέλας ο Hugo Chávez, ξεκινώντας τη Μπολιβαριανή Επανάσταση. Βασισμένη στις απελευθερωτικές αρχές του Simón Bolívar, η μπολιβαριανή ιδεολογία ενθάρρυνε τον εθνικισμό και την κρατική παρέμβαση στην οικονομία στη Νότια Αμερική. Υπό την προεδρία του Chávez, βελτιώθηκε το βιοτικό επίπεδο των Βενεζουελάνων, αυξήθηκαν οι κοινωνικές δαπάνες και οι πολίτες της χώρας ανέκτησαν την πρόσβαση στην υγεία και την εκπαίδευση. Έπειτα από ένα αποτυχημένο πραξικόπημα, υποκινούμενο από τις Η.Π.Α. το 2002 και την επανεκλογή του το 2006, ο Chávez ενίσχυσε την εξάρτηση της βενεζουελανής οικονομίας από τον ενεργειακό της πλούτο, γεγονός που βοηθήθηκε από την ανάκαμψη των τιμών του πετρελαίου κατά την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα. Εντούτοις, διατήρησε την υψηλή τεχνητή ισοτιμία του μπολιβάρ με το δολάριο, με αποτέλεσμα να καταστούν δύσκολες οι εξαγωγές προϊόντων, πλην του πετρελαίου, και η οικονομία της χώρας να εξαρτάται από τις πετρελαϊκές εξαγωγές κατά 96%.
Μετά το θάνατό του, το 2013, εξελέγη Πρόεδρος ο Nicolás Maduro, τον οποίο προηγουμένως ο Chávez είχε επιλέξει ως διάδοχό του. Ο Maduro κλήθηκε να αντιμετωπίσει την πτωτική τάση των τιμών του πετρελαίου, προδιαγράφοντας τη μελλοντική έντονη «μάχη» της Βενεζουέλας με τον υπερπληθωρισμό. Η δυσαρέσκεια των Η.Π.Α. προς το καθεστώς Maduro είναι προφανής, καθώς από το 2014, επί προεδρίας Obama, έως σήμερα έχει επιβληθεί μία πληθώρα προσωπικών και οικονομικών κυρώσεων, προκειμένου να ασκηθεί πίεση στη νόμιμη κυβέρνηση της Βενεζουέλας. Επιπλέον, το 2015 η χώρα χαρακτηρίστηκε ως «απειλή για την ασφάλεια των Η.Π.Α.». Το 2017, ο τέως Πρόεδρος των Η.Π.Α, Donald Trump, επέβαλλε επιπρόσθετες κυρώσεις, με τη Βενεζουέλα να αποκλείεται από τον δανεισμό και τις συναλλαγές στο χρηματοπιστωτικό σύστημα των Η.Π.Α. Τέλος, τον Ιανουάριο του 2019, η Ουάσιγκτον έβαλε στο στόχαστρο των κυρώσεων την PDVSA, ούτως ώστε να πιέσει και να εκδιώξει από την εξουσία τον Maduro, γεγονός που συνέπεσε και με την αυτοανακήρυξη του ηγέτη της αντιπολίτευσης, Juan Guaidó, ως Προέδρου της Βενεζουέλας. Από την πλευρά του, ο Maduro έσπευσε να χαρακτηρίσει την παραπάνω εξέλιξη ως πραξικόπημα, ενώ κατηγόρησε τον Guaidó ότι δρα κατ’ εντολή της Ουάσιγκτον, η οποία επιθυμεί να υφαρπάξει τους πόρους της χώρας. Παραδοσιακά, οι Η.Π.Α. ήταν ο μεγαλύτερος αγοραστής πετρελαίου της Βενεζουέλας, ωστόσο σήμερα έχουν σταματήσει τις εν λόγω εισαγωγές, αναγνωρίζοντας παράλληλα τον Guaidó ως νόμιμο ηγέτη της χώρας. Ως αποτέλεσμα, η PDVSA βρίσκεται σε διαδικασία αναζήτησης νέων πελατών, ενισχύοντας τους δεσμούς της χώρας με το Ιράν, μία ακόμη χώρα που βρίσκεται υπό αμερικανικές κυρώσεις.
Τον Απρίλιο του 2020 ο Nicolás Maduro διόρισε νέο Υπουργό Πετρελαίου και νέο Πρόεδρο στην PDVSA, στοχεύοντας στην επαναφορά της πετρελαϊκής βιομηχανίας της Βενεζουέλας σε ανοδική τροχιά. Εντούτοις, με τις τιμές του πετρελαίου να βρίσκονται σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, εν μέσω της πανδημίας του κορωνοϊού, και με την απροθυμία της νέας προεδρίας Biden για οποιαδήποτε άρση των κυρώσεων, η επιστροφή στην ευημερία του παρελθόντος φαίνεται δύσκολη. Επιπρόσθετα, η βενεζουελανή παραοικονομία έχει αναπτυχθεί με πρωτόγνωρους ρυθμούς και η εύρεση πολλών βασικών αγαθών καθίσταται αδύνατη λόγω της μεγάλης μείωσης των εισαγωγών. Τέλος, η πετρελαϊκή βιομηχανία, η υδροηλεκτρική παραγωγή και η ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας επηρεάζονται αρνητικά από τα πολιτικά και οικονομικά προβλήματα της χώρας. Η πλειοψηφία των εργατών πετρελαίου εγκαταλείπει την PDVSA, καθώς οι μισθοί δε δύνανται να συμβαδίσουν με τον υπερπληθωρισμό. Εργαζόμενοι και εγκληματίες αφαίρεσαν ζωτικό εξοπλισμό τόσο από παραμελημένα εργοστάσια παραγωγής πετρελαίου όσο και από αιολικά πάρκα, προκαλώντας και περιβαλλοντικές ζημιές.
Η μονομερής προσήλωση της οικονομικής δραστηριότητας της Βενεζουέλας στη «μονοκαλλιέργεια» πετρελαίου, οι έντονες διακυμάνσεις των παγκόσμιων τιμών του πετρελαίου αλλά και η εχθρικότητα των φιλελεύθερων Η.Π.Α προς το σοσιαλιστικό καθεστώς της χώρας, οδήγησαν την άλλοτε πλούσια χώρα στην κατάρρευση. Έτσι, εύλογα διαμορφώνεται η πρόκληση που έχει μπροστά της η Βενεζουέλα προκειμένου να ορθοποδήσει οικονομικά.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Venezuela Crude Oil Production, Trading Economics, διαθέσιμο εδώ
- Venezuela fails to harness abundant wind and sunshine, Dialogo Chino, διαθέσιμο εδώ
- Venezuela: The Rise and Fall of a Petrostate, Council on Foreign Relations, διαθέσιμο εδώ