Της Χριστίνας Γιαμούζη, σε επιμέλεια της Εύας Μόσχου,
Η Επανάσταση του 1821 αποτελεί ένα γεγονός και μια χρονολογία χαραγμένη στη μνήμη πολλών ανθρώπων είτε μεγάλων είτε μικρών, ξένων ή Ελλήνων. Μια επανάσταση που έγινε για την απελευθέρωση της Ελλάδας από τους Οθωμανούς και ο ελληνικός λαός επέδειξε μεγάλη αυτοθυσία και ηρωισμό, για να μπορούμε σήμερα να είμαστε ελεύθεροι. Φυσικά, μια τέτοιου είδους επανάσταση δεν θα άφηνε ανεπηρέαστους τους καλλιτέχνες εκείνης της εποχής ή και τους μεταγενέστερους. Έχουν διασωθεί πληθώρα έργων με απεικονίσεις της Επανάστασης του 1821 και διαφόρων πολέμων ανά περιοχές, που είχαν πληγεί από τον τουρκικό ζυγό.
Ο 19ος αιώνας ξεκινά επαναστατικά με πολλά κινήματα της τέχνης να κάνουν την εμφάνιση τους: ο Κλασικισμός, ο Ρομαντισμός, ο Ρεαλισμός, ο Ιδεαλισμός και ο Συμβολισμός. Χώρες, όπως η Γερμανία, η Ιταλία, η Γαλλία, η Αυστρία, ήταν τα κυριότερα καλλιτεχνικά κέντρα των Ελλήνων ζωγράφων. Το κοινό που μπορεί να επηρεάσει τους ζωγράφους σε μεγάλο βαθμό ήταν περιορισμένο και ήταν, κατά κύριο λόγο, οι πρώην αγωνιστές, οι Φαναριώτες και οι ξενοθρεμμένοι Έλληνες, που επιστρέφουν στην πατρίδα τους. Η τέχνη πλέον έχει ως στόχο να απεικονίσει την Επανάσταση, να διακοσμήσει τα δημόσια κτίρια, να προπαγανδίσει ιδεολογικά και να αποδώσει κύρος στη νέα άρχουσα τάξη.
Τα θέματα που πρωταγωνιστούν είναι προσωπογραφίες, ιστορικά θέματα και οι ηθογραφίες, καθώς γίνονται ευκολότερα αποδεκτά και έχουν, θα έλεγε κανείς, περισσότερη ζήτηση. Είναι έργα που προσαρμόζονται στο ακαδημαϊκό ύφος. Τι είναι το ακαδημαϊκό ύφος; Είναι ο όρος, ο οποίος χρησιμοποιείται, για να χαρακτηρίσει ένα έργο με τεχνική τελειότητα, αλλά χωρίς έμπνευση, αμεσότητα και καλλιτεχνική δυναμικότητα. Τον συναντάμε σε έργα του 1850-1880, με στόχο να αποδοθεί ο ρεαλισμός. Ο ζωγράφος στρέφεται στο παρελθόν με μια αίσθηση ρομαντικότητας ή ιδεαλισμού. Βασικός εκπρόσωπος του ακαδημαϊκού και ιστορικού ρομαντισμού είναι ο Θεόδωρος Βρυζάκης.
Αποχαιρετισμός στο Σούνιο
Ο «Αποχαιρετισμός στο Σούνιο», ένα έργο του Θεόδωρου Βρυζάκη (1814-1878), χρονολογείται το 1863. Παρουσιάζει μια ρομαντική σκηνή, θα έλεγε κανείς, μεταξύ δυο νέων, που αποχωρίζονται, καθώς ο νεαρός Έλληνας αγωνιστής φεύγει για τον πόλεμο. Εντύπωση προκαλεί, ότι η ενδυμασία των μορφών δεν είναι στρατιωτική, άλλα παραπέμπει σε έξοδο, με άλλα λόγια, παρουσιάζονται σαν να έχουν επιστρέψει από βεγγέρα, φορώντας προσεγμένα ενδύματα. Οι δυο μορφές βρίσκονται στο κέντρο της σύνθεσης και καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος της. Πρέπει να σημειωθεί, ότι ο καλλιτέχνης έχει δώσει βάση στην απόδοση των λεπτομερειών και αυτό μας δείχνει ότι είναι ένας καλλιτέχνης που έχει ασχοληθεί και έχει αποκτήσει γνώση για την ελληνική παραδοσιακή ενδυμασία. Ο χώρος, εν γένει, έχει οργανωθεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Στο βάθος του πίνακα, στα αριστερά, απεικονίζονται τα ερείπια του Σουνίου και δεξιά ειδυλλιακά οι λεπτομέρειες του φυσικού περιβάλλοντος. Τα χρώματα, το φως και οι φωτοσκιάσεις παίζουν μεγάλο ρόλο στην απόδοση της σκηνής. Βασικό στοιχείο του Βρυζάκη είναι η ψυχρότητα και η έλλειψη απόδοσης συναισθημάτων στις μορφές. Αυτό, φυσικά, διαφαίνεται και εδώ, καθώς οι μορφές εξωτερικεύουν ένα ρομαντικό πάθος άλλα δεν υπάρχουν ή δεν εκφράζονται βαθύτερα συναισθήματα.
Η Έξοδος του Μεσολογγίου
Πρόκειται πιθανώς για το πιο γνωστό έργο του Θεόδωρου Βρυζάκη, φιλοτεχνημένο το 1853. Ο Βρυζάκης, ως ο πρώτος που φοίτησε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου, θεωρείται πρόδρομος της «Σχολής του Μονάχου», όπου αργότερα θα βρεθούν καλλιτέχνες ορόσημα της ελληνικής τέχνης. Με την «Έξοδο του Μεσολογγίου», ο ζωγράφος επισφραγίζει την ταυτότητά του ως ο κορυφαίος της ιστορικής ζωγραφικής στην εποχή του. Ο Βρυζάκης δεν παραμείνει στην πιστή αναπαράσταση, αλλά προτάσσει ιδέες. Στο συγκεκριμένο έργο, αντιτίθενται δύο κόσμοι, ο γήινος με τον ουράνιο. Το επεισόδιο αναφέρεται στην ηρωική προσπάθεια για την απελευθέρωση του Μεσολογγίου, ένα βράδυ του Απρίλη του 1826. Βλέπουμε έναν σαφή διαχωρισμό του πίνακα, όπου στο επάνω μέρος δεσπόζει ο Παντοκράτορας, γύρω από μια «μορφοποιημένη» δόξα, θα έλεγε κανείς, ενώ γύρω του άγγελοι αναμένουν την εξέλιξη των γεγονότων. Στον επίγειο κόσμο, δεσπόζουν οι «ιδέες», που τόσο πολύ εξιδανικεύει ο Βρυζάκης στα έργα του· η ιδέα του καλού και του κακού, του δίκαιου και του άδικου, της τιμιότητας και της ατιμίας. Οι αγωνιστές με περίσσιο θάρρος συγκρούονται με τους κατακτητές, φέροντας ψηλά τα όπλα του αγώνα. Η δυναμική της σκηνής έγκειται και στο γεγονός, πως οι μορφές των εχθρών είναι βυθισμένες στο σκοτάδι, πιθανώς ως ένας προϊδεασμός της ήττας τους, ενώ οι ήρωες του Βρυζάκη αναβλύζουν φως. Το γεγονός αυτό μας θυμίζει στιγμές τραγικότητας έργων του Μπαρόκ, εξυψώνοντας το έργο και δίνοντάς του την ταυτότητα όχι απλά μιας πολεμικής σύρραξης, αλλά μιας μάχης για την αποκατάσταση υψηλών ιδανικών. Έτσι το έργο αποκτά πανανθρώπινη χροιά και δεν είναι τυχαίο που έχει αγαπηθεί ιδιαίτερα και στη Δύση.
Η Λεία
Ένας Έλληνας με μόνιμο τόπο διαμονής το Παρίσι, ο Θεόδωρος Ράλλης (1852-1909), είναι μια άλλη αξιοπερίεργη παρουσία αυτής της εποχής. Η μόνιμη κατοικία του δεν τον απέτρεψε, ασφαλώς, από το να συμμετάσχει σε εκθέσεις και στην Ελλάδα. Σαν καλλιτέχνης στράφηκε ιδιαίτερα στον «Οριενταλισμό», ένα κίνημα που άνθισε την περίοδο του Ρομαντισμού. Το κίνημα δίνει έμφαση στη μαγεία της Ανατολής και την επιθυμία των καλλιτεχνών, να ξεφύγουν από τη Δύση, που τους «ευνουχίζει» καλλιτεχνικά και να στραφούν στον εξωτισμό της Ανατολής, με σκοπό την πνευματική απελευθέρωση.
Η πνευματική απελευθέρωση συνεπάγεται και την ανανέωση των θεμάτων. Ο Ράλλης, σε ένα ταξίδι στην Αίγυπτο, αποτυπώνει τη «Λεία». Το συγκεκριμένο θέμα, αν εξαιρέσουμε το γυμνό στήθος που προβάλλεται δίχως κάλυψη και που αποτελεί στοιχείο έργων που σχετίζονται με τον Οριενταλισμό, είναι ιστορικά προσανατολισμένο. Μέσα σε έναν καταληστευμένο, απογυμνωμένο από θησαυρούς, χώρο λατρείας, βλέπουμε μια νεαρή γυναίκα, μια Ελληνίδα της ξενιτιάς, δεμένη σε έναν κίονα με ένα εκπληκτικό, από αρχιτεκτονικής άποψης, κιονόκρανο. Η έκφρασή της έντονη και δραματική δηλώνει τα γεγονότα που εκτυλίχθηκαν, κατά τη βεβήλωση του ναού από τους Οθωμανούς. Μέσα σε αυτόν τον βανδαλισμένο χώρο, δεσπόζουν μόνο τα χρώματα, που με μαεστρία χρησιμοποιεί ο καλλιτέχνης. Ο πίνακας, γενικά, είναι σκουρόχρωμος, ενώ μοναδική πηγή φωτός θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε την κόκκινη ζώνη, που εντέχνως φθάνει ως το πάτωμα, δημιουργώντας ελαφρές πτυχώσεις.
Ο Ράλλης θεωρείται καλλιτέχνης του σχεδίου, παραδίδεται σε αυτό, αλλά, μέσα από την σκηνοθεσία και τη χρήση των χρωμάτων, δεν παύει να προσδίδει τραγικότητα στις σκηνές του.
Το Σκλαβοπάζαρο
Ο Νικόλαος Γύζης (1842-1901), ο καλλιτέχνης της «Σχολής του Μονάχου», δημιουργεί τη σκηνή του «Σκλαβοπάζαρου» ανάμεσα στα έτη 1873-1875. Πρόκειται για μια τυπική σκηνή παζαριού, που γυναίκες ή παιδιά πωλούνταν ως σκλάβοι, μια συνήθεια που εντοπίζεται κυρίως στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, αλλά και σήμερα εξακολουθεί να συμβαίνει σε χώρες της Αφρικής. Την έλλειψη ανθρωπιάς αυτής της ιδιότυπης αγοραπωλησίας έζησαν και οι υπόδουλοι Έλληνες κατά τα χρόνια της Τουρκοκρατίας.
Το έργο του Γύζη είναι τοποθετημένο σε έναν σκοτεινό χώρο, αφού παρατηρούμε το φως να απομακρύνεται, καθώς οι μορφές κατεβαίνουν τα σκαλιά. Οπότε πιθανώς βρισκόμαστε σε κάποιο υπόγειο κατασκεύασμα ή σε κάποιο στενό σοκάκι. Ο τρόπος με τον οποίο χειρίζεται ο καλλιτέχνης τις σκηνές που συμμετέχουν παιδιά είναι ιδιαίτερος. Συνήθως τα τοποθετεί ανάμεσα σε σκεπτικούς και «ρημαγμένους» ενήλικες, προσδίδοντας και σε αυτά ανησυχία και φόβο. Στη σκηνή, βλέπουμε τη γυναικεία μορφή να φιλά το παιδί, σαν δείγμα αποχαιρετισμού, ενώ το ίδιο «σέρνεται» από τον αγοραστή του. Οι γύρω μορφές λειτουργούν συμπληρωματικά για αυτό και είναι σχηματοποιημένες και ασαφείς σαν μια απλή μείξη χρωμάτων. Ο άνδρας παρουσιάζεται ιδιαίτερα ψηλός και παχύς, λίγο τραγελαφικός, ενώ το σκουρόχρωμο του δέρματος και το τουρμπάνι, που φοράει, προδίδουν την ξενική καταγωγή.
Ο Γύζης, ως καλλιτέχνης, δεν απαρνιέται τον ρεαλισμό, που τον ανέθρεψε, αλλά ταξιδεύοντας στην Ελλάδα, κατά την περίοδο περίπου στα 1870, έρχεται σε επαφή με το τοπίο και τις καταβολές των ανθρώπων, τις οποίες προσπαθεί να αποδώσει ιδεαλιστικά με ρομαντική και ποιητική χροιά. «Το Σκλαβοπάζαρο» έχει στοιχεία του «Οριενταλισμού», χαρακτηριστικά του οποίου ήδη αναφέρθηκαν. Το θέμα, που κατεξοχήν αφορά στην Ανατολή, όπως και τα έντονα χρώματα, συμβάλουν στη διαπίστωση αυτή.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Ράλλης Θεόδωρος, Εθνική Πινακοθήκη, διαθέσιμο εδώ
- Βρυζάκης Θεόδωρος, Εθνική Πινακοθήκη, διαθέσιμο εδώ
- Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας, Παιδαγωγικό Τμήμα Νηπιαγωγών, Νεότερη Ελληνική Ιστορία, “Η Επανάσταση του 1821 στην ελληνική ζωγραφική”, διαθέσιμο εδώ
- Ακαδημαϊσμός και Νεοκλασικισμός στην Ελληνική Τέχνη του 19ου αιώνα, διαθέσιμο εδώ