Της Μυρτούς Κατσούλη,
Δύσκολο έργο η εξουσία. Δύσκολο, λεπτό και επικίνδυνο. Γιατί σε όποια μορφή της εκδηλώνεται, είναι ταυτόσημη με τη δύναμη και την ισχύ, ανάλογη με την υπεροχή και την ανωτερότητα, αντιληπτή ως η αναγκαία επικράτηση για τη ρύθμιση, τον συντονισμό και την καθοδήγηση συνόλων. Και σε ένα πολιτικά δομημένο σύνολο, όπως η σύγχρονη δημοκρατική κοινωνία, η εξουσία και οι επιμέρους προεκτάσεις της δεν είναι απλώς ακόμα μία πραγματική κατάσταση στην οποία ιδανικά οφείλουμε οι πολίτες υπακοή και εμπιστοσύνη, αλλά και απαραίτητο δεδομένο για την ορθή και αμετάβλητη λειτουργία του πολιτεύματος.
Εξάλλου, μόνο μέσα σε ένα αρμονικά θεσμοθετημένο πλαίσιο μπορεί και η ίδια η εξουσία να εκπληρώσει τον σκοπό της, να συνιστά δηλαδή παράλληλα ενισχυτικό στοιχείο της Δημοκρατίας και μέσο επίλυσης και δίκαιης κρίσης διαφορών και προβλημάτων. Και το μεγαλύτερο ζήτημα της σημερινής εποχής είναι αν, και κατά πόσο, οι εκάστοτε συνθήκες ζωής επιτρέπουν στην εξουσία να κρατά την ισορροπία μεταξύ της δύναμης που διαθέτει και του ρόλου που έχει αναλάβει απέναντι στον πολίτη.
Καθημερινά, ερχόμαστε αντιμέτωποι με δυσάρεστες καταστάσεις, με γεγονότα που πλήττουν τον δημοκρατικό χαρακτήρα της κοινωνίας μας. Καθημερινά, γινόμαστε μάρτυρες περιστατικών που μας δίνουν αφορμές να αμφισβητούμε τον τρόπο εφαρμογής της εξουσίας, αν είναι δηλαδή αποτελεσματικά τα «μέσα» που χρησιμοποιούνται για τον έλεγχο διαφόρων καταστάσεων. Αν τα εκτελεστικά όργανα λειτουργούν αμιγώς στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς τους ή αν ενεργούν αυτοβούλως, παίρνοντας τον νόμο, κυριολεκτικά, στα χέρια τους.
Και ιδιαίτερα σήμερα που οι συνθήκες είναι αρκετά πρωτόγνωρες για όλους, ο ρόλος της εξουσίας είναι αρκετά καθοριστικός για τη διατήρηση των πραγμάτων σε κάποια φυσιολογική κατάσταση. Τα πλήγματα, λοιπόν, της κοινωνίας της τελευταίας χρονιάς έχουν καταστήσει την εξουσία και τη δραστική της επέμβαση, όχι απλώς σημαντική, αλλά άκρως αναγκαία για την προστασία, καταρχάς, της δημόσιας υγείας, την οποία κάποιοι συμπολίτες εξακολουθούν να περιφρονούν και να χλευάζουν με αποτέλεσμα να αναιρούν την προσπάθεια των υπολοίπων. Και για αυτό πολλές φορές μια άμεση, αλλά όχι και τόσο εξορθολογική λύση, ίσως να είναι προτιμότερη για να προληφθεί κάποιο μεγαλύτερο κακό.
Γιατί όπως μία τάξη, μία ομάδα, μία επιχείρηση οργανώνονται με κανόνες που πρέπει να τηρούνται, έτσι και η κοινωνία δεν μπορεί να συντονιστεί χωρίς την ύπαρξη κάποιων κατευθυντήριων τρόπων διάδρασης, η εφαρμογή των οποίων είναι καθοριστική για την ομαλή πορεία των πραγμάτων. Για αυτό, αντικανονικές συμπεριφορές που θίγουν τους υπολοίπους πρέπει να περιορίζονται άμεσα και εύλογα από την εξουσία και τα όργανά της, προκειμένου να διατηρείται ακέραιο το δημοκρατικό οικοδόμημα.
Γιατί δεν είναι λογικό ο κάθε πολίτης, που διαφωνεί προκλητικά και αρνείται πεισματικά να συμμορφωθεί με τα άνωθεν προβλεπόμενα, να αποτελεί κινούμενο κίνδυνο για τον μέσο συνετό άνθρωπο. Δεν είναι λογικό, ακραίες απόψεις και στιβαρές θέσεις διαφόρων αντισυμβατικών να προκαλούν το πολίτευμα μόνο και μόνο για να δείξει την άσχημή του πλευρά. Δεν μπορούν οι αντικομφορμιστές που κοντραρίζονται με την κάθε πολιτική εξουσία να υποκινούν και την κοινή γνώμη και να βρίσκουν έρεισμα σε ανυπόστατες -και μάλλον, όχι και τόσο δημοκρατικές- αρχές και αντιλήψεις.
Ως εκ τούτου, η εξουσία καλείται κάθε φορά να αντιμετωπίζει τους επίμονους αντιρρησίες εφαρμόζοντας τους κανόνες που η ίδια έχει αποδεχτεί και θεσπίσει. Και το αν δρα αμιγώς στα όρια που η ίδια, πάλι, έχει θέσει στον εαυτό της, αυτό θα πρέπει πάντοτε να κρίνεται και από την εκάστοτε αντίδραση. Διότι η εξουσία έχει χρέος να χειρίζεται τις καταστάσεις και να λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα ανάλογα με το μέγεθος, τη βαρύτητα και την επικινδυνότητα πράξεων και συμπεριφορών. Κάθε εξωτερική εκδήλωση, λοιπόν, έχει και τον αντίστοιχο αντίκτυπο, όχι μόνο στη λογική του πολιτεύματος, αλλά και στη φυσική ροή των εξελίξεων.
Το «ανάθεμα», όμως, και το μίσος που βγήκε πρόσφατα προς τα εξουσιαστικά όργανα, για τη διεκδίκηση μιας πολιτικά ορθότερης διαχείρισης ανθρώπων και καταστάσεων, ίσως να είναι και αποτέλεσμα των πιεστικών μέτρων της πανδημίας. Κάπου ο κόσμος θέλει να ξεσπάσει και να βγάλει καταπιεσμένα απωθημένα ενός χρόνου εγκλεισμού. Θέλει να πιαστεί από τις πολιτικές εξελίξεις και να λύσει τα δεσμά μιας δύσκολης πραγματικότητας.
Και, δυστυχώς, τα δυσάρεστα και απάνθρωπα περιστατικά που συντάραξαν την επικαιρότητα, συνδέθηκαν άκριτα με την πολιτική χροιά της τωρινής εξουσιαστικής δύναμης. Στιγματίστηκε άδικα ένας κλάδος, που ναι μεν έχει αναλάβει το λειτούργημα της «τάξεως και ηθικής», αλλά από την άλλη, βρίσκεται στο στόχαστρο για την οποιαδήποτε μιασματική ενέργεια κάθε προβληματικού, διεφθαρμένου και μωρού. Και δεν είναι τίποτε άλλο αυτή η διοικητική εξουσία παρά από ένα φερέφωνο άνωθεν εντολών. Ένας διαμεσολαβητής μεταξύ του πολίτη και της κυβέρνησης, ένας εκτελεστής κανόνων, μια ανεξάρτητη αρχή που πρέπει να κρατά ισορροπίες.
Γιατί ακόμα και η ανάληψη μιας τόσο σημαντικής θέσης και ενός τόσου υπεύθυνου ρόλου είναι ζήτημα προσωπικό. Γιατί η ποιότητα του ανθρώπου καθορίζεται από την χρήση αυτής της εξουσίας. Από το πόσο ανθρώπινα και αμερόληπτα κρίνει τα καθημερινά περιστατικά. Πόσο αμφιταλαντεύεται μεταξύ δικαίου και αδίκου, καλού και κακού, συμφέροντος και μη. Η σκληρότητα και η βία δεν έχουν κανένα νόημα, λοιπόν, μέσα σε μια εξελιγμένη κοινωνία. Μόνο διχόνοια, ένταση και στασιμότητα μπορούν να προκαλέσουν και να βεβηλώσουν την πραγματική Δημοκρατία. Εξάλλου, καμία «πλευρά» δεν βγαίνει κερδισμένη στην τελική, παρά μόνο διαιωνίζει συντηρητικές και δογματικές πρακτικές.
Δύσκολο, λοιπόν, παιχνίδι η εξουσία, με πολλές παγίδες και εμπόδια. Αλλά με τη συνείδηση καθαρή και με εφόδιο τη δημοκρατική σκοπιά των πραγμάτων, μόνο καλό μπορεί να προσφέρει κανείς, που επιθυμεί να συνδράμει αληθινά και να αναδείξει τη σημασία των αξιών που πρέπει να χαρακτηρίζουν την κοινωνία μας.