19.7 C
Athens
Πέμπτη, 21 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΠολιτικήΓνώμηΗ επίκληση της ιστορίας στον κοινοβουλευτικό διάλογο

Η επίκληση της ιστορίας στον κοινοβουλευτικό διάλογο


Της Θεοδώρας Αγγελοπούλου,

Επ’ αφορμής της κοινοβουλευτικής συζήτησης που διεξήχθη στη Βουλή την Παρασκευή 12/3 στην επονομαζόμενη Ώρα του Πρωθυπουργού κι εντός του πλαισίου του κοινοβουλευτικού ελέγχου για τα τεκταινόμενα της καταιγιστικής επικαιρότητας που βίωσε η χώρα, με τα γεγονότα στη Νέα Σμύρνη και στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ), ενόσω το δημόσιο σύστημα υγείας ασφυκτιά από την επέλαση της πανδημίας, διακρίναμε στον ρου του διαλόγου πλήθος ιστορικών παραδειγμάτων, τα οποία ήρθαν να δράσουν ως επιχειρήματα στις θέσεις των ομιλούντων. Από τον Πρωθυπουργό έως τον αρχηγό της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης και τους βουλευτές κάθε κομματικής παράταξης, η Ιστορία συνιστά εκείνο το είδος αυθεντίας το οποίο άπαξ και ειπωθεί ασφαλίζει τα λεγόμενα του ομιλητή με τρόπο που φαινομενικά δεν επιδέχεται αμφισβητήσεως.

Το ιστορικό παρελθόν μπορεί να φαντάζει κάτι το αντικειμενικά περιγραφικό και ως επιστήμη, μάλιστα, η ιστορία διαθέτει εν τοις πράγμασι το κατάλληλο κανονιστικό πλαίσιο που την οριοθετεί και προσδιορίζει τα μορφολογικά και μεθοδολογικά της στοιχεία. Ερχόμενη, ωστόσο, στον κοινοβουλευτικό διάλογο αποκτά εργαλειακή αξία προς την επίτευξη ετεροκαθορισμένων στόχων από εκείνους που επιτάσσει η επιστήμη. Η πολιτική ρητορεία τοποθετεί την ιστορία στο διάλογο ως μέσο πειθούς με διάθεση διδαχής και υπενθύμισης των πολιτικών αντιπάλων των παρελθοντικών γεγονότων υλοποιώντας το αξίωμα «μαθαίνουμε από τα λάθη μας», αλλά και τονίζοντας τις παραλείψεις ή παράτυπες κι ενίοτε παραβατικές συμπεριφορές των ιδεολογικών εκπροσώπων, προτύπων, ομάδων και προσώπων που έδρασαν είτε στο πρόσφατο είτε στο μακρινό παρελθόν μέσω των κόμματων που έχουν δηλώσει τυπικά βάσει καταστατικού ή άτυπα με πρακτικές που θεμελιώνονται στη λογική της αντιπροσώπευσης ότι συνδέονται με αυτά, με στόχο να οδηγήσουν τους συνομιλητές σε τέλμα απεμπολώντας τη δυνατότητα ανταπάντησης σε κάτι το θεωρητικά αναντίρρητο.

Πηγή εικόνας: huffington post

Παρ’όλα αυτά ο διαχωρισμός της δημαγωγικής χρήσης της ιστορίας από την πρόσφορη επίκλησή της η οποία δεν δύναται παρά μόνο να ωφελήσει τον πολιτικό διάλογο, θεωρείται ιδιαίτερα χρήσιμος για το πολιτικό σύστημα, λόγω του ότι το ιστορικό παρελθόν συνιστά εκείνο το πολιτισμικό στοιχείο που ενοποιεί την κοινωνία σε πολιτικό σώμα και τοποθετεί τα αιτήματα και τις διεκδικήσεις της στο κάδρο του έθνους-κράτους με αντιπροσωπευτικούς δημοκρατικούς θεσμούς. Το Κοινοβούλιο, συνεπώς, δεν συνιστά μία αρένα αψιμαχιών που κάμπτουν το δημοκρατικό έρεισμα της κοινωνίας, αλλά αποτελεί το σύμβολο που ενοποιεί τα μέλη της. Είναι απότοκο του κοινωνικού συμβολαίου κατά Ρουσσώ που θέτει τις κανονιστικές και τις αξιακές προϋποθέσεις  του δημοκρατικού διαλόγου, εντός του οποίου η διχογνωμία νομιμοποιείται στα πλαίσια της ευρύτερης συναίνεσης. Η λαϊκή εντολή δεν περιορίζεται στην αναλογική αντιπροσώπευση του εκλογικού σώματος ως προς την ανάδειξη των κυβερνώντων, αλλά συναρμόζουν την εκτελεστική με τη νομοθετική εξουσία κατά τρόπο τέτοιο με τον οποίο επιδιώκεται η ενότητα και η συνεκτικότητά τους με εργαλεία τη διαφωνία και τον έλεγχο. Το ίδιο το Σύνταγμα, τόσο με την τυπική όσο και με την ουσιαστική ισχύ του, που απεικονίζει τον κοινωνικοπολιτικό χάρτη της χώρας, συνιστά αποτέλεσμα πολιτικής αντιπαράθεσης και διεκδίκησης των ανά περίπτωση εμπλεκόμενων δρώντων στη βάση της συναίνεσης.

Από την στιγμή, λοιπόν, που η συναίνεση νομιμοποιεί τη διαφωνία στην κοινωνία, η οποία πραγματώνεται εντός του έθνους-κράτους, η χρήση της ιστορίας κατά το δοκούν θεωρείται πλήγμα το οποίο μπορεί να εκλάβει διχαστικές προεκτάσεις στον πυρήνα αυτής. Θολώνει τη γραμμή μεταξύ της δημοκρατικής διαφωνίας με τις διχαστικές απολήξεις της πολιτικής ρητορείας που επιφέρει πλήγμα στους δημοκρατικούς θεσμούς και πόλωση στην κοινωνία. Ο λόγος που συμβαίνει αυτό είναι η βαρύνουσα σημασία την οποία κατέχει η ιστορία, διότι μέσα από αυτήν υποστασιοποιείται η πολιτεία, μέσα σε αυτήν εντοπίζεται η πολιτική ενότητα, αποτελεί τον κοινό πολιτισμικό τόπο ο οποίος στο προαναφερθέν αντιπαραθετικό πλαίσιο εναγκαλίζει τη συναινετική τακτική στο όνομα του δημοσίου συμφέροντος, της κοινωνικής ευημερίας και της ατομικής ελευθερίας. Η ιστορία είναι εκείνος ο ταυτοτικός προσδιορισμός που επιτρέπει στο πολυμορφικό κοινωνικοπολιτικό τοπίο να ενοποιείται στο ψηφιδωτό της εθνικής ιδιότητας.

Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης έχει περιοριστεί η αξία του γένους με τα αυστηρά κριτήρια της καταγωγής του ατόμου χωρίς όμως ο σημερινός πολίτης να είναι απαγκιστρωμένος από την πολιτιστική του παράδοση, καθώς υφίσταται σε μεγάλο βαθμό την πολιτισμική αλληλεπίδραση μέσω των μηχανισμών της αγοράς, του κόσμου της πληροφορίας και των τεχνολογικών εξελίξεων που έχουν μετατρέψει τον πλανήτη σε μια «μεγάλη γειτονιά» που μοιράζεται αγαθά και υπηρεσίες. Τα κράτη, ωστόσο, παραμένουν στον πυρήνα τους εθνικά στη βάση του συμφέροντος. Τα εθνικά συμφέροντα θα είχαν απωλέσει, εάν οι ίδιες οι κοινωνίες δεν αισθάνονταν πλέον ότι συνενώνονται μέσα από έναν κοινό κώδικα αξιών, που ανεξαρτήτως πολιτικών πεποιθήσεων συνοψίζεται στην ιδέα του ανήκειν. Η σκέπη του έθνους πραγματώνει το πολιτικοκοινωνικό ανήκειν θέτοντας ως μοναδική προϋπόθεση το ιστορικό και πολιτισμικό παρελθόν του καθενός και πλέον τι είναι διατεθειμένος ο καθένας με νεωτερικούς όρους να συνεισφέρει ώστε να προσδώσει σε αυτό. Συνιστά ένα αίτημα που μηχανιστικά υλοποιείται εντός της δημοκρατίας, αλλά αφορά σε έναν δεσμό πολύ ισχυρότερο και πιο μακροχρόνιο, ο οποίος ιδεατά ξεπερνά τα νεωτερικά επιτεύγματα, παρ’όλο που η παράδοση εργαλειοποιείται στη νεωτερικότητα, ώστε να δώσει ακριβώς υπόσταση στις διεκδικήσεις αυτής ξεπερνώντας τα παραδοσιακά στεγανά.

Πηγή εικόνας: Liberal

Συμπερασματικά, ο δεσμός που νομιμοποιεί το πολιτικοκοινωνικό ανήκειν ερείδεται στο ιστορικό παρελθόν και γι’ αυτόν το λόγο η αναφορά των πολιτικών σε αυτό οφείλει να διακατέχεται από προσεκτικές, σαφείς και βάσιμες διατυπώσεις, λόγω του ότι η απόκρυψη ή η διαστρέβλωση των γεγονότων δύναται να επιφέρει όχι μόνο αποδοκιμασία αλλά και διαμαρτυρίες εκτεταμένης κλίμακας με κατ’ επ’έκτασιν κρίση του πολιτικού σκηνικού πλήττοντας τον χαρακτήρα ατόμων ή ομάδων του πολιτικού και κοινωνικού γίγνεσθαι. Ένα πλήγμα στην ταυτοτική ιδιότητα ενός ατόμου ή μιας ομάδας, όπως διαμορφώνεται από την ιστορικό τους παρελθόν, εγείρει ένα κρισιακό οντολογικό ζήτημα το οποίο αξιολογικά υπερτερεί της μη ικανοποίησης ενός αιτήματος ή ακόμη και της άδικης διαχείρισής τους, διότι καταργεί την αυθυπαρξία από την οποία διακατέχονται ιδεολογικά, πολιτικά, οικονομικά ή/και κοινωνικά. Το είναι και το υπάρχειν προηγούνται του πράττειν, άρα δε νοείται μεγαλύτερο δημοκρατικό πλήγμα από την άρνηση της ταυτοτικής ατομικής ή συλλογικής ύπαρξης.

Καταληκτικά, οι εύθραυστες ιστορικές οριοθετήσεις και ο πολυδαίδαλος πληροφοριακός της όγκος δεν πρέπει να αποθαρρύνουν τους πολιτικούς από το να φέρνουν στο προσκήνιο σημαντικά οντολογικά ζητήματα της πολιτικής και κοινωνικής ζωής. Η ιστορία δεν μπορεί να αποτελεί μόνο επιστημονική διδαχή και αντικείμενο, καθώς έχει διαμορφώσει με το δικό της τρόπο το εκάστοτε πολιτικό σύστημα. Η επίκληση σε αυτήν οφείλεται να διαπράττεται με τη δέουσα σοβαρότητα και ακρίβεια, χωρίς όμως να δρα ως ανασταλτικός παράγοντας για τους πολιτικούς δρώντες. Η δημοκρατία δεν απαιτεί μόνο τη διαφάνεια στους πολιτικοδιοικητικούς θεσμούς. Η δημοκρατία και ιδίως η μετα-νεωτερική δημιουργεί την επιτακτική ανάγκη για μία φιλοσοφική θεώρηση, η οποία δύναται να διαλευκάνει τις γκρίζες ζώνες του πολιτικού γίγνεσθαι, όχι με δεοντολογικές επικρίσεις και αξιολογικούς στόχους – που σε επόμενο στάδιο προσλαμβάνουν καταλυτικό ρόλο – αλλά πρωτίστως με οντολογική διήθηση, η οποία επισημαίνει τα παρελθοντικά σφάλματα εν συνόλω, εξαίρει τις θετικές εκβάσεις και φέρνει στην επιφάνεια παθολογίες, τις οποίες απέκρυπτε το συμφέρον ή ο φόβος, με σκοπό να τις υπερκεράσει, καθιστώντας την ιστορική αλήθεια το γνωσιαρχικό μέσο για την υπαρξιακή ανάταση σε ατομικό, συλλογικό και πολιτειακό επίπεδο.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  1. Βούλγαρης Γ., Νικολακόπουλος Η., Ρίζας Σ., Σακελλαρόπουλος Τ., Στεφανίδης Ι. (2011), Ελληνική Πολιτική Ιστορία 1950-2004. Β’έκδοση, Αθήνα: Θεμέλιο
  2. Μακρυδημήτρης Α. (2015), Είναι Ηθική Η Πολιτική; Και άλλα ερωτήματα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Σάκκουλα
  3. Μακρυδημήτρης Α. (2013), Υφαίνοντας τον Ιστό της Πηνελόπης. Διοίκηση και Δημοκρατία στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης, Αθήνα-Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Σάκκουλα
  4. Μακρυδημήτρης Α., Πραβίτα Μ.Η. (2012), Διοικητική Επιστήμη Ι. Δημόσια Διοίκηση. Στοιχεία διοικητικής οργάνωσης. Ε’ έκδοση, Αθήνα-Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Σάκκουλα
  5. Σπανού Κ. (2000), Διοίκηση, Πολίτες και Δημοκρατία, Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση
  6. https://primeminister.gr/2021/03/12/26034
  7. https://www.syriza.gr/article/id/106176/Kathgorw-toy-Al.-Tsipra-se-Mhtsotakh:-Eiste-o-enorchhstrwths-ths-entashs-kai-toy-dichasmoy.html#

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Θεοδώρα Αγγελοπούλου
Θεοδώρα Αγγελοπούλου
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1998, όπου διαμένει μέχρι και σήμερα. Είναι απόφοιτη του Πρότυπου ΓΕΛ Αναβρύτων και πλέον πτυχιούχος του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του ΕΚΠΑ. Έχει συμμετάσχει σε πλήθος σεμιναρίων, ημερίδων και προσομοιώσεων σχετικά με την πολιτική, τις διεθνείς σχέσεις, την άμυνα και τη δημόσια διοίκηση ήδη από τα σχολικά χρόνια και το ενδιαφέρον της προς αυτά συνεχίζει αμειώτο. Γνωρίζει άριστα αγγλικά και γαλλικά ενώ στον ελεύθερό της χρόνο ασχολείται με τον κλασσικό και σύγχρονο χορό.