14.2 C
Athens
Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024

Η Επανάσταση στην Κύπρο


Της Αντωνέτας Γαρίτση,

Στα πλαίσια της αφύπνισης της ελληνικής εθνικής συνείδησης και της επιθυμίας αποτίναξης της οθωμανικής κυριαρχίας, τέθηκαν οι απαραίτητες βάσεις για την πραγματοποίηση μίας επανάστασης, μίας ένοπλης εξέγερσης εναντίον του οθωμανικού κράτους. Φορέας όλων αυτών των ιδεών υπήρξε η Φιλική Εταιρεία, μια μυστική οργάνωση που ιδρύθηκε το 1814 στην Οδησσό της Ρωσίας από τρεις Έλληνες: το Ξανθό , το Σκουφά και τον Τσακάλωφ. Ο ρόλος της Φιλικής Εταιρείας ήταν καταλυτικός, καθώς αποτέλεσε την κινητήρια δύναμη για την οργάνωση των επαναστατημένων Ελλήνων, με την παρουσία της να γίνεται αισθητή σε όλο το τοπικό φάσμα, στο οποίο κινήθηκε η ελληνική επανάσταση .

Έτσι λοιπόν, το μήνυμα της Φιλικής Εταιρείας δεν αργεί να φτάσει και στην Κύπρο. Το 1818 καταφθάνουν στο νησί μέλη της οργάνωσης, τα οποία πλησιάζουν τον Αρχιεπίσκοπο Κυπριανό και προεστούς του νησιού, με σκοπό να τους ενημερώσουν σχετικά με την σχεδιαζόμενη Επανάσταση και να επιδιώξουν τη συμβολή της νήσου σε αυτή. Υπόσχονται οικονομική βοήθεια, ενώ ως αντάλλαγμα ζητούν τόσο την υλική όσο και την «πνευματική» προσφορά στον αγώνα . Η «πνευματική» προσφορά έγκειται στη διαφύλαξη  του φρονήματος του κυπριακού λαού από τα εχθρικά αντίποινα και την προπαγάνδα, ενώ και η θέση της ήταν επισφαλής για την εξέλιξη του αγώνα, όντας μακριά από το επίκεντρο της Επανάστασης, αλλά κοντά στη Συρία και την Ανατολή, όπου ήταν συγκεντρωμένος μεγάλος αριθμός εχθρικών στρατευμάτων. Αυτοί άλλωστε ήταν και δύο από τους λόγους που οδήγησαν στη μη-δραστηριοποιημένη δράση της Κύπρου στον αγώνα. Οι άλλοι δύο βασικοί λόγοι που συνετέλεσαν σε αυτήν την εξέλιξη, σχετίζονταν κυρίως με την απροθυμία των τοπικών ηγετών και αρχόντων να ξεσηκωθούν και να υποστηρίξουν το κίνημα, αλλά και με την έλλειψη όπλων και πολεμικού υλικού.

O Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός. Πηγή/ellada.cy

Αρχιεπίσκοπος της Κύπρου ήταν ο Κυπριανός. Γεννημένος το 1756 σε ένα χωριό της Λευκωσίας, το Στρόβολο, εισέρχεται ως δόκιμος και λαμβάνει τη στοιχειώδη παιδεία στη Μονή Μαχαίρα, στην οποία χειροτονείται διάκονος. Αργότερα, το 1784 ταξιδεύει στη Μολδοβλαχία, ως ακόλουθος του Αρχιμανδρίτη της Μονής Χαραλάμπους, με σκοπό την εύρεση οικονομικής βοήθειας για τη Μονή. Στην πατρίδα του επιστρέφει τελικά το 1802 και χειροτονείται επίσημα Αρχιεπίσκοπος του νησιού  κατά το 1810 . Θεωρείται ιεράρχης με πλατιά αντίληψη και βαθιά προσωπικότητα, ενώ η συμμετοχή και η θέση του στα εκκλησιαστικά και πολιτικά ζητήματα της Κύπρου ήταν πρωταγωνιστική. Η ημερομηνία μύησής του στη Φιλική Εταιρεία δεν είναι ξεκάθαρη, όμως το 1820 φιλοξενεί το Φιλικό Δημήτριο Ίπατρο και υπόσχεται οικονομική βοήθεια στην Επανάσταση. Έχει διασωθεί μάλιστα ένα γράμμα του Αλέξανδρου Υψηλάντη προς τον Κυπριανό, στο οποίο επιβεβαιώνεται η θετική στάση του Κύπριου Ιεράρχη και τον ευχαριστεί για τη βοήθειά του στη σύσταση ενός σχολείου στην Πελοπόννησο .

Από την πλευρά των Τούρκων, διοικητής του νησιού ήταν ο Κιουτσούκ-Μεχμέτ. Ως άνθρωπος που θα έκανε τα πάντα για να καλύψει την επιθυμία του για γρήγορο πλουτισμό, ο Κιουτσούκ γρήγορα αντιλήφθηκε πως μέσα από τη συγκυρία της Ελληνικής Επανάστασης του δινόταν η ευκαιρία να ικανοποιήσει την απληστία, αλλά και το φανατισμό του απέναντι στον κυπριακό λαό. Αυτό που χρειαζόταν για να κάνει εμφανείς τις προθέσεις του ήταν μία μόνο αφορμή, προκειμένου να αποκαλύψει την επαναστατική δράση των Κυπρίων στην Πύλη και να μπορέσει να κερδίσει την εύνοια του Σουλτάνου. Παρόλο που οι Κύπριοι προσπαθούσαν να μη δίνουν δικαιώματα που να ενοχοποιούν τη θέση τους απέναντι στους κατακτητές, η αφορμή ήρθε. Ο Κιουτσούκ-Μεχμέτ πληροφορήθηκε από πράκτορές του πως οι Κύπριοι διατηρούσαν αλληλογραφία με τους Υδραίους και εμπλέκονταν σε επαναστατικές δράσεις. Έπειτα, τον Απρίλιο του 1821 καταφθάνει στο νησί ο Θεόφιλος Θησέας και μοιράζει επαναστατικές προκηρύξεις στο λαό. Επίσης, κομβικής σημασίας ήταν και η επίσκεψη του Κωνσταντίνου Κανάρη στις ακτές του νησιού, ο οποίος παρέλαβε τρόφιμα και εθελοντές Κυπρίους για τον Αγώνα. Αυτή η ενέργεια του Θεόφιλου επιβεβαίωσε τις υποψίες του Κιουτσούκ και του έδωσε το πρόσχημα να επικοινωνήσει με την Πύλη. Ζήτησε έγκριση πρώτα για την ενίσχυση της στρατιωτικής δύναμης και έπειτα για τη θανάτωση 486 Κυπρίων αρχιερέων και προυχόντων και τη δήμευση των περιουσιών τους. Πράγματι, η έγκριση από την Πύλη δόθηκε και ο διοικητής προχώρησε στην ολοκλήρωση του σχεδίου του .

Ο Κωνσταντίνος Κανάρης στην Κύπρο. Εικονίζεται να παίρνει μαζί του από τις ακτές της Λαπήθου άνδρες και τρόφιμα για την Επανάσταση. Πίνακας του Γιώργου Μαυρογένη. Πηγή/philnews.com

Παρόλο που ακόμα και για πολλούς Οθωμανούς ο αριθμός αυτός θεωρήθηκε υπερβολικός, δεν άλλαξε κάτι στην εξέλιξη των γεγονότων. Πέρα από τις δημεύσεις περιουσιών, οι σφαγές συνοδεύτηκαν με λεηλασίες και καταστροφές εκκλησιών, μοναστηριών και οικιών, ενώ καταβλήθηκαν μεγάλα ποσά για τη σωτηρία αρκετών συλληφθέντων. Έτσι μετά την άφιξη του επίσημου σουλτανικού ορισμού, ο οποίος επέτρεπε στον Κιουτσούκ-Μεχμέτ να πραγματοποιήσει τα αιτήματά του, ο ίδιος ο διοικητής καλεί τους τέσσερις Αρχιερείς του νησιού και τους κλείνει στις φυλακές του Σεραγιού. Παράλληλα, ανακοινώνει μπροστά σε όλους τους υπηκόους της Λευκωσίας, Οθωμανούς και μη, το περιεχόμενο του σουλτανικού ορισμού. Η κορύφωση των γεγονότων πραγματοποιήθηκε κατά την 9η Ιουλίου του 1821. Την ημέρα αυτή, ο διοικητής ζήτησε να κλείσουν οι πύλες της Λευκωσίας και στην αυλή του παλατιού των Λουζινιανών Βασιλέων, η Κύπρος ήρθε αντιμέτωπη με το οδυνηρότερο έως τότε θέαμα που είχε βιώσει. Θανατώθηκαν με απαγχονισμό πρώτα ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός και έπειτα οι Μητροπολίτες Πάφου, Κιτίου και Κυρήνειας. Οι σφαγές συνεχίστηκαν και κράτησαν περίπου ένα μήνα, μέχρι και τη 14η Ιουλίου, με τη σύλληψη  και τη θανάτωση του Χατζή Συμεών Γλυκύ. Τα λείψανα ιερέων, αλλά και λαϊκών μεταφέρθηκαν εκτός πόλεως και θάφτηκαν σε διάφορα μοναστήρια του νησιού.

Όλα αυτά τα γεγονότα ενέπνευσαν το Βασίλη Μιχαηλίδη, εθνικό ποιητή της Κύπρου, να μιλήσει για τη ρωμιοσύνη των Κυπρίων και να εξιστορήσει τα γεγονότα της 9ης Ιουλίου. Το παρακάτω αποτελεί ένα μικρό απόσπασμα από το ποίημά του :

«…Η Ρωμιοσύνη εν φυλή συνότζιαιρη του κόσμου,

κανένας δεν εβρέθηκεν για να την ι-ξηλείψη,

κανένας, γιατί σιέπει την που τα ‘ψη ο Θεός μου.

Η Ρωμιοσύνη εν να χαθή, όντας ο κόσμος λείψει!

Σφάξε μας ούλους κι ας γενεί το γαίμαν μας αυλάκιν,

κάμε τον κόσμον μακελλειόν και τους Ρωμιούς τραούλλια,

αμμά ξερε πως ίλαντρον όντας κοπεί καβάκιν

τριγύρου του πετάσσουνται τρακόσια παραπούλια.

Το ’νιν αντάν να τρώ’ την γην, τρώει την γην θαρκέται,

μα πάντα κείνον τρώεται και κείνον καταλυέται…»

Η θανάτωση των Ιεραρχών. Πίνακας του Γεωργίου Μαυρογένη. Πηγή/ikypros.com

Μετά από όλα όσα συνέβησαν στην Κύπρο το 1821, πολλοί από τους ντόπιους αγωνιστές και Φιλικούς του νησιού κατέφυγαν στην επαναστατημένη Ελλάδα και στο εξωτερικό, ενώ τα περισσότερα επαναστατικά κινήματα διαλύθηκαν. Οι φυγάδες όμως δε ξέχασαν όλα όσα έζησαν. Αντίθετα, προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να επιτευχθεί η απελευθέρωση και η ένωση της νήσου με την Ελλάδα. Οι προσπάθειές τους κινούνταν κυρίως  σε δύο κατευθύνσεις . Η πρώτη είχε να κάνει με την υπογραφή της πρώτης Ενωτικής Διακήρυξης των Κυπρίων στη Ρώμη το Δεκέμβριο του 1821, μια απόφαση που είχε παρθεί σχετικά καθυστερημένα, δεδομένων των απάνθρωπων γεγονότων που είχαν ήδη διαδραματιστεί στην Κύπρο τον Ιούλιο. Από την άλλη, η δεύτερη προσπάθεια ξεκινά αυτή τη φορά από την επαναστατημένη Ελλάδα κατά το 1824-1825. Μία ομάδα Κυπρίων στο Ναύπλιο πιέζει την τότε ελληνική κυβέρνηση να σχεδιάσει επιχείρηση απελευθέρωσης για την Κύπρο, αλλά αυτή το αρνείται. Τελικά, εφαρμόζεται διαφορετικό σχέδιο με εξέγερση στη Λίβανο χωρίς την έγκριση της ελληνικής κυβέρνησης. Η αποστολή αποτυγχάνει και έχει ως αποτέλεσμα λεηλασίες και ληστείες από το εκστρατευτικό σώμα πριν επιστρέψει στην Ελλάδα .

Το κλίμα όμως, αλλάζει το 1827, όταν κυβερνήτης της Ελλάδος γίνεται ο Ιωάννης Καποδίστριας και έτσι ο κυπριακός λαός αποκτά και πάλι ελπίδες για την απελευθέρωσή του. Η τελική ευθεία σηματοδοτείται με την υπογραφή μυστικών εγγράφων από τον Αρχιεπίσκοπο Πανάρετο και άλλους προκρίτους και την επιστροφή τους. Μετά από πολλούς αγώνες και προσπάθειες, η ελληνική σημαία ανυψώνεται στο λιμάνι της Λάρνακας το 1830, δημιουργώντας έτσι συναισθήματα ευτυχίας και ικανοποίησης στους πολίτες του νησιού.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Τ. Σπυρίδων (1853), Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως Τόμος Β΄. (2η Έκδ) Λονδίνο:Εκ της εν τη Αυλή του Ερυθρού Λέοντος Τυπογραφίας Ταϋλόρου και Φραγκίσκου.
  • Γ. Ι. Κηπιάδου (1972) Απομνημονεύματα των κατά το 1821 εν τη νήσω Κύπρω τραγικών σκηνών. Κύπρος: Μορφωτ. Υπηρεσία Υπ. Παιδείας
  • Δ. Α. Κόκκινου (1974) Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης Τόμος Α.
  • D. Douglas (2012) Η ενοποίηση της Ελλάδας 1770-1923. (7η ανατύπωση) Αθήνα:Μ.Ι.Ε.Τ.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Αντωνέτα Γαρίτση
Αντωνέτα Γαρίτση
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη. Από το 2019 φοιτά στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης στο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας και έχει ειδίκευση στην Αρχαιολογία και την Ιστορία Τέχνης. Γνωρίζει άριστα αγγλικά, ενώ αυτό το διάστημα μελετά την ιταλική γλώσσα. Έχει συμμετάσχει σε ποικίλα προγράμματα που σχετίζονται με την ιστορία τέχνης. Στον ελεύθερο χρόνο της, της αρέσει να διαβάζει βιβλία, κυρίως ιστορικού περιεχομένου, και να ασχολείται με τον εθελοντισμό.