Του Χάρη Πασχάλη,
Η Ελένη Μπούκουρα-Αλταμούρα ήταν σπουδαία Ελληνίδα ζωγράφος του 20ού αιώνα, η οποία για πολλούς αποτελεί την πρώτη Ελληνίδα γυναίκα ζωγράφο!
Γεννήθηκε το 1821 στις Σπέτσες, όπου και πέρασε τα πρώτα παιδικά της χρόνια. Ήταν κόρη του καραβοκύρη Ιωάννη Μπούκουρα, ο οποίος έμελλε ύστερα να εξελιχθεί ως ο πρώτος ιδιοκτήτης θεάτρου στην Ελλάδα. Η Ελένη στάθηκε τυχερή, καθώς ο πατέρας της επιθυμούσε αυτή και τα αδέλφια της να καλλιεργηθούν, κι έτσι έφυγαν από τις Σπέτσες κι εγκαταστάθηκαν αρχικά στο Ναύπλιο και έπειτα στην Αθήνα, προκειμένου τα παιδιά να λάβουν την καλύτερη μόρφωση. Εκεί, ο Ιωάννης δημιούργησε το «Θέατρο Μπούκουρα», το οποίο τιμάται σήμερα μέσω της ονομασίας της «Πλατείας Θεάτρου», στην τοποθεσία όπου αυτό βρισκόταν.
Το ταλέντο της Ελένης στη ζωγραφική ήταν εμφανές από πολύ νωρίς και ο πατέρας της θέλησε να τη βοηθήσει να το εξελίξει, προσλαμβάνοντας τον Ιταλό ζωγράφο Ραφαέλο Τσέκολι, για να της κάνει κατ’ οίκον μαθήματα. Το ταλέντο της, όμως, ήταν τόσο μεγάλο, που ο καθηγητής της την προέτρεψε να πάει στην Ιταλία, προκειμένου να μαθητεύσει στις καλύτερες σχολές τέχνης, κάτι το οποίο η Ελένη έπραξε το 1848 με τη συμβολή του πατέρα της. Υπήρχε, όμως, ένας περιορισμός, ο οποίος παραλίγο να σταθεί εμπόδιο στα όνειρά της. Αυτός δεν ήταν άλλος από την αποκλειστική φοίτηση αρρένων στις σχολές τέχνης. Αυτό, όμως, δεν σταμάτησε την Ελένη. Μεταμφιέστηκε σε άνδρα και με το ψευδώνυμο «Χρυσίνης Μπούκουρας» ξεκίνησε τις σπουδές στην Ιταλία.
Έχοντας περάσει από διάφορες σχολές, κατέληξε να μαθητεύει στο πλευρό του επαναστάτη ζωγράφου Φραντσέσκο Σαβιέρο Αλταμούρα. Αφού η ταυτότητα της Ελένης είχε πλέον αποκαλυφθεί, η μαθητευόμενη και ο δάσκαλος δεν μπορούσαν να κρύψουν πλέον τον έρωτά τους και έκαναν τρία παιδιά εκτός γάμου, τον Ιωάννη, τη Σοφία και τον Αλέξανδρο, έως ότου η Ελένη ασπάστηκε τον Ρωμαιοκαθολικισμό και το ζεύγος ενώθηκε με τα δεσμά του γάμου. Η ευτυχία τους, όμως, δεν κράτησε για πολύ, αφού ο Φραντσέσκο εγκατέλειψε την Ελένη, τον Ιωάννη και τη Σοφία, προκειμένου να φύγει με την Αγγλίδα ερωμένη του και επίσης μαθητευόμενή του, Τζέιν Χέυ και τον μικρότερό του γιο, που απέκτησε με την Ελένη, τον Αλέξανδρο.
Έπειτα από όλη αυτή την αναταραχή, η Ελένη αποφάσισε επιστρέψει στην Ελλάδα, και συγκεκριμένα στην Αθήνα, μαζί με τα δύο της παιδιά. Εκεί, ενσωματώθηκε γρήγορα στην υψηλή κοινωνία λόγω της καταγωγής και των σπουδών της. Μάλιστα, το 1859 και το 1870 εξελέγη μέλος της επιτροπής των Ολυμπίων μαζί με άλλους επιφανείς καλλιτέχνες. Προκειμένου να βιοποριστεί, παρέδιδε, επίσης, μαθήματα ζωγραφικής σε εύπορες Αθηναίες, μεταξύ των οποίων και η μικρή σε ηλικία τότε Βασίλισσα Όλγα. Επιπρόσθετα, ο γιος της, Ιωάννης Αλταμούρας, διακρινόταν συνεχώς για τις ικανότητές του στη ζωγραφική, και ειδικά στις θαλασσογραφίες, με αποτέλεσμα να φύγει για σπουδές με υποτροφία στην Κοπεγχάγη ως μαθητευόμενος του Καρλ Φρέντερικ Σόρενσεν.
Παρόλη την επιτυχία του γιου της, οι δυσκολίες της ζωής για την Ελένη δεν σταμάτησαν. Η κόρη της, Σοφία, ασθένησε από φυματίωση και η Ελένη επέστρεψε μαζί της στις Σπέτσες, το νησί της καταγωγής της, προκειμένου η Σοφία να βρίσκεται σε ένα πιο υγιεινό περιβάλλον και να έχει ελπίδες για ανάρρωση. Δυστυχώς, όμως, η Σοφία έφυγε σε αρκετά νεαρή ηλικία. Μετά τον θάνατο της αδελφής του, ο Ιωάννης επέστρεψε από την Κοπεγχάγη, για να συμπαρασταθεί στη μητέρα του. Η μοίρα, όμως, επεφύλασσε δεύτερη πίκρα για την Ελένη, καθώς ο Ιωάννης πέθανε μερικά χρόνια αργότερα, επίσης από φυματίωση.
Η Ελένη Μπούκουρα-Αλταμούρα, έχοντας πλέον χάσει και τα δύο της παιδιά, βυθίστηκε σε βαθιά θλίψη, η οποία ορισμένες φορές την έφτασε στα άκρα. Πιο συγκεκριμένα, κατέληξε να κάψει τα πιο πολλά και καλύτερα της έργα και οδηγήθηκε στην απομόνωση. Άφησε την τελευταία της πνοή στις 19 Μαρτίου 1900 και κηδεύτηκε στις Σπέτσες. Η πολυτάραχη ζωή της σε συνδυασμό με το πάθος και τις θυσίες για την τέχνη αποτελούν πηγή έμπνευσης μέχρι και σήμερα. Μάλιστα, το μυθιστόρημα «Ελένη ή ο κανένας», της Ρέας Γαλανάκη, και το θεατρικό έργο «Ελένη Αλταμούρα», του Κώστα Ασημακόπουλου, είναι εμπνευσμένα από τη ζωή και την πορεία της.