Της Μαρίας – Ελένης Κασαπάκη,
Στις 26 Ιουλίου 1822 έλαβε χώρα μια μάχη σταθμός για την έκβαση του ελληνικού απελευθερωτικού αγώνα. Οι επαναστάτες συγκρούστηκαν στα Δερβενάκια με τις δυνάμεις του Μαχμούτ πασά Δράμαλη, ο οποίος ξεκίνησε από τη Λάρισα οδηγώντας ένα τουρκικό στράτευμα με περισσότερους από 8.000 ιππείς και 20.000 πεζούς στρατιώτες οργανωμένους από το Χουρσίτ Πασά. Υπό τη διοίκηση 7 πασάδων και κάποιων μπέηδων, ο οθωμανικός στρατός κατευθύνθηκε προς την επαναστατημένη Ελλάδα. Για πρώτη φορά από την εποχή του Αλή Κιουμουρτζή (1715) τόσο πολυάριθμο στράτευμα κατήλθε προς τη Νότια Ελλάδα.
Ο οθωμανικός στρατός αρχικά πέρασε από τη Λάρισα στη Λαμία και στην Αλαμάνα και στη συνέχεια δίχως να έρθει αντιμέτωπος με την παραμικρή παρουσία επαναστατών στη Λιβαδειά και στη Θήβα, οι οποίες την προηγούμενη χρονιά είχαν πυρποληθεί από τον Κιοσέ Μεχμέτ. Τα ελληνικά σώματα κρύφτηκαν στα βουνά της Δωρίδας χωρίς να προσπαθήσουν να αναχαιτίσουν τον τουρκικό χείμαρρο. Ο Δράμαλης συνέχισε απρόσκοπτα την πορεία του, όμως, υπήρχε ένας σημαντικός παράγοντας που αποδυνάμωνε σιγά σιγά τους στρατιώτες του: η έλλειψη εφοδίων. Ο καυτός ήλιος του Ιουλίου και η ανάγκη για τροφή ταλαιπώρησε τους Τούρκους, πολλοί από τους οποίους άρρωστοι και αποδυναμωμένοι εγκαταλείπονταν στην τύχη τους. Ωστόσο, η διαδρομή τους συνεχίστηκε ευνοημένη από την απουσία σύμπνοιας μεταξύ των Ελλήνων, λόγω των αντίθετων απόψεων μεταξύ πολιτικών και στρατιωτικών.
Οι μικρές και πολεμικά άπειρες δυνάμεις των Πελοποννησίων με επικεφαλής το Γεώργιο Σέκερη και το Ρήγα Παλαμήδη, όχι μόνο δείλιασαν μπροστά στον πολυάριθμο οθωμανικό στρατό, αλλά έσπειραν τον τρόμο στους κατοίκους της Κορίνθου, οι οποίοι εκκένωσαν την πόλη μέσα σε μια νύχτα αναζητώντας καταφύγιο σε σπηλιές και δάση. Έτσι, το φρούριο της Ακροκορίνθου, πλούσιο σε οπλισμό και εφόδια, μια από τις πιο καίριες τοποθεσίες της Πελοποννήσου, βρέθηκε εκτεθειμένο στους εχθρούς. Για την απώλεια αυτή κρίθηκε υπαίτιος ο φρούραρχος Αχιλλέας Θεοδωρίδης, ο οποίος στη συνέχεια οδηγήθηκε στη φυλακή, όπου και τελικά αυτοκτόνησε.
Στην Κόρινθο ο Δράμαλης συνάντησε το Γιουσούφ πασά της Πάτρας, ο οποίος του πρότεινε να κάνει την πόλη κέντρο των επιχειρήσεων και του ανεφοδιασμού του, αφού θέσει υπό τον έλεγχό του το Σαρωνικό και τον Πατραϊκό κόλπο. Έπειτα θα μπορούσε να διαιρέσει τις δυνάμεις του και ένα τμήμα να διαβεί προς το Ναύπλιο και την Τριπολιτσά, ενώ το δεύτερο θα κατευθυνόταν προς την Πάτρα, προκειμένου να υποτάξει τους κατοίκους της Αχαΐας. Ο Δράμαλης όμως, ενθαρρυμένος από τη μέχρι τότε ανεμπόδιστη πορεία του, δεν ακολούθησε τη συμβουλή του ομολόγου του και κατευθύνθηκε προς το πολιορκούμενο από τους Έλληνες Ναύπλιο.
Την ίδια περίοδο καταφθάνει στους επαναστάτες η είδηση της άφιξης των Τούρκων στην Πελοπόννησο, γεγονός που τους σόκαρε, διότι πίστευαν ότι οι Θερμοπύλες και η Ακροκόρινθος φυλάσσονταν με ισχυρές δυνάμεις. Επικράτησε πανικός στον άμαχο πληθυσμό και πολλοί προσπάθησαν να διαφύγουν είτε προς τα νησιά είτε στο βάθος της Πελοποννήσου, στη δυσπρόσιτη Τσακωνιά. Μέσα σε αυτό το κλίμα τρόμου και έλλειψης οργάνωσης, ψυχή της αντίστασης και της προάσπισης των κεκτημένων του επαναστατικού αγώνα αναδείχθηκε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Οι πρόκριτοι και η γερουσία τον κάλεσαν δίνοντάς του απόλυτη εξουσία και ενήργησαν σύμφωνα με τις αποφάσεις του. Ο πολιτικός του αντίπαλος Παλαιών Πατρών Γερμανός του είπε χαρακτηριστικά ότι «ἐκεῖνη ἦτον ἡ στιγμή, καθ’ ἥν ἔμελλε νὰ ἐπιτύχῃ καὶ δόξαν καὶ εἴ τι ἄλλο ἐπιθυμήσῃ…». Με προκήρυξη στις 7 Ιουλίου, ο Κολοκοτρώνης επιστρατεύει όλους τους άνδρες ηλικίας 18 – 60 χρόνων και τους καλεί να πολεμήσουν με ό,τι έχουν, ενώ οι λιποτάκτες τιμωρούνταν αυστηρά. Στέλνει γράμματα σε όλες τις επαρχίες για αποστολή στρατού και εξουσιοδοτεί το Βασίλη Δημητρακόπουλο να αξιοποιήσει τα εθνικά κτήματα της Καρύταινας, γιατί γνώριζε ότι η πείνα μπορούσε να διαλύσει τα στρατεύματα.
Παράλληλα, ο Κολοκοτρώνης συναντήθηκε με διάφορους επισήμους, το Δημήτριο Υψηλάντη, τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, τον Ανδρέα Μεταξά, τον Παπαφλέσσα κ.α., για να συντονίσουν το σχέδιο απόκρουσης των Τούρκων. Την ίδια περίοδο καταφθάνει στην Πελοπόννησο από τη Στερεά Ελλάδα ο Νικηταράς. Εφαρμόζεται η τακτική της καμένης γης και δίνεται η διαταγή να καούν οι εκτάσεις του Άργους, προκειμένου ο οθωμανικός στρατός να έρθει για άλλη μια φορά αντιμέτωπος με την έλλειψη τροφής. Ταυτόχρονα, οι Ρουμελιώτες εξαπολύουν άγριο καθημερινό κλεφτοπόλεμο με στόχο τις προμήθειες των Τούρκων.
Όσο περνούσαν οι μέρες, το ζήτημα της ανεπάρκειας των εφοδίων γινόταν ολοένα και πιο δυσβάσταχτο για τους στρατιώτες του Δράμαλη. Αυτό οδήγησε σε εσωτερικό διχασμό, με πολλά από τα στελέχη του στρατού να εκφράζουν έντονα τη δυσαρέσκειά τους προς το πρόσωπο του Μαχμούτ πασά. Επιπρόσθετα, οι δυνάμεις των Τούρκων είχαν συρρικνωθεί περίπου στους 16.000 στρατιώτες, εκ των οποίων οι 10.000 ήταν εμπειροπόλεμοι. Έτσι, ο Δράμαλης αποφάσισε να ακολουθήσει τη συμβουλή που του είχε δώσει πρότινος ο Γιουσούφ πασάς και να υποχωρήσει στην Κόρινθο, την οποία θα χρησιμοποιούσε ως ορμητήριο. Προκειμένου να παραπλανήσει τους Έλληνες, έστειλε το γραμματικό Παναγιώτη Μανούσο να τους δώσει ψευδείς πληροφορίες ότι επρόκειτο να πορευθεί προς την Τριπολιτσά.
Στις 25 Ιουλίου κλήθηκαν σε συνάντηση οι οπλαρχηγοί, από τους οποίους μόνο ο Κολοκοτρώνης αντιλήφθηκε ότι η ενέργεια αυτή ήταν απλά αντιπερισπασμός. Πρότεινε λοιπόν, να μείνουν οι υπόλοιποι στις θέσεις τους, σε περίπτωση που ο Δράμαλης συνεχίσει την πορεία του προς την Τρίπολη, αλλά ο ίδιος θα μετέβαινε με το στράτευμά του στα στενά των Δερβενακίων. Μολονότι οι περισσότεροι τον αμφισβήτησαν, την επόμενη κιόλας μέρα, οι προβλέψεις του Γέρου του Μοριά επρόκειτο να εκπληρωθούν.
Από τους 2.500 στρατιώτες που ακολούθησαν τον Κολοκοτρώνη, οι περισσότεροι φύλαγαν τα στενά των Δερβενακίων με αρχηγό τον Αντώνη Κολοκοτρώνη, ενώ οι υπόλοιποι έλαβαν θέση στο Σχινοχώρι και το Αγιονόρι. Ο Κολοκοτρώνης εμψύχωσε τους άνδρες του λέγοντάς τους ότι σε όνειρο το προηγούμενο βράδυ του επιβεβαίωσε τη νίκη η ίδια η Τύχη της πατρίδας. Το δειλινό της 26ης Ιουλίου ο ανύποπτος τουρκικός στρατός εμφανίστηκε να διαβαίνει τη στενωπό στα Δερβενάκια. Οι Έλληνες άρχισαν να τους τουφεκίζουν και πολλοί Τούρκοι, στην προσπάθεια τους να διαφύγουν, κατευθύνθηκαν προς τον Άγιο Σώστη. Εκεί όμως, βρέθηκαν αντιμέτωποι με τα στρατεύματα του Υψηλάντη, του Παπαφλέσσα και του Νικηταρά από το Αγιονόρι, που είχαν ειδοποιηθεί να σπεύσουν για βοήθεια. Οι σφαγές συνεχίστηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας. Οι απώλειες του στρατού του Δράμαλη ανήλθαν περίπου στις 3.000.
Στις 28 Ιουλίου ο Δράμαλης επιχείρησε εκ νέου έξοδο προς την Κόρινθο, αυτή τη φορά από το Αγιονόρι. Οι Έλληνες όμως και πάλι φύλαγαν κρυμμένοι τα στενά της περιοχής και συνέτριψαν τις δυνάμεις του οθωμανικού κράτους. Έτσι, η εκστρατεία του Μαχμούτ πασά εκμηδενίστηκε και οι επαναστάτες κυριάρχησαν ξανά στον κάμπο της Αργολίδας περιορίζοντας τους Τούρκους στην Κόρινθο και το Ναύπλιο. Η σφαγή του Δράμαλη έγινε γρήγορα θρύλος και τραγούδι, με τη λαϊκή Μούσα να αναδεικνύει τη σημασία της επιτυχίας των Ελλήνων, οι οποίοι ενωμένοι μπόρεσαν να εξοντώσουν ένα σπουδαίο, αλλά αλαζόνα αντίπαλο.
Της Ρούμελης οι μπέηδες και του Μοριά οι λεβέντες
στο Δερβενάκι κείτονται, κορμιά δίχως κεφάλια.
Στρώμα έχουν τη μαύρη γη, προσκέφαλο μια πέτρα
και τ’ από πάνω σκέπασμα του φεγγαριού τη λάμψη.
Κι ένα πουλάκι επέρασε και το ξαναρωτούνε,
πουλί, πώς πάει ο πόλεμος, το κλέφτικο τουφέκι;
Μπροστά πάει ο Νικηταράς, πίσω ο Κολοκοτρώνης
και παραπίσω οι Έλληνες με τα σπαθιά στο χέρι.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Δ. Α. Κόκκινος (1974) Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΙΣ Τόμος 2ος , Αθήνα:Εκδόσεις Μέλισσα.
- Δ. Φωτιάδη (1979) Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΕΙΚΟΣΙΕΝΑ Τόμος 2ος (2η Έκδ.). Αθήνα:ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ Ν. ΒΟΤΣΗ.
- Α. Ε. Βακαλόπουλος (1982) ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ, Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ (1821 – 1829) – Η ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΚΡΙΣΗ (1822 – 1825) Τόμος ΣΤ᾿. Θεσσαλονίκη:ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΑΝΤ. ΣΤΑΜΟΥΛΗ.
- Κ. Παπαρηγόπουλος (s.d.) Ιστορία του Ελληνικού Έθνους Τόμος Έκτος Μέρος Πρώτον. Αθήνα:Εκδ. Ελευθερουδάκης