Της Σοφίας Πεχλιβανίδου,
Στην αριστοτελική φιλοσοφία η αλήθεια του κόσμου είναι αυτή που αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας. Ο αισθητός κόσμος, αυτός που μπορούμε να αντιληφθούμε με την εμπειρία μας είναι ο πραγματικός κόσμος στον οποίο εντοπίζεται η αλήθεια για τον καθένα μας. Τι θα γινόταν, όμως, αν μάθαινες κάποτε ότι η αλήθεια που θεωρούσες για όλη σου τη ζωή δεδομένη και αδιαπραγμάτευτη είναι η σκηνοθετική επιλογή ενός επίδοξου κινηματογραφιστή που αποφάσισε να δημιουργήσει όλη σου τη ζωή σε ένα τεράστιο στούντιο με 5000 κάμερες να καταγράφουν κάθε σου κίνηση, με ηθοποιούς και σκηνικό αληθινής πόλης εντός της οποίας ζεις τη σταθερή σου ρουτίνα με τους ανθρώπους που γνωρίζεις από τότε που θυμάσαι τον εαυτό σου; Θα έμενες στη βολική σου ζωή, θα συντηρούσες την ασφάλεια που σου παρείχε η ζωή σου ή θα έψαχνες τρόπο να δραπετεύσεις;
Αυτό ακριβώς διαπραγματεύεται η ταινία “The Truman Show” του Peter Weir, η οποία προβλήθηκε το 1998 στις κινηματογραφικές αίθουσες. Τη συγκεκριμένη ταινία την «ανακάλυψα» και την παρακολούθησα για πρώτη φορά στην Α’ Λυκείου με παρότρυνση της φιλολόγου που μου δίδασκε «Αρχές Φιλοσοφίας». Είχαμε πάντα ενδιαφέρουσες συζητήσεις περί φιλοσοφίας με την καθηγήτριά μου. Σε μία από αυτές, λοιπόν, αναλύοντας τις διαφορές της πλατωνικής και της αριστοτελικής θεωρίας για την αναζήτηση της αλήθειας μέσω των Ιδεών ή μέσω της εμπειρίας και των αισθήσεων, τέθηκε το ερώτημα «Πόσο αληθινά είναι όσα ζούμε τελικά;». Και αν όσα ζούμε είναι αποτέλεσμα των εμπειριών και του αισθητού κόσμου τον οποίο αντιλαμβάνεται ο καθένας στον βαθμό που του το επιτρέπουν οι αισθήσεις του πόσο σίγουροι μπορούμε να είμαστε για την αντικειμενική αλήθεια που θεωρούμε ότι γνωρίζουμε;
Οι προβληματισμοί που μου δημιούργησε η συζήτηση με την καθηγήτριά μου ήταν έντονοι και με έβαλαν στη διαδικασία να αμφισβητήσω πολλές από τις σταθερές που είχα στο μυαλό μου ως τότε, ως εκείνη τη συζήτηση με αφορμή το μάθημα της φιλοσοφίας στο Λύκειο. Έτσι, μου πρότεινε να δω την ταινία και να συζητήσουμε τις εντυπώσεις που θα μου δημιουργούσε. Το πρώτο πράγμα που της είπα, αφού είχα δει το “The Truman Show”, ήταν ότι σίγουρα ανατράπηκαν πολλές ισορροπίες στο μυαλό μου και μου έδωσε λόγους να αμφισβητώ ακόμη περισσότερο όσα παρατηρώ γύρω μου. Χαμογέλασε. Ο σκοπός για τον οποίο μου πρότεινε να δω τη συγκεκριμένη ταινία είχε επιτευχθεί.
Έχουν περάσει 10 χρόνια από εκείνο το χαμόγελο της καθηγήτριάς μου στο Λύκειο και το φέρνω συχνά στο μυαλό μου σκεπτόμενη πόσο με άλλαξε ως άνθρωπο, πόσο με έκανε να σκέφτομαι και να αξιολογώ διαφορετικά τους ανθρώπους, τα λεγόμενά τους, τις απόψεις, τις αξίες και τα ιδανικά που πρεσβεύουν και φυσικά την αλήθεια στην οποία πιστεύουν και στον λόγο για τον οποίο την πιστεύουν. Ο Jim Carrey, ως Truman, πίστευε σε μια επίπλαστη αλήθεια που κάποιοι άλλοι είχαν κατασκευάσει για εκείνον με τέτοιο τρόπο ώστε να μην φτάσει ποτέ σε σημείο να αμφισβητήσει την αυθεντικότητά της. Υπήρξε, δηλαδή, ο άνθρωπος που επιλέχθηκε από μια εταιρεία παραγωγής και χρησιμοποιήθηκε για να ζήσει σε ένα συγκεκριμένο, μη μεταβαλλόμενο περιβάλλον, στο οποίο ήταν όλα προκαθορισμένα βάσει σεναρίου με συγκεκριμένους ηθοποιούς. Ο Truman ζούσε μια ζωή που ενδεχομένως πολλοί θα ζήλευαν, τη στιγμή που εκείνος αγνοούσε ότι όσα συνέβαιναν σε αυτή τη ζωή ήταν σχεδιασμένα ως την πιο ασήμαντη λεπτομέρεια, και μάλιστα προβαλλόταν ως πολύ επιτυχημένο τηλεοπτικό πρόγραμμα σε όλον τον κόσμο.
Εκατομμύρια θεατών έβλεπαν την επαναλαμβανόμενη ρουτίνα του πρωταγωνιστή 24 ώρες το 24ωρο με μεγάλο ενδιαφέρον, χωρίς κανείς να αναρωτιέται πώς είναι να γκρεμίζεται η ζωή σου, όταν μαθαίνεις πως τίποτα από όσα θεωρούσες πραγματικότητα, μοναδική και αδιαπραγμάτευτη αλήθεια είναι ένα καλοστημένο ψέμα πάνω στο οποίο βασίζονται τεράστια κέρδη των χορηγών που χρηματοδότησαν όλη αυτή την πλεκτάνη. Μέχρι τη στιγμή που κάποια αποκάλυψε το ψέμα στον Truman. Ήταν εκείνη η στιγμή που ο πρωταγωνιστής αναρωτήθηκε πώς είναι δυνατόν να είναι όλα ψεύτικα, άρχισε να παρατηρεί τη ζωή του με τρόπο που δεν έκανε ποτέ πριν και συνειδητοποίησε ότι είχε αποδεχτεί ως αντικειμενική πραγματικότητα μια επαναλαμβανόμενη με μαθηματική ακρίβεια ζωή της οποίας την ηρεμία δεν διατάρασσε σχεδόν τίποτα. Όταν, λοιπόν, άρχισε να αναζητά την αλήθεια των πραγμάτων, να γίνεται περίεργος, δυσάρεστος και ίσως επικίνδυνος ορισμένες φορές, δεδομένου ότι για πρώτη φορά κινδύνευε να αποτύχει το κινηματογραφικό εγχείρημα για το οποίο εργάζονταν πάρα πολλοί άνθρωποι, είχε μεγάλη απήχηση στο κοινό και είχαν επενδυθεί τεράστια χρηματικά κεφάλαια, τότε ήταν που αντιλαμβανόταν ότι κάποιος τον εμποδίζει συνεχώς να ανακαλύψει την αλήθεια.
Η ιστορία του Truman αποτελεί την απόδειξη ότι, όσο ιδανικές κι αν είναι οι συνθήκες στις οποίες ζούμε, πάντα μπορούμε να αμφισβητήσουμε αυτό που έχουμε μάθει να θεωρούμε πραγματικότητα βάσει των αισθήσεών μας. Αρκεί να βρεθεί ο κατάλληλος άνθρωπος την κατάλληλη στιγμή ώστε να μας δημιουργήσει τη σπίθα της αμφισβήτησης, που είναι άλλωστε το μέσο για να φτάσεις στην αλήθεια που ψάχνουμε όλοι ως υπάρξεις.
Αντιπαραβάλλοντας την ιστορία του Truman με τη σημερινή πραγματικότητα -ή καλύτερα με αυτό που καθένας θεωρεί πραγματικότητα-, την παραπληροφόρηση στην εποχή της πληροφορίας, την τρομολαγνεία, την αμφισβήτηση προς την επιστήμη και την εμμονή να κατέχουν ορισμένοι τη μία και μοναδική αλήθεια, από όπου κι αν εκείνη προέρχεται, καθίσταται σαφές ότι η εξαπάτηση των αισθήσεων, η απουσία κριτικής σκέψης και παρατηρητικότητας των γεγονότων είναι συχνή, εύκολη και εξυπηρετεί απολύτως τα συμφέροντα εκείνων που επιθυμούν να κυριαρχήσουν για οποιονδήποτε λόγο και με οποιονδήποτε τρόπο επί του πλήθους.
Σε μία από τις τελευταίες σκηνές της ταινίας, στο σημείο όπου πια ο Truman έχει φτάσει στην άκρη του κόσμου του και είναι έτοιμος να δραπετεύσει, διαμείβεται για πρώτη -και για τελευταία- φορά διάλογος μεταξύ του πρωταγωνιστή και του Cristof (Ed Harris) -του εμπνευστή δηλαδή του εγχειρήματος να κινηματογραφείται και να μεταδίδεται ζωντανά ολόκληρη η ζωή ενός ανθρώπου χωρίς εκείνος να το γνωρίζει-, όπου ο δεύτερος αποκαλύπτει στον πρωταγωνιστή πώς ξεκίνησαν όλα και τονίζει ότι του έφτιαξε έναν κόσμο όπως είναι ο πραγματικός, με τις ίδιες αδικίες, τις ίδιες σχέσεις, τους ίδιους χαρακτήρες ανθρώπων, τον ίδιο φόβο, το ίδιο κακό, μόνο που στον κόσμο αυτόν δεν χρειάζεται να φοβάται για τίποτα, είναι ασφαλής.
Πόσο ασφαλής να νιώθει, αλήθεια, κάποιος, όταν ξέρει ότι ζει σε μια πλάνη που κάποιος άλλος σχεδίασε και εκτέλεσε για εκείνον; Πόσο εύκολο είναι να επιλέξεις την ασφάλεια έναντι της αλήθειας, όταν γνωρίζεις την ύπαρξη της δεύτερης; Ο Truman, όταν κλήθηκε να επιλέξει, είπε την αγαπημένη του φράση: «Και σε περίπτωση που δεν σας ξαναδώ, καλό μεσημέρι, καλό απόγευμα και καλό σας βράδυ!», άνοιξε την πόρτα του γιγαντιαίου σκηνικού εντός του οποίου ζούσε και έφυγε. Ο Truman διάλεξε την αλήθεια, την αντικειμενική πραγματικότητα, ρισκάροντας να χάσει την -αποπνικτική για εκείνον- ομαλή ζωή που του είχαν προσφέρει τόσο απλόχερα από τη γέννησή του. Ο Truman τόλμησε να κοιτάξει την αλήθεια του κατάματα, αφού πρώτα έδωσε τη μάχη του για να φτάσει ως εκεί και ήταν πράγματι μια μάχη σκληρή, με τον εαυτό του πρωτίστως. Εμείς άραγε;
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- The Truman Show (1998). IMDB, διαθέσιμο εδώ.