Του Γιώργου Σαλπιγγίδη,
Η επανάσταση των Ελλήνων για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού εμπεριέχει πλήθος γεγονότων και επιχειρήσεων, με την απαρχή τους να βρίσκεται στο Μάρτιο του 1821. Οι κατά τόπους σπίθες που είχαν ανάψει, ήταν αρκετές για να συμπαρασύρουν μεγάλο μέρος της Πελοποννήσου και της Στερεάς Ελλάδας στον αγώνα για την ελευθερία. Μια από τις πρώτες περιοχές που εξεγέρθηκαν κατά των Τούρκων είναι αυτή των Καλαβρύτων στις 21 Μαρτίου, με αποτέλεσμα την απελευθέρωση του τόπου ύστερα από πέντε ημέρες.
Το ίδιο κλίμα επικρατούσε και στην πόλη της Πάτρας, με τις κινήσεις όμως εκεί να έχουν αρχίσει ήδη ένα μήνα πριν σε μυστικό επίπεδο. «Αι Παλαιαί Πάτραι», όπως ήταν γνωστή η πόλη τότε, αποτελούσαν μια από τις σημαντικότερες γεωστρατηγικές θέσεις στην Πελοπόννησο, από τον καιρό του μεσαίωνα, λόγω και του λιμανιού της, ενώ το μακραίωνο φρούριο που υπήρχε, προσέδιδε ακόμη μεγαλύτερη σημασία στην πόλη. Οι συνωμοτικές ενέργειες των Ελλήνων έγιναν σταδιακά αντιληπτές από τις αρχές που θορυβήθηκαν, όταν στις 20 Φεβρουαρίου οι ραγιάδες δεν κατέβαλαν το χαράτσι και τους φόρους ως όφειλαν. Η ανησυχία τους φαίνεται από τη μετεγκατάσταση τουρκικών οικογενειών και πολύτιμων αντικειμένων προς το κάστρο, μεταξύ 1ης και 6ης Μαρτίου. Με τον ίδιο σκεπτικό και οι ελληνικές οικογένειες κατευθύνθηκαν είτε στα Επτάνησα, είτε στα γύρω ορεινά χωριά, είτε στα ξένα προξενεία.
Καθώς περνούσε ο καιρός, η ανησυχία των Τούρκων μεγάλωνε, με αποτέλεσμα να απευθυνθούν στους προξένους της Πάτρας στις 23 Μαρτίου, με σκοπό τον εκφοβισμό τους για να μη στηρίξουν μια ενδεχόμενη επαναστατική δράση. Όντως υπήρχε η υποστήριξη από μια μεριά των ξένων προξένων, πλην όμως του Άγγλου Γκρην που προσπαθούσε να εμποδίσει τους αγωνιστές από το να εξεγερθούν. Την ίδια μέρα (23 Μαρτίου) συγκεντρώνονται αρχικά 30 και ύστερα από λίγο 300 Τούρκοι πολίτες και κατευθύνονται στο σπίτι του Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλου, ενός εκ των πρόκριτων της περιοχής και επιτίθενται σε αυτό, όπως και στη Μητρόπολη. Η πυρπόληση αυτών των δύο κτηρίων σύντομα εξαπλώθηκε και στις υπόλοιπες οικίες. Την ίδια στιγμή ξεκίνησαν να βάλλουν κατά των Ελλήνων και τα κανόνια από την πλευρά του κάστρου. Όλα αυτά οδηγούν στην έκρηξη της επανάστασης στην Πάτρα και γρήγορα οι αγωνιστές έλαβαν τις θέσεις τους, μαζί με την πολύτιμη βοήθεια των Επτανησίων που είχαν σπεύσει στην πόλη. Το γενικό πρόσταγμα ερχόταν από τον Πατρινό Παναγιώτη Καρατζά, ενώ στο έργο του συνέδραμαν και οι Επτανήσιοι Νικόλαος Γερακάκης και Ευάγγελος Λειβαδάς.
Η μάχη συνεχίστηκε όλο το βράδυ, με τις ελληνικές δυνάμεις να ενισχύονται από τα γειτονικά χωριά. Οι Τούρκοι αναγκάστηκαν να στραφούν προς το φρούριο και οχυρώθηκαν σε αυτό, με μια δύναμη περίπου 100 ανδρών να έρχεται από το Ρίο. Στο άκουσμα των γεγονότων αυτών κινητοποιήθηκαν και άλλοι Έλληνες από τη γύρω περιοχή, όπως ο Ανδρέας Ζαΐμης με 500 άνδρες, ο Ανδρέας Λόντος με 400 και άλλοι. Στις επιχειρήσεις εντάχθηκε και ένας αριθμός κανονιών που ήταν στραμμένα προς το φρούριο. Η κατάσταση φαίνεται ότι ήταν υπέρ των αγωνιστών που επικρατούσαν σταδιακά. Μάλιστα στις 25 Μαρτίου, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, που είχε φτάσει στην πόλη για να συμβάλει με τις δυνάμεις του, κάλεσε τους Έλληνες στην πλατεία του Αγ. Γεωργίου για να δώσουν όρκο πάνω στο σταυρό για «Ελευθερία ή Θάνατο».
Ο αναβρασμός αυτός μέσα στην πόλη αφύπνισε και άλλες περιοχές, ενώ οργανώθηκε και το Αχαϊκό Διευθυντήριο. Μέλημά του ήταν να επικοινωνήσει στους προξένους των ξένων δυνάμεων, άρα γενικότερα στις Ευρωπαϊκές δυνάμεις, τις προσπάθειες των Ελλήνων για ελευθερία, ζητώντας την βοήθειά τους, ενώ φρόντιζε και για την οργάνωση του αγώνα και των επόμενων κινήσεων. Χαρακτηριστική είναι η προκήρυξη που εξέδωσε στις 26 Μαρτίου προς τους προξένους, προβάλλοντας τις διαθέσεις τους.
Το ευνοϊκό κλίμα που φαίνεται να έχει δημιουργηθεί σύντομα θα αλλάξει σε βάρος των Ελλήνων. Ο Γιουσούφ Πασάς, που βάδιζε μαζί με 300 ομοεθνείς του από τα Ιωάννινα προς την Εύβοια, παρέκκλινε της πορείας του μόλις πληροφορήθηκε, και από τον Άγγλο πρόξενο Γκρην, τη δεινή θέση στην οποία είχαν περιέλθει οι Τούρκοι της Πάτρας και κατέφυγε εκεί για να τους βοηθήσει στις 3 Απριλίου. Η εμφάνισή του τρομοκράτησε τόσο τον άμαχο πληθυσμό, όσο και τους πολεμιστές που εγκατέλειψαν τις θέσεις τους, καθώς δέχονταν επίθεση από δύο μέρη (τα κανόνια του φρουρίου και από τους άνδρες του Γιουσούφ). Τα αντίποινα ήταν σκληρά και δε ξέφυγαν ούτε τα γυναικόπαιδα από την οργή τους. Όσοι πάλι μπόρεσαν να φτάσουν στο λιμάνι, στράφηκαν σε ασφαλή προορισμό. Η επικράτηση των Τούρκων στην Πάτρα και η ενίσχυση των δυνάμεών τους συμπαρέσυρε και άλλες περιοχές της Πελοποννήσου, αναδεικνύοντας την πόλη ως ένα καίριο στρατηγικό σημείο.
Αργότερα, υπήρξαν και άλλες προσπάθειες για την απελευθέρωση της πόλης, όπως η μάχη του Ριγανόκαμπου στις 2 Ιουνίου και η μάχη στο Σαραβάλι στις 15 Ιουλίου, όμως δεν ήταν ικανές για να την πάρουν υπό τον έλεγχό τους. Για να μπορέσει να περάσει η πόλη αυτή σε ελληνικά χέρια, θα έπρεπε μέσω των πλοίων τους να διακόψουν τον ανεφοδιασμό των Τούρκων.
Πέραν όμως από τα σχέδια και τις επιχειρήσεις, βασική μέριμνα των επαναστατών όφειλε να είναι η ομόνοια, ενδεχομένως ο δυσκολότερος δρόμος για τους Έλληνες. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα για τις έριδες, που επικρατούσαν εκείνη την περίοδο, είναι η άρνηση της παράδοσης των στρατιωτικών πρωτοβουλιών στο Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, από μια μεγάλη μερίδα κοινοτικών αρχόντων της Αχαΐας (Ζαΐμης, Χαραλάμπης, Γερμανός). Γιατί όμως συνέβη αυτό; Διότι ο Γέρος του Μοριά είχε κατορθώσει το προηγούμενο διάστημα την άλωση της Τριπολιτσάς (23 Σεπτεμβρίου 1821) και μια επιπλέον νίκη του κατά των Τούρκων θα του προσέδιδε μεγαλύτερο κύρος και περισσότερα λάφυρα. Τα νέα για την πτώση της Τριπολιτσάς έφτασαν και στην Πάτρα, με αποτέλεσμα να εγκαταλείψουν την πόλη όσοι Αλβανοί ήταν στο πλευρό των Τούρκων, αποδυναμώνοντας την άμυνά τους. Εάν δεν εμπόδιζαν τον Κολοκοτρώνη να δράσει άμεσα, πιθανόν τα πράγματα να είχαν μια διαφορετική, θετικότερη, τροπή.
Με τον Κολοκοτρώνη πια να έχει φύγει από το προσκήνιο και με το χρόνο να έχει περάσει επιχειρούνται κάποιες προσπάθειες για την κατάληψη των γύρω τόπων της πόλης. Έτσι στις 21 Οκτωβρίου 1821 καταλαμβάνονται οι περιοχές Γηροκομείο, Περιβόλα, Σαραβάλι. Επόμενη κρίσιμη κίνηση η προσπάθεια κατάκτησης του φρουρίου της Πάτρας. Για το σκοπό αυτόν έφτασε και ο Βασίλειος Πετμέζας μαζί με τους άνδρες του, όμως οι κοινοτικοί άρχοντες δεν τους επέτρεψαν να συμμετάσχουν σε αυτή τη δράση, χαρακτηρίζοντάς τους ανθρώπους του Κολοκοτρώνη. Συνεπώς, οι ελληνικές δυνάμεις θα στερούνταν μια βοήθεια που ήταν απαραίτητη, λόγω της διχόνοιας και των προσωπικών συμφερόντων. Τελικά, οι Τούρκοι θα ενισχυθούν με τις δυνάμεις που αποστέλλει ο Γιουσούφ πασάς και οι Έλληνες αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν, εξαιτίας των κακών καιρικών συνθηκών και του μεγάλου αριθμού των αντιπάλων.
Ο καιρός πέρασε και φτάνουμε στους πρώτους μήνες του 1822 δίχως να έχει προηγηθεί κάποια σημαντική εξέλιξη. Αρχικά, υπήρχε η υπόνοια τον Ιανουάριο πως θα έφτανε στην Πάτρα μια μεγάλη δύναμη Τούρκων από την Ανατολή (9.000), έτσι οι επαναστάτες κινητοποιούνται και αποφασίζουν να αναλάβουν δράση. Ο Κωλέττης καλεί τον Κολοκοτρώνη, παρά τις πολλές διαφορές που είχαν, να αναλάβει τα ηνία του στρατού για την κατάληψη της πόλης. Για το σκοπό αυτό κατευθύνεται στις 20 Ιανουαρίου στη Γορτυνία και καταφέρνει να συγκεντρώσει 6.000 άνδρες. Στις αρχές Φεβρουαρίου 1822 επιβεβαιώνονται οι υποψίες για ενίσχυση των αντιπάλων. Αργότερα στις 20 Φεβρουαρίου διεξάγεται μια επιτυχής ναυμαχία για τους αγωνιστές, ενώ στις 26 του ίδιου μήνα έχουμε και τη νίκη στη μάχη της Χαλανδρίτσας.
Ύστερα από αυτές τις δυο τελευταίες επιχειρήσεις, το ηθικό των Ελλήνων αναπτερώθηκε και οι στόχοι τους για την κατάκτηση της πόλης έμοιαζαν να πραγματοποιούνται. Βασική τους επιδίωξη πλέον είναι το να καταλαμβάνουν στρατηγικά σημεία πέριξ της Πάτρας. Το επόμενο βήμα λοιπόν, είναι η κατάκτηση της θέσης Γηροκομείου και της ομώνυμης μονής, πράγμα που έγινε άμεσα. Οι Τούρκοι όμως, θορυβημένοι από αυτό το γεγονός, έστειλαν μια ισχυρή μονάδα ανδρών για να θέσουν πάλι την περιοχή υπό την κυριαρχία τους. Η μάχη του Γηροκομείου στις 9 Μαρτίου 1822 ήταν από τις σημαντικότερες έως τότε για ολόκληρη την Επανάσταση. Ο Κολοκοτρώνης επέλεξε να οδηγήσει τις αντίπαλες δυνάμεις σε σημείο που η αριθμητική τους υπεροχή δε θα αποτελούσε ιδιαίτερο πρόβλημα. Ακολούθησαν μάχες σε διάφορες θέσεις και εκεί που φαινόταν πως όλα οδηγούσαν στην ήττα των Ελλήνων, ο Γέρος του Μοριά μέσα από τον γεμάτο πάθος λόγο του εμψυχώνει τους αγωνιστές ανατρέποντας τα δεδομένα. Οι στρατιές των Γιουσούφ και Μεχμέτ υποχώρησαν, άλλοι προς το Ρίο και άλλοι προς το φρούριο της Πάτρας.
Μετά από αυτή την επικράτηση του ελληνικού στρατού αρχίζουν πάλι οι πολιτικές και προσωπικές αντιπαραθέσεις. Ο Ιωάννης Κωλέττης, που ήταν Υπουργός Στρατιωτικών, δίνει εντολή στον Κολοκοτρώνη να πάψει τις προσπάθειες κατάληψης της Πάτρας και να συνδράμει στις επιχειρήσεις της Στερεάς Ελλάδας. Ο λόγος που ο Κωλέττης έδωσε αυτή τη διαταγή, είναι γιατί δεν ήθελε να καρπωθεί ο Γέρος του Μοριά τα εύσημα μιας επιτυχούς πολιορκίας. Ο τελευταίος κατευθύνθηκε, μαζί με 80 παλικάρια του, προς την Κόρινθο, αφήνοντας στη θέση του το Δημήτριο Πλαπούτα, για να ενημερωθεί εκ του σύνεγγυς. Η απουσία του έδωσε στους Τούρκους την ευκαιρία να αντεπιτεθούν σε τρία μέτωπα, δίχως όμως επιτυχία.
Κατόπιν πολλών διαφωνιών και καθυστερήσεων, ο Κολοκοτρώνης επιστρέφει στην Πάτρα στις αρχές Μαΐου, ωστόσο πλέον σταματά η παροχή χρημάτων και πολεμοφοδίων. Αργότερα φτάνει η εντολή, την οποία όποιος την παραβίαζε, θα τιμωρούνταν και θα του αφαιρούνταν μέρος της περιουσίας του να σταματήσει η πολιορκία, και ο Κολοκοτρώνης έμεινε μόνος με 600-650 άνδρες. Στα τέλη Ιουνίου 1822 αντιλήφθηκε το μάταιο της προσπάθειας και εγκατέλειψε τη θέση του, κινούμενος προς Τριπολιτσά.
Μέσα στο υπόλοιπο του 1822 δε θα σημειωθούν σημαντικές προσπάθειες για να κυριευθεί η Πάτρα και οι όποιες δυνάμεις βρίσκονταν εκεί ήταν για να εμποδίσουν μια μαζική έξοδο των Τούρκων. Ο Ζαΐμης με τη σειρά του επιχείρησε να φέρει εις πέρας την αποστολή αυτή, ωστόσο δεν το κατόρθωσε και στα τέλη Αυγούστου του 1823 απέσυρε τις δυνάμεις του. Τον επόμενο χρόνο (1824) για να αντιμετωπιστεί η απειλή του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο, δημιουργήθηκε ένα νέο στρατόπεδο στην Αχαΐα, με περίπου 3.500 άνδρες, που παράλληλα στρέφονταν και κατά των Τούρκων της Πάτρας. Τον Οκτώβριο του 1824 φτάνουν οκτώ πλοία για να βοηθήσουν στις προσπάθειες κατάληψης, όμως τα στρατεύματα στη ξηρά υποχωρούν, διότι δεν είχε πληρωθεί η τροφή των στρατιωτών.
Η παρουσία του Ιμπραήμ και οι εμφύλιοι σπαραγμοί ματαίωσαν κάθε μεγάλη προσπάθεια απελευθέρωσης της Πάτρας. Τελικά, η πόλη θα καταληφθεί από τις γαλλικές δυνάμεις τον Οκτώβριο του 1828, βάζοντας έτσι, ένα τέλος στις πολυετείς προσπάθειες κατάκτησής της.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Συλλογικό έργο (1975) Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΒ, Η Ελληνική Επανάσταση και η ίδρυση του ελληνικού κράτους (1821-1830), Αθήνα:Εκδοτική Αθηνών
- Νίκος Τόμπρος, «Ένοπλες συγκρούσεις και πολιτικές αντιπαραθέσεις κατά τη διάρκεια της πολιορκίας των Πατρών (1821-1828)», στο Συλλογικό Έργο (2018) Στ΄ Διεθνές Συνέδριο με θέμα: «Πολεμικές συγκρούσεις και τόποι καθαγιασμού του απελευθερωτικού αγώνα κατά την Επανάσταση του 1821», 10 Επιστημονικά Συνέδρια για τα 200 χρόνια της Ελληνικής Επαναστάσεως (1821-2021). Αθήνα
- Παντελής Δ. Καρύκας, «Οι επιχειρήσεις για την απελευθέρωση της Πάτρας», στο Συλλογικό Έργο (2017) Στρατιωτική Ιστορία, τεύχος 242, Αθήνα:Εκδ. Γκοβόστη