Της Ελευθερίας Κουράση,
Η Μάχη του Πέτα αποτελεί μία από τις σημαντικότερες μάχες της Ελληνικής Επανάστασης. Έλαβε χώρα στις 4 Ιουλίου του 1822 στο χωριό Πέτα, το οποίο βρίσκεται οχτώ χιλιόμετρα ανατολικά της Άρτας. Δυστυχώς, η έκβαση της μάχης συνοδεύτηκε με την ολοκληρωτική ήττα των Ελλήνων και νίκη των Οθωμανών. Οι συνέπειες αυτής της αποτυχίας οδήγησαν στην οριστική εγκατάλειψη των υπόδουλων Σουλιωτών και κάθε επαναστατικού κινήματος στο χώρο της Ηπείρου. Τα «βαθύτερα» αίτια αυτής της πανωλεθρίας των Ελλήνων και Φιλελλήνων αγωνιστών ανάγονται σε προγενέστερα γεγονότα της ιστορικής μάχης.
Αρχικά, η εκτέλεση του Αλή Πασά, έπειτα από εντολή του Σουλτάνου Μαχμούτ Β’ στις 24 Ιανουαρίου του 1822, γέννησε στους Σουλιώτες την ελπίδα για απελευθέρωση από τον οθωμανικό ζυγό. Ωστόσο, ο Χουρσίτ Πασάς είχε άλλα σχέδια. Οργάνωσε στρατό αποτελούμενο από 36 χιλιάδες Τουρκαλβανούς, με σκοπό να εκστρατεύσει προς την Πελοπόννησο. Για να εξασφαλίσει ότι οι Σουλιώτες δεν πρόκειται να τους επιτεθούν, τους πρότεινε να υπογράψουν συνθήκη ειρήνης, την οποία οι γενναίοι Ηπειρώτες αρνήθηκαν. Προσβεβλημένος ο Χουρσίτ, απέστειλε ισχυρό στρατό να πολιορκήσει το Σούλι, όμως, συνάντησε «γερή» αντίσταση από τους Σουλιώτες, οι οποίοι απέκρουσαν με επιτυχία τον εχθρό. Εξοργισμένος και ταπεινωμένος ο Χουρσίτ απομακρύνεται από την Ήπειρο και τη θέση του αναλαμβάνουν ο Ομέρ Βρυώνης και ο Κιουταχής.
Υπό την πίεση των συνεχών επιθέσεων, οι Σουλιώτες είχαν ανάγκη από βοήθεια. Έτσι, έπειτα από σύντομες συνεδριάσεις, αποφασίστηκε και οργανώθηκε η ελληνική εκστρατεία με στόχο την απελευθέρωση της Ηπείρου. Ως αρχηγός ορίστηκε ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ένας ιδιαίτερα έξυπνος άνθρωπος ικανός στη διπλωματία και στην πολιτική, αλλά όπως αποδείχθηκε στην πράξη, ανίκανος όσον αφορά στα στρατιωτικά ζητήματα!
Στις 9 Ιουνίου του 1822, ο Μαυροκορδάτος καταφτάνει στο Κομπότι, ένα χωριό ανατολικά της Άρτας, με συνοδεία 3.000 ανδρών, εκ των οποίων οι 560 ήταν οργανωμένοι (κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα) στη μορφή τακτικού στρατού. Στην εκστρατεία αυτή πήραν μέρος και 93 Φιλέλληνες, οι οποίοι πολέμησαν στο πλευρό των Ελλήνων με απίστευτη γενναιότητα και ανδρεία και αρκετοί έχασαν τη ζωή τους. Μία μορφή που ξεχώρισε για τη στρατιωτική δεινότητά του ήταν ο Γερμανός στρατηγός Καρλ φον Νόρμαν, ο οποίος είχε πάρει μέρος και στους Ναπολεόντειους πολέμους.
Παράλληλα με τη χερσαία εκστρατεία, ο Μαυροκορδάτος οργάνωσε εύστοχα και θαλάσσια. Όρισε ως αρχηγό τον Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, ο οποίος αναχώρησε με 4 πλοία επανδρωμένα από 500 Μανιάτες με στόχο να φτάσουν στη Σπιάντζα. Κατά αυτόν τον τρόπο, θα προμήθευαν με υλικά και τρόφιμα τους Σουλιώτες. Επιπλέον, στην Αμφιλοχία ο Μαυροκορδάτος συνάντησε τον Ιταλό Φιλέλληνα Αντόνιο Μποσάνο με δύο κανονιοφόρους και τον έστειλε στην Κόπραινα, ένα λιμάνι στον Αμβρακικό κόλπο με σκοπό να βοηθήσει τη χερσαία εκστρατεία. Ο Μποσάνο κατάφερε να κυριαρχήσει στον κόλπο, εφοδίασε με πολεμοφόδια τους Έλληνες και συνέβαλε στη μεταφορά δύο κανονιών στο Κομπότι. Οι Οθωμανοί παρατηρώντας τη δράση του, τον συνέλαβαν και φυλάκισαν, ενώ το πλήρωμά του βρήκε τραγικό τέλος. Αυτό ήταν ένα μεγάλο πλήγμα για τους Σουλιώτες, γιατί απώλεσαν σημαντική βοήθεια από τη θάλασσα.
Στις 10 Ιουνίου, σημειώθηκε μία σφοδρή σύγκρουση ανάμεσα σε Έλληνες υπό την ηγεσία του Νόρμαν και σε Τούρκους λίγο έξω από το Κομπότι. Αν και η αντίπαλη «όχθη» υπέστη μεγάλες υλικές ζημιές και ανθρώπινο δυναμικό, οι Έλληνες δεν εκμεταλλεύτηκαν κατάλληλα αυτήν την υπεροχή, καθώς ο Μαυροκορδάτος απουσίαζε την προκειμένη στιγμή και ήταν αδύνατο να δώσει εντολή και να κατευθύνει το στράτευμα. Ακόμη, ο Γερμανός στρατηγός θέλησε να παραμείνει ουδέτερος και να μη διεξαχθεί κάποια επίθεση με δική του ευθύνη.
Στη συνέχεια, στις 22 Ιουνίου, έλαβε χώρα η μάχη της Πλάκας, στην οποία μπορεί οι Οθωμανοί να ηττήθηκαν όμως και τα ελληνικά στρατεύματα ήρθαν αντιμέτωπα με δυσάρεστες συνέπειες: πολλοί νεκροί και τραυματίες. Ανάμεσα στους τραυματισμένους ήταν και ο Μάρκος Μπότσαρης, ένας από τους πιο γενναίους και ευφυείς καπετάνιους της ελληνικής Επανάστασης.
Όλα αυτά τα γεγονότα είχαν ως φυσικό επακόλουθο την εξάντληση των Ελλήνων αγωνιστών, οι οποίοι μετά τη σύλληψη του Μποσάνο έμειναν χωρίς εφόδια. Επίσης, λέγεται ότι μεταξύ των Φιλελλήνων «έβραζε» μία έχθρα, μεταξύ Γάλλων και Γερμανών. Τα φυλετικά τους πάθη τους ωθούσαν συχνά σε συγκρούσεις και μονομαχίες ! Επιπλέον, ένα ακόμα βαρύ πλήγμα λίγο πριν τη Μάχη στο Πέτα ήταν η αποχώρηση του Γενναίου Κολοκοτρώνη μαζί με τους 250 πολεμιστές του, καθώς προέκυψε ανάγκη στην Πελοπόννησο.
Όλες αυτές οι δυσάρεστες εξελίξεις που προηγήθηκαν, σε συνδυασμό με διαφωνίες και τα λάθη κατά την οργάνωση της μάχης του Πέτα ήταν αρκετές για την επέλευση της ολέθριας έκβασης. Στο πολεμικό συμβούλιο που προηγήθηκε της μάχης, υπήρξε διχογνωμία σχετικά με την οχύρωση, δηλαδή οι Έλληνες καπετάνιοι υποστήριζαν ότι πρέπει να φτιάξουν ταμπούρια για την προφύλαξή τους, ενώ οι Ευρωπαίοι αρνούνταν λέγοντας χαρακτηριστικά πως «εκείνοι έχουν τα στήθη τους προμαχώνα !» Τελικά, δεν κατασκεύασαν τίποτα, όμως σύντομα αποδείχθηκε πως η οχύρωση ήταν απαραίτητη ανεξάρτητα του πόσο γενναία πολεμούσαν.
Στη μάχη του Πέτα πήραν μέρος μερικοί από τους μεγαλύτερους αγωνιστές της ελληνικής Επανάστασης, όπως ο Μάρκος Μπότσαρης, ο Γώγος Μπακόλας, ο Ανδρέας Ίσκος, ο Αγγελής Γάτσος, ο Δημήτρης Καρατάσος και ο Αλεξάκης Βλαχόπουλος. Μερικοί από τους Φιλέλληνες που πολέμησαν ήταν ο Ιταλός Ντάνια, ο οποίος πριν τον σκοτώσουν οι Τουρκαλβανοί αναφώνησε «Νίκη ή θάνατος», ο Πολωνός Μιρζέβσκι ο οποίος επίσης σκοτώθηκε, ο Γάλλος Μινιάκ, ο Ελβετός Σεβαλιέ, ο Ντεμπισί, ο οποίος άνηκε στη φρουρά του Ναπολέοντα, καθώς και ο Ιταλός Ταρέλλα. Ο Μαυροκορδάτος και ο Νόρμαν ήταν οι ηγετικές μορφές από την πλευρά των Ελλήνων, ενώ οι Οθωμανοί είχαν επικεφαλής τον Κιουταχή και τον Ισμαήλ Πασά Πλιάσα. Σύμφωνα με το Μακρυγιάννη και τα δύο μέρη πολέμησαν πολύ γενναία!
Η μάχη ξεκίνησε στις 4 Ιουλίου του 1822 τα ξημερώματα, με μεγάλη αριθμητική υπεροχή των Τούρκων έναντι των Ελλήνων. Οι Οθωμανοί ήταν γύρω στους οχτώ χιλιάδες, εκ των οποίων οι δύο χιλιάδες ήταν ιππείς, ενώ Έλληνες και Φιλέλληνες μαζί ήταν μόνο δύο χιλιάδες. Στην αρχή της σύγκρουσης, οι ελληνικές δυνάμεις υπερτερούσαν στο πεδίο της μάχης σκορπώντας φόβο και πανικό στους αντιπάλους. Ωστόσο, αυτή η κατάσταση έμελλε να ανατραπεί.
Ο Κιουταχής είχε έρθει σε συνεννόηση με δύο χιλιάδες Αλβανούς να εισέλθουν στο πίσω μέρος της παράταξης των Ελλήνων στο λόφο του Μετεπιού και να χτυπήσουν από τα νώτα. Σε αυτό το σημείο βρισκόταν ο Μπακόλας με τα παλικάρια του και ξεκίνησε σφοδρή μάχη μεταξύ τους! Το χειρότερο όμως είναι ότι προκλήθηκε μεγάλη σύγχυση σε όλο το ελληνικό μέτωπο. Όσοι Αλβανοί επέζησαν, κατάφεραν να ανέβουν στην κορυφή του λόφου και να υψώσουν τις σημαίες τους, με αποτέλεσμα οι υπόλοιποι Έλληνες να νομίζουν ότι ο Μπακόλας είναι προδότης και ότι αυτομόλησε στους αντιπάλους.
Ο Γώγος Μπακόλας θεωρείται μία από τις πιο αμφιλεγόμενες προσωπικότητες της ελληνικής Επανάστασης. Το δικαστήριο που έγινε μετά τη μάχη του Πέτα τον αθώωσε και ο Μαυροκορδάτος δήλωσε ότι δεν τον θεωρεί ένοχο για προδοσία. Στην ουσία, ο Μπακόλας αποτέλεσε το εξιλαστήριο θύμα της ήττας των Ελλήνων. Ο Μακρυγιάννης, επίσης, στα απομνημονεύματά του, τον εξυμνεί ως «γενναίον και αγαθόν» και τονίζει ότι «Χάριτες του χρωστάγει η πατρίς∙ ως λιοντάρι πολεμούσε και ως φιλόσοφος οδηγούσε».
Παρά τον ηρωισμό και την ανδρεία που υπέδειξαν Έλληνες και Φιλέλληνες, ο απολογισμός μετά τη μάχη του Πέτα ήταν τραγικός για εκείνους. Υπολογίζεται ότι σκοτώθηκε το 1/3 του τακτικού στρατού, καθώς και πάρα πολλοί τραυματίστηκαν. Χειρότερη μοίρα είχαν όσοι πιάστηκαν αιχμάλωτοι, οι οποίοι πρώτα βασανίστηκαν σκληρά κι έπειτα τους αφαίρεσαν τη ζωή. Οι Οθωμανοί εκτός από υλικές ζημίες απώλεσαν γύρω στους 600 άνδρες.
Με τη λήξη της μάχης, εγκαταλείφθηκε κάθε σχέδιο και όραμα για απελευθέρωση της Ηπείρου. Οι Σουλιώτες έμειναν μόνοι, χωρίς καμία αρωγή από τους υπόλοιπους Έλληνες και αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν με τους Οθωμανούς. Επιπλέον, τώρα ήταν ακόμα πιο εύκολη και ανεμπόδιστη η πρόσβαση του Ομέρ Βρυώνη στην Αιτωλοακαρνανία και κατ’ επέκταση στην Πελοπόννησο.
Ωστόσο, η θυσία των αγωνιστών στη μάχη του Πέτα δε μπορούμε να πούμε σε καμία περίπτωση ότι πήγε «χαμένη». Όλοι αυτοί οι ήρωες Έλληνες, Γάλλοι, Γερμανοί, Ιταλοί, Πολωνοί κλπ. απώλεσαν τη ζωή τους για τα ιδανικά τους, για μια ελεύθερη πατρίδα και για την πάταξη της σκλαβιάς και της δουλείας. Αυτά τα ιδανικά αποτελούν σήμερα κληρονομιά μας, όχι μόνο για εμάς τους Έλληνες, αλλά και για κάθε Ευρωπαίο!
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Γ. Φ. Χέρτσβεργ (1916), Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως Τόμος Α΄. Αθήνα:Εκδ. ΚΥΠΕΙΡΟΣ
- Δ.Α. Κόκκινος (1974) Η Ελληνική Επανάστασις Τόμος Β΄ Αθήνα:Εκδ. Μέλισσα
- Δ. Φωτιάδης (1977), Η Επανάσταση του Εικοσιένα Τόμος Δεύτερος, (2η Έκδ.) Αθήνα:Εκδ. Ν. Βότση,
- Συλλογικό Έργο (1977) Στρ. Μακρυγιάννη Απομνημονεύματα – Απάνθισμα μελετημάτων. Αθήνα:Εκδ. Μπάυρον
- Σπ. Τρικούπης (1993), Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης Τόμος Β΄. Αθήνα:Εκδ. Λιβάνης
- Ν. Γιαννόπουλος (2016), 1821: Οι Μάχες των Ελλήνων για την Ελευθερία. Αθήνα:Εκδ. Historical Quest.