Της Χριστίνας Γιαμούζη,
Η Πομπηία, γνωστή σε όλους και για τον πολιτισμό της, άλλα και για το ηφαίστειό της, που, παρά τις καταστροφικές συνέπειες, που είχε για τους κατοίκους της, χάρη στην τέφρα διατηρηθήκαν μνημεία μεγάλης πολιτιστικής κληρονομίας. Ήταν πόλη της νότιας Ιταλίας, κοντά στη σημερινή Νάπολη. Χτίστηκε τον 8ο αιώνα π.Χ. από τους Όσκους στις ακτές της Καμπανίας, στους πρόποδες του Βεζουβίου. Η Πομπηία έπεσε στα χέρια των Ρωμαίων και είχε επηρεαστεί αρκετά από τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό. Ήταν γεμάτη από πλούσια οικοδομήματα, χτισμένα από πλούσιους Ρωμαίους και γεμάτα με έργα τέχνης απαράμιλλης ομορφιάς. Η ηφαιστειακή έκρηξη του Βεζούβιου συνέβη το 79 π.Χ. και με την τέφρα του, τις πέτρες και τη λάσπη, που διείσδυσαν μέσα σε σπίτια, κατάφεραν να συντηρηθούν οι τοιχογραφίες, άλλα και αντικείμενα καθημερινής και διακοσμητικής χρήσης. Ενδιαφέρον παρουσιάζει ότι, όταν ανακαλύφθηκαν οι τοιχογραφίες, είχαν τόσο ζωντανά χρώματα, που ήταν σαν να είχαν ζωγραφιστεί εκείνη τη στιγμή. Φυσικά, με το πέρασμα των χρόνων, κάποιες έχασαν τη λάμψη τους, λόγω της ρύπανσης, της οξείδωσης και της διάβρωσης. Πολλές από τις τοιχογραφίες, ήδη από τον 18ο αιώνα, από βασιλείς μεταφερθήκαν από την Πομπηία σε μουσεία και θεωρούνταν ιδιωτικές συλλογές, όπου σήμερα έχουν περιέλθει στο κράτος της Ιταλίας και συγκεκριμένα στο Εθνικό Μουσείο της Νεάπολης.
Η ρωμαϊκή ζωγραφική, που διασώθηκε στην Πομπηία, συμφώνα με τον μελετητή Αugust Mau, χωρίζεται σε τέσσερα διαφορετικά στιλ. Ο διαχωρισμός των στιλ έγινε με βάση τον τρόπο που ο καλλιτέχνης άρθρωνε τον τοίχο και τη ζωγραφική επιφάνεια. Δεν εμφανιστήκαν όλα τα στιλ την ίδια χρονική περίοδο. Το πρώτο και το δεύτερο εμφανίζονται κατά την ρεπουμπλικανική περίοδο (200-27 π.Χ.) και αποτελούσαν εξέλιξη της ελληνικής τέχνης, ενώ το τρίτο και το τέταρτο εμφανίζονται κατά την αυτοκρατορική περίοδο (27π.Χ-14 μ.Χ.). Πρέπει να σημειωθεί, ότι κάποια στοιχεία των στιλ κάνουν την εμφάνισή τους και στα επόμενα, κάτι το όποιο συχνά φέρει αμφισβητήσεις, άλλα η κατάταξη δεν παύει να αποτελεί χρήσιμο εργαλείο για τους ερευνητές.
ΠΡΩΤΟ ΠΟΜΠΗΙΑΝΟ ΣΤΙΛ
Αποτελεί για τον 2ο αιώνα τη συνηθέστερη απεικόνιση στις ιδιωτικές οικίες. Στην ουσία, έχουμε μιμήσεις χρωματιστών μάρμαρων. Αποτελούσε έναν οικονομικό τρόπο διακόσμησης των οικιών, καθώς τα μαρμαρά ήταν αρκετά ακριβά. Η διαδικασία, που ακολουθούσαν, ήταν ο χρωματισμός του κονιάματος, έτσι ώστε να μιμηθούν τους λιθόπλινθους και τις ορθομαρμαρώσεις τους, άλλα και να αποδώσουν μια τρισδιάστατη απόδοση στους χρωματιστούς πλίνθους. Το κονίαμα βοηθούσε στην πλαστική απόδοση.
Στο πρώτο πομπηιανό στιλ ανήκει η Σαμνιτική Οικία, γνωστή και ως Οικία του Σαλλούστιου, από το Ηράκλειο της Πομπηίας, όπου έχουμε όλα τα στοιχεία που συναντάμε στο στιλ αυτό. Πρόκειται για μια κατοικία της ελίτ στην αρχαία ρωμαϊκή πόλη της Πομπηίας. Τα παλαιότερα τμήματα του σπιτιού χρονολογούνται στον 4ο αιώνα π.Χ., αλλά οι κύριες επεκτάσεις χτίστηκαν τον 2ο αιώνα π.Χ. κατά τη ρωμαϊκή περίοδο. Ο τοίχος διαμερίζεται σε τρεις ζώνες, τυπικό χαρακτηριστικό των ρωμαϊκών τοιχογραφιών. Το τμήμα στη βάση του τοίχου, το μεσαίο τμήμα, το οποίο συνίσταται στην προκειμένη περίπτωση από μια απομίμηση μεγάλων πλακών μαρμάρου, το ανώτερο τμήμα, που περιλάμβανε ένα ακρογείσιο, ένα διάζωμα και ένα ακόμη ακρογείσιο.
ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΟΜΠΗΙΑΝΟ ΣΤΙΛ
Κατά το 80 π.Χ. και λίγο αργότερα, έχουμε την εμφάνιση του δευτέρου στιλ, το όποιο διατηρεί κάποια στοιχειά από το πρώτο ως προς την ορθομαρμάρωση, άλλα προσθέτει και άλλα στοιχεία, που έχουν να κάνουν με την τρισδιάστατη απόδοση αρχιτεκτονικών μελών, όπως οι κίονες. Στην παρούσα κατάσταση, τα αρχιτεκτονικά στοιχεία αποδίδονται με έντονο ρεαλισμό και όχι απαραίτητα μέσω του κονιάματος. H εμφάνιση του στιλ οφείλεται κατά προσέγγιση από τις συνθήκες που επικρατούσαν κατά την ύστερη ρεπουμπλικανική περίοδο, που επέβαλλαν την επίδειξη του πλούτου και της κοινωνικής θέσης, την προβολή με πολιτική σκοπιμότητα και την επιδίωξη απόκτησης ισχύος. Έμπνευση για τη δημιουργία του νέου στιλ αποτελούσαν τα θεατρικά σκηνικά, η φύση, αλλά και η σύγχρονη αρχιτεκτονική των επαύλεων. Οι τοιχογραφίες παρουσιάζονται σαν να είναι πίνακες που προβάλλονται μέσα από το πλαίσιο ενός παραθύρου. Εμφανίζεται η προοπτική απόδοση στις τοιχογραφίες και δημιουργείται η αίσθηση του βάθους μέσα από τους όγκους των αρχιτεκτονικών μελών. Αυτό, φυσικά, είναι ένα στοιχείο που κάνει τις επαύλεις μεγαλοπρεπέστατες και εντυπωσιακότερες. Το στοιχείο της ψευδαίσθησης είναι έντονο και εντελώς αντίθετο με τον ρεαλισμό, που χαρακτηρίζει την ρωμαϊκή τέχνη.
Οι πιο γνωστές τοιχογραφίες του στιλ αυτού ανήκουν στη Βίλα των Μυστήριων. Έχουμε την απεικόνιση Διονυσιακών Μυστήριων, με τις μορφές να βρίσκονται σε ένα έντονο, όμορφο, κόκκινο φόντο. Οι μορφές απεικονίζονται σε φυσικό μέγεθος, που στέκονται και κινούνται μέσα σε ένα ζωγραφικό γείσο. Δίνουν την εντύπωση, ότι βρίσκονται σε έναν πραγματικό χώρο. Σε μια άλλη τοιχογραφία της βίλας, έχουμε την απεικόνιση του Διόνυσου να συνοδεύεται από διαφορές μορφές, όπως σατύρους και μαινάδες. Σε αυτήν την τοιχογραφία, παρουσιάζεται μια γυναίκα στην αγκαλιά μιας άλλης, ίσως της μητέρας της, και μια φτερωτή μορφή να την χτυπά. Μια άλλη μορφή, κρατώντας κύμβαλα, χορεύει και μια άλλη γυναικεία μορφή άπλα παρατηρεί τις σκηνές, που διαδραματίζονται.
ΤΡΙΤΟ ΠΟΜΠΗΙΑΝΟ ΣΤΙΛ
Ονομάζεται αλλιώς και διακοσμητικό στιλ, εμφανίζεται περίπου το 15 π.Χ. μέχρι το 50 μ.Χ. στα χρόνια του Αυγούστου. Τα όρια ανάμεσα στο δεύτερο και το τρίτο στιλ είναι ρευστά, το τρίτο αποτελεί την εξέλιξη του δεύτερου. Τα απομεινάρια του ιλουζιονισμού και της απόδοσης του βάθους αρχίζουν να υποχωρούν. Η διαμόρφωση των τοίχων είναι δισδιάστατη και έχουμε επίπεδες επιφάνειες, που αποδίδουν την πραγματικότητα και όχι ένα παράθυρο, που οδηγεί το βλέμμα στον εξωτερικό χώρο. Ο χαρακτηρισμός του ρυθμού ως διακοσμητικός προκύπτει από τη χρήση φυτικών και αφηρημένων διακοσμητικών στοιχείων με πλούσιες αποχρώσεις. Χρησιμοποιούνται ευθύγραμμα και οργανικά μοτίβα πάνω στο μονόχρωμο έδαφος και δίνεται έμφαση στη διακοσμητική αξία του σχεδίου. Εν τούτοις, οι τοιχογραφίες αυτές μεταδίδουν την αίσθηση της ηρεμίας, της εποπτείας και της τάξης.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα του τρίτου στιλ είναι η τοιχογραφία από τη βίλα στο Boscotrecase, κατά τον ύστερο 1ος αι. π.Χ. Οι κίονες χάνουν τον όγκο τους και απεικονίζονται ισχνοί σαν λυχνοστάτες και υποβαστάζουν ένα εύθραυστο, διακοσμητικό αέτωμα. Ο καλλιτέχνης δεν απεικονίζει πραγματικές αρχιτεκτονικές κατασκευές ούτε δίνει την ψευδαίσθηση του τρισδιάστατου.
ΤΕΤΑΡΤΟ ΠΟΜΠΗΙΑΝΟ ΣΤΙΛ
Το τέταρτο στιλ εμφανίζεται από το 50 μ.Χ μέχρι το 79 μ.Χ., όταν, εκείνη την περίοδο, καταστράφηκαν οι πόλεις γύρω από τον Βεζούβιο. Η διακοσμητική τάση του τέταρτου στιλ δεν έληξε με την καταστροφή, καθώς παραδείγματα μαρτυρούν τη χρήση του και μετά το 79 μ.Χ. στη Ρώμη και την περιφέρειά της. Αντιπροσωπεύεται σε μεγαλύτερη κλίμακα στα αρχαιολογικά ευρήματα από το σύνολο των τεσσάρων στιλ, καθώς είναι το νεότερο και το πιο μοντέρνο. Αποτελεί συνδυασμό του δευτέρου και του τρίτου στιλ. Έχουμε την επιστροφή στοιχείων, λοιπόν, από το δεύτερο στιλ, με την απεικόνιση αρχιτεκτονικών μελών, άλλα και με περισσότερη ελευθερία. Χαρακτηριστικό εδώ είναι ότι ο τοίχος σπάει σε διάφορα επίπεδα, που δίνουν σκηνές από πιο μακρινές αποστάσεις. Πρόκειται για μια εξωπραγματική απόδοση του χώρου.
Τα περισσότερα παραδείγματα του τέταρτου στιλ προέρχονται από τη Χρυσή Οικία του Νέρωνα. Τις συναντάμε στην οροφή της οικίας, οπού έχουμε την απεικόνιση λεπτών ορθογώνιων πλαισίων και ποικίλα διακοσμητικά μοτίβα, που τοποθετούνται πάνω σε μονόχρωμο έδαφος. Δεν δίνει καμιά αίσθηση του όγκου ούτε στις αυλές ούτε στους κήπους. Μικρές μορφές πατούν πάνω σε κανόνες ή πετούν στα μονόχρωμα πεδία.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Nancy H. Ramage, Andrew Ramage, Ρωμαϊκή Τέχνη, Θεσσαλονίκη 2000.
- Τonio Holscher, Kλασική Αρχαιολογία, Βασικές Γνώσεις, Θεσσαλονίκη 2005.