12.8 C
Athens
Κυριακή, 17 Νοεμβρίου, 2024

Η κάθοδος του Δράμαλη


Του Δημήτρη Βασιλειάδη,

Ο Μάρτιος του 1821 έχει ταυτιστεί με την κήρυξη της ελληνικής επανάστασης στην Πελοπόννησο. Η έναρξη του κινήματος στο Μοριά κάθε άλλο παρά τυχαία ήταν. Αντιθέτως, μία σειρά, καθοριστικών για την επιβίωση του Αγώνα, λόγων οδήγησαν τη Φιλική Εταιρεία στην απόφαση αυτή. Ένας από τους πλέον σημαντικούς ήταν η μείωση του οθωμανικού στρατιωτικού σώματος της περιοχής. Αυτό οφειλόταν στην ανάγκη απόσπασης στρατού για την αντιμετώπιση της εξέγερσης του Αλή Τεπελενλή, Πασά των Ιωαννίνων.

Η άνωθεν μετακίνηση στρατιωτικών μονάδων είχε ως αποτέλεσμα τη δραματική μείωση των δυνατοτήτων αποτελεσματικής αντίστασης από την πλευρά των Οθωμανών, καθιστώντας ευκολότερο το έργο των εξεγερμένων Ελλήνων. Απόρροια της περιγραφείσας κατάστασης ήταν η γρήγορη κατάληψη ορισμένων σημαντικών πόλεων του Μοριά, καθώς και κάποιων οχυρών θέσεων, όπως η Μονεμβασιά και το Ναβαρίνο. Το μεγαλύτερο επίτευγμα της πρώτης φάσης των επαναστατικών επιχειρήσεων ήταν η κατάληψη της Τριπολιτσάς, σημερινή Τρίπολη. Επρόκειτο για το οθωμανικό διοικητικό και στρατιωτικό κέντρο της Πελοποννήσου, η απώλεια του οποίου απέδειξε τη δυναμική του ελληνικού Αγώνα.

Η αντίδραση των Οθωμανών στις παραπάνω απώλειες μπορεί να χαρακτηριστεί χλιαρή. Ως προτεραιότητα είχαν θέσει την καταστολή της εξέγερσης του Αλή Πασά, η οποία και τερματίστηκε τον Ιανουάριο του 1822. Παράλληλα με τις στρατιωτικές εξελίξεις στην περιοχή των Ιωαννίνων, το ελληνικό κίνημα εδραιωνόταν στη Στερεά Ελλάδα, ενώ σε εξέλιξη βρίσκονταν ανάλογες εξεγέρσεις σε διάφορα εδάφη του ελλαδικού χώρου.

Αλή Πασάς και Κυρά – Βασιλική. Έργο του Paul Emil Jacobs. Πηγή/in.gr

Η ταχύτατη μετάδοση του επαναστατικού σφυγμού προκάλεσε έντονη δυσφορία στο οθωμανικό στρατόπεδο. Είχε καταστεί πλέον σαφής η αναγκαιότητα ενός αποφασιστικού χτυπήματος, το οποίο θα διέλυε τα όνειρα των επαναστατών περί απόκτησης εθνικής ανεξαρτησίας. Άλλωστε, έχοντας αντιμετωπίσει επιτυχώς τον αποστάτη Αλή Πασά, είχε ανοίξει ο δρόμος για την αξιοποίηση μεγάλου αριθμού στρατιωτικών μονάδων έναντι των Ελλήνων.

Οι εργασίες για την εκκίνηση της νέας εκστρατείας έλαβαν χώρα στη Λάρισα, οθωμανικό στρατιωτικό κέντρο της Θεσσαλίας. Το στρατιωτικό σώμα που συγκροτήθηκε, απαρτιζόταν από 24.000 στρατιώτες, μεγάλο μέρος των οποίων ήταν έφιπποι, και ελαφρύ πυροβολικό. Οι στρατιωτικές δυνάμεις θα συνοδεύονταν από ένα πολυπληθές σώμα ανεφοδιασμού. Αρχιστράτηγος ορίστηκε ο Μαχμούτ Δράμαλης, Πασάς της Λάρισας. Το τελικό σχέδιο προέβλεπε εισβολή στην ανατολική Στερεά Ελλάδα και ακολούθως είσοδο στην Πελοπόννησο. Μόλις διείσδυαν στο Μοριά, στόχος ήταν η ανακούφιση των οθωμανικών φρουρίων που βρίσκονταν υπό πολιορκία και η ανακατάληψη της Τριπολιτσάς.

Την 29η Ιουνίου 1822 οι οθωμανικές δυνάμεις διάβηκαν το Σπερχειό ποταμό. Την ίδια στιγμή, σηματοδοτείται η έναρξη μιας κρίσιμης περιόδου για την επιβίωση του ελληνικού κινήματος. Πέρα από το πρωτόγνωρο, για τα μέχρι τότε δεδομένα της επανάστασης, μέγεθος του οθωμανικού στρατεύματος, ο Αγώνας υποσκαπτόταν από τους ίδιους τους εξεγερμένους. Η διχόνοια είχε απλωθεί πάνω από το στρατόπεδο των επαναστατών, γεγονός που καθιστούσε εξαιρετικά δύσκολη τη συνεργασία τους.

Οδυσσέας. Γενικός Αρχηγός των στρατιωτικών δυνάμεων της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος. Λιθογραφία. Σχέδιο εκ του φυσικού – εκδ. A. Friedel. Λιθ. Bouvier. Λονδίνο, Απρίλιος 1825. Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Συλλογή Χαρακτικών, αρ. 8998/F13

Η παραπάνω κατάσταση λειτούργησε προς όφελος του Δράμαλη. Η προέλαση του ήταν ταχύτατη και η αντίσταση που συνάντησε μηδαμινή. Ειδικότερα, η Θήβα κατελήφθη την 1η Ιουλίου και παραδόθηκε στις φλόγες. Το συγκεκριμένο περιστατικό έσπειρε τον τρόμο στον πληθυσμό των γειτονικών περιοχών, ο οποίος εγκατέλειψε τις οικίες του. Το στρατιωτικό σώμα του Οδυσσέα Ανδρούτσου, παρά το γεγονός ότι απαρτιζόταν από περίπου 3.000 άνδρες, δεν ήταν αξιόμαχο, με αποτέλεσμα να μην έχει τη δυνατότητα προβολής αντίστασης.

Η πορεία του Δράμαλη προς το Μοριά συνεχίστηκε χωρίς κανένα πρόβλημα, χωρίς καμία αντίδραση από την πλευρά των επαναστατών. Οι οθωμανικές δυνάμεις έφτασαν στην Αττική, δίχως όμως, να έχουν πρόθεση εμπλοκής με τους 800 υπερασπιστές της Ακρόπολης, παρακάμπτοντας έτσι την Αθήνα. Άλλωστε, η τελευταία είχε εγκαταλειφθεί από τον πληθυσμό της, ο οποίος αναζήτησε προστασία στη γειτονική Σαλαμίνα. Παρόμοια στάση τήρησε και η γερουσία της ανατολικής Ρούμελης, ο λεγόμενος Άρειος Πάγος, καταφεύγοντας στην Εύβοια.

Η απουσία αντίστασης από πλευράς των εξεγερμένων συνεχίστηκε και στην Πελοπόννησο. Ο Δράμαλης πέρασε τον Ισθμό της Κορίνθου ανενόχλητος και στις 5 Ιουλίου κατέλαβε την Ακροκόρινθο αμαχητί, καθώς η φρουρά του τον είχε εγκαταλείψει. Η κατάληψη της Κορίνθου συνδέεται με μία απόφαση, η οποία έμελλε να κρίνει σε μεγάλο βαθμό την κατάληξη της εκστρατείας. Συγκεκριμένα, ο επικεφαλής των οθωμανικών δυνάμεων δεν υιοθέτησε τις συμβουλές του φρουράρχου της Πάτρας, Γιουσούφ Πασά και του Αργείου Αλή Πασά, οι οποίοι του πρότειναν να οργανωθεί καλύτερα έχοντας ως βάση την Κόρινθο και να περιμένει τη συνδρομή του οθωμανικού στόλου. Αντιθέτως, αποφάσισε να συνεχίσει την πορεία του, πρώτα προς το Ναύπλιο και σε δεύτερο βαθμό προς την Τριπολιτσά.

Το κάστρο του Ακροκορίνθου όπως σώζεται σήμερα. Πηγή/kastra.eu

Οι παραπάνω αποφάσεις πάρθηκαν από το Δράμαλη, έχοντας ως δείγμα γραφής τη στάση των επαναστατημένων στη μέχρι τότε πορεία του. Υπέθεσε, εύλογα, ότι η διχόνοια που είχε κυριαρχήσει στους εξεγερμένους της ανατολικής Ρούμελης, θα είχε απλώσει τη σκιά της και στο Μοριά. Πράγματι, αυτό είχε συμβεί από την Άνοιξη του 1822. Η αντιπαλότητα μεταξύ στρατιωτικών και πολιτικών ήταν εμφανής, με τη μία πλευρά να επιθυμεί την υπονόμευση των ενεργειών της άλλης και το ελληνικό κίνημα να δέχεται όλες τις αρνητικές συνέπειες αυτών των προσπαθειών.

Για την αντιμετώπιση όμως του κοινού εχθρού, οι άνωθεν διαφορές παραμερίστηκαν, χωρίς ωστόσο, να εκλείψουν εντελώς. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ορίστηκε αρχηγός του επαναστατικού στρατού. Την ίδια στιγμή, τμήμα του οθωμανικού στρατού κατευθυνόταν προς το Ναύπλιο, προκειμένου να ανακουφιστεί η τοπική φρουρά από την κατάσταση πολιορκίας στην οποία βρισκόταν. Έπειτα, κινήθηκε προς το Άργος, όπου ακολούθησαν αψιμαχίες με μία μικρή επαναστατική δύναμη, η οποία κατάφερε να απωθήσει τους επιτιθέμενους.

Στις 12 Ιουλίου φτάνει στο Άργος το κυρίως στρατιωτικό σώμα των Οθωμανών. Το θέαμα που αντικρίζει ο Δράμαλης, τον απογοητεύει. Ο τοπικός πληθυσμός έχει εγκαταλείψει την περιοχή. Η άλλοτε εύφορη αργολική πεδιάδα έχει καεί ολοσχερώς και οι πιθανότητες τροφοδοσίας των στρατευμάτων του μέσω αυτής εκμηδενίζονται. Η ερήμωση αυτή αποτέλεσε στρατήγημα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη ο οποίος, παραμερίζοντας την πικρία του για την κυβέρνηση, έτρεξε να εκπληρώσει το χρέος του. Η απουσία τροφών για στρατιώτες και ζώα και η μόλυνση των πηγών κατέστησαν την πορεία του Δράμαλη απελπιστική. Παράλληλα, μία σημαντική επαναστατική δύναμη οχυρώνεται στο φρούριο του Άργους, προκειμένου να καθυστερήσει την προέλαση του Δράμαλη και να δώσει χρόνο στους εξεγερμένους να οργανώσουν την άμυνά τους στις πύλες εξόδου του αργολικού κάμπου.

Ο Δράμαλης Πασάς της Λάρισας και αρχιστράτηγος των τουρκικών δυνάμεων πολυτελώς ενδεδυμένος και με εντυπωσιακό κάλυμμα κεφαλής. Έργο των Graf και Soret. Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, Αθήνα. Πηγή/www3.ascsa.edu.gr

Πράγματι, ο Δράμαλης κατηύθυνε το σύνολο του στρατού του στο Άργος, έχοντας την πεποίθηση ότι θα κάμψει γρήγορα την ελληνική αντίσταση. Ωστόσο, παρά τις αλλεπάλληλες εφόδους, ο παραπάνω στόχος δεν επετεύχθη. Αντιθέτως, οι πολιορκημένοι κατόρθωσαν να πραγματοποιήσουν μία επιτυχημένη έξοδο από το φρούριο, αξιοποιώντας μία ταυτόχρονη ελληνική επίθεση μεγάλης κλίμακας.

Έπειτα από μία δωδεκαήμερη πολιορκία, οι οθωμανικές δυνάμεις εισήλθαν στο ερημωμένο Άργος. Σ’ αυτό το σημείο, όμως, ο Δράμαλης είχε να αντιμετωπίσει σημαντικότερα προβλήματα από την αποτυχία εγκλωβισμού των ελληνικών δυνάμεων. Συγκεκριμένα, η σπατάλη των εφοδίων, σε συνδυασμό με την αδυναμία τροφοδότησης του στρατεύματος από την Κόρινθο, καθιστούσε επιτακτική την ανάγκη επιστροφής σε αυτή, καθώς ο οθωμανικός στρατός βρισκόταν σε δεινή κατάσταση. Έτσι, ξεκίνησε η πορεία της επιστροφής, η οποία προϋπέθετε τη διάβαση περιοχών καλά φυλασσόμενων από ελληνικές δυνάμεις.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Τ. Σπυρίδων (1853), Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως Τόμος Β΄. (2η Έκδ) Λονδίνο:Εκ της εν τη Αυλή του Ερυθρού Λέοντος Τυπογραφίας Ταϋλόρου και Φραγκίσκου.
  • G. Hertzberg (1916) Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τόμος Β΄. Αθήνα:Εκδ. Οίκος Γεωργίου Δ. Φέξη.
  • Α. Δ. Κόκκινος (1974), Η ελληνική Επανάστασις, Τόμος Β΄. (6η Έκδ.) Αθήνα:Εκδ. Μέλισσα.
  • Douglas (2012) Η ενοποίηση της Ελλάδας 1770-1923. (7η ανατύπωση) Αθήνα:Μ.Ι.Ε.Τ.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Δημήτρης Βασιλειάδης
Δημήτρης Βασιλειάδης
Γεννήθηκε το 2001 στη Θεσσαλονίκη. Βρίσκεται στο τέταρτο έτος των σπουδών του στη σχολή Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Συμμετέχει σε συνέδρια και σεμινάρια που αφορούν το αντικείμενο σπουδών του. Ενδιαφέρεται για τη μελέτη της Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας και την εξωτερική πολιτική των κρατών σε αυτά τα χρόνια.