Της Ιωάννας Μπινιάρη,
Παρά τις διαφορές που παρουσιάζουν ανά τον κόσμο τα νομικά συστήματα, αποτελεί κοινή αρχή των περισσότερων κρατών το γεγονός ότι η δικαιοσύνη πρέπει να είναι «τυφλή». Αυτό σημαίνει ότι οι δικαστές κατά την επιτέλεση του έργου τους οφείλουν να μην επηρεάζονται από εξωτερικούς παράγοντες, αλλά πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους μόνο τα στοιχεία που σχετίζονται νομικά με την εκάστοτε υπόθεση. Είναι, όμως, πάντοτε δυνατόν να συμβαίνει αυτό σε πρακτικό επίπεδο όταν οι δικαστές καλούνται να λάβουν μια απόφαση σε υποθέσεις που έχουν λάβει τεράστια δημοσιότητα;
Πριν απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα, που συνιστά και την κύρια προβληματική του παρόντος άρθρου, αξίζει να γίνει αναφορά στο νομικό πλαίσιο που κατοχυρώνει τη δικαστική αμεροληψία τόσο σε εθνικό όσο και ευρωπαϊκό επίπεδο. Αρχικά, το δικαίωμα δικαστικής προστασίας κατοχυρώνεται στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, το οποίο προβλέπει ότι: «Καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σε αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντά του, όπως νόμος ορίζει». Μέσα λοιπόν από αυτή τη διάταξη, κατοχυρώνεται η ακρόαση και η έννομη προστασία των διαδίκων, που πρέπει να είναι πλήρεις και αποτελεσματικές, πράγμα το οποίο όμως μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την τήρηση των προσωπικών εγγυήσεων για την ορθή και προσήκουσα παροχή της δικαιοσύνης. Αυτές οι εγγυήσεις εντοπίζονται επίσης στο άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), όπου γίνεται ρητή αναφορά στην ανάγκη δίκαιης εκδικάσεως της υπόθεσης ενός προσώπου από ανεξάρτητο, νομίμως λειτουργούν και αμερόληπτο δικαστήριο. Συνεπώς, αυτό που αναφέρεται εναργέστερα στο σχετικό άρθρο της Συνθήκης ως εγγύηση της δικαστικής προστασίας είναι προφανώς η αμεροληψία που οφείλει να διακατέχει τα πρόσωπα που απαρτίζουν τη σύνθεση του δικαστηρίου στον εκάστοτε δικαστικό αγώνα.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει μάλιστα προβεί σε ορισμό της αμεροληψίας, ορίζοντάς την ως την ιδιότητα της απουσίας μεροληψίας ή προκατάληψης (“the absence of prejudice or bias”). Η αμεροληψία αυτή μπορεί να θεωρηθεί ως μια απαίτηση που αναφέρεται τόσο ατομικά σε καθένα μέλος του δικαστικού σώματος που ενδεχομένως επηρεαστεί από ενδογενείς και προσωπικούς παράγοντες όταν διαμορφώνει την κρίση του, όσο και στη γενική εικόνα που δίνει το δικαστήριο ως σώμα ως προς την αμεροληψία του. Συγκεκριμένα, το δικαστήριο ως σώμα οφείλει να μην επιτρέψει να επηρεαστεί από πληροφορίες που χαρακτηρίζονται ως εξωτερικές της δικαστικής αίθουσας (“outside the court room information”), οι οποίες δεν είναι άλλες από την κοινή γνώμη, τις προσωπικές απόψεις και τα προσωπικά συναισθήματα των δικαστικών λειτουργών, καθώς και κάθε είδους εξωτερική πίεση που έστω και ασυνείδητα μπορεί να τους ασκηθεί. Δυστυχώς ή ευτυχώς, αυτές οι μεταβλητές δεν θα πρέπει να συμμετέχουν στο σχηματισμό της δικανικής πεποίθησης, η οποία θα πρέπει να στηρίζεται αποκλειστικά στη μείζονα πρόταση (κανόνας δικαίου), στην ελάσσονα πρόταση (πραγματικά περιστατικά) και στο συμπέρασμα, δηλαδή την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στην νομική διάταξη.
Η ορθή απονομή της δικαιοσύνης λοιπόν δεν απαιτεί μόνο την καθιέρωση και ενίσχυση της δικαστικής ανεξαρτησίας, αλλά έχει ως όρο και την αμεροληψία και την ουδετερότητα των δικαστών. Μόνο με αυτόν τον τρόπο οι πολίτες θα καλλιεργήσουν και θα εμπεδώσουν την εμπιστοσύνη ότι το δικαστήριο θα δικάζει την κάθε υπόθεση σύμφωνα με τους ισχύοντες νόμους χωρίς εξωτερικές πιέσεις. Για αυτόν τον λόγο, στο σημείο αυτό πρέπει να καταστεί σαφές ότι οι δικαστές πρέπει να παραμένουν ανεπηρέαστοι από έξωθεν παρεμβάσεις, δεδομένου μάλιστα του γεγονότος ότι ο ρόλος αυτός ανήκει αποκλειστικά στους ενόρκους που συμμετέχουν στη σύνθεση των Μικτών Ορκωτών Δικαστηρίων στις υποθέσεις που απαιτείται και προβλέπεται, όπως για παράδειγμα όταν δικάζονται υποθέσεις εγκλημάτων κακουργηματικής φύσεως.
Ωστόσο, αν και είναι γνωστή σε όλον τον δικαστικό κλάδο η αναγκαιότητα τήρησης της αρχής της αμεροληψίας κατά την εκδίκαση μιας υπόθεσης, πόσο εύκολο είναι να τηρηθεί αυτή από ένα δικαστήριο που καλείται να δικάσει υποθέσεις που έχουν λάβει τεράστια δημόσια έκταση (π.χ. δίκη της Χρυσής Αυγής, τρέχουσα υπόθεση σεξουαλικής κακοποίησης και βιασμών ανηλίκων από γνωστό σκηνοθέτη του θεάτρου); Δεν είναι λογικό ένα δικαστήριο να θέλει να ικανοποιήσει και το λαϊκό αίσθημα, πόσο μάλλον όταν ειδικά στη σημερινή κοινωνία η λαϊκή γνώμη εξωτερικεύεται διαρκώς είτε από τα ΜΜΕ είτε από τα social media; Σε αυτές τις περιπτώσεις, λοιπόν, ένα είναι το κύριο ερώτημα που μας απασχολεί: είναι άραγε καθήκον των δικαστών να πιάσουν τον σφυγμό της κοινωνίας;
Από καθαρά νομικής απόψεως, θα έλεγα ότι καθήκον των δικαστών είναι να παραμείνουν προσηλωμένοι στα στοιχεία της δικογραφίας και να τηρήσουν την ουδετερότητά τους όσο περισσότερο γίνεται, ούτως ώστε στο τέλος το μόνο που θα έχει υπερισχύσει να είναι ο νόμος, και κατά συνέπεια το κράτος δικαίου. Τότε και μόνο τότε θα αναζωπυρωθεί η εμπιστοσύνη και ο σεβασμός των πολιτών απέναντι στον σπουδαίο θεσμό της δικαιοσύνης και δεν θα αντικατασταθούν τα θεσμικά δικαστήρια από τα «λαϊκά» δικαστήρια που τείνουν να αμφισβητούν το έργο των δικαστών, που έχουν αφιερώσει τη ζωή τους στη μελέτη της νομικής επιστήμης και κύριο μέλημά τους είναι η εξυπηρέτηση της Δικαιοσύνης.
Πηγές
-
Δικαστική νοοτροπία: Πώς λαμβάνουν αποφάσεις οι δικαστές;, άρθρο της Αναστασίας Κονιδάρη στο crimetimes.gr, διαθέσιμο εδώ
-
Η εγγύηση της δικαστικής αμεροληψίας: Μία προσέγγιση ιδωμένη κι από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού, άρθρο της Ελένης Κλουκινιώτη και της Κρίκης Λυδία στο curia.gr, διαθέσιμο εδώ