Της Μαρίας Βασταρδή,
Η γραφή ιστορικά έχει αποτελέσει την κινητήριο δύναμη του πολιτισμού. Από την πρώτη καταγραφή νομοθεσίας με τη στήλη του Χαμουραμπί έως την εφεύρεση της τυπογραφίας το 1455 από τον Ιωάννη Γουτεμβέργιο, η διατήρηση, η εξέλιξη και η διάδοση του πολιτισμού βασίστηκε στην ανάπτυξη συστημάτων γραφής ικανών να αποτυπώσουν πληροφορίες που μέχρι τότε διαδίδονταν μόνο προφορικώς. Η ανάγκη αυτή για καταγραφή πληροφοριών ανέκυψε γρήγορα και στη μουσική, με τους Σουμέριους και τους Έλληνες να αναπτύσσουν γρήγορα τα δικά τους σημειογραφικά συστήματα. Ωστόσο, χρειάστηκε μία εξέλιξη δεκάδων αιώνων προκειμένου να δημιουργηθεί το πεντάγραμμο και να υιοθετηθούν οριστικώς οι 7 γνωστοί μας φθόγγοι.
Τα πρώτα βήματα προς τη σύγχρονη σημειογραφία έγιναν τον 6ο αιώνα μ.Χ. Η απόρριψη των αρχαίων συστημάτων είχε δημιουργήσει ένα μεγάλο κενό στην καταγραφή και τη διάδοση της χριστιανικής μουσικής. Έτσι, αρχικώς οι καθολικοί μοναχοί χρησιμοποίησαν σημάδια πάνω από τις λέξεις ενός γρηγοριανού μέλους, τα οποία υποδείκνυαν στον ψάλτη την κίνηση της μελωδίας στο εκάστοτε σημείο είτε αυτή ήταν ανοδική, καθοδική ή σύνθετη και ονομάστηκαν «νεύματα». Έπειτα, όμως, καθώς τα νεύματα αυτά δεν ήταν αρκετά προκειμένου να υποδείξουν το συγκεκριμένο τονικό ύψος, οι μοναχοί αξιοποίησαν γράμματα της αλφαβήτου για να εκφράσουν τις νότες. Αυτό το σύστημα ακολουθείται με παραλλαγές μέχρι και σήμερα, με τα γράμματα από Α έως G του λατινικού αλφαβήτου να αντιπροσωπεύουν τις συγχορδίες Λα έως Σολ.
Στην εξέλιξη της μουσικής γραφής κομβική στάθηκε η συμβολή ενός Ιταλού Βενεδικτίνου μοναχού, του Γκουίντο ντ’ Αρέτσο, ο οποίος κατά το πρώτο μισό του 11ου αιώνα επινόησε ένα σύστημα έως τεσσάρων οριζοντίων γραμμών. Επρόκειτο για δύο βασικές γραμμές, μία κόκκινη που αναπαριστούσε το φα και μία κίτρινη για το ντο. Η τονικότητα των υπολοίπων νοτών αποτυπωνόταν με πολύ λεπτές μαύρες ή άχρωμες γραμμές, που χαράζονταν απλώς στην περγαμηνή, σχηματίζοντας έτσι μία «σκάλα» από τους 7 συνεχόμενους φθόγγους που χρησιμοποιούμε και σήμερα. Προκειμένου να αξιοποιήσουν στο έπακρο τη νέα αυτή μέθοδο σημειογραφίας κατά την καταγραφή του γρηγοριανού μέλους, οι μουσικοί χρησιμοποίησαν ένα τετράγραμμο, αλλάζοντας κάθε φορά το όνομα μίας γραμμής και προσαρμόζοντας αναλογικά τις υπόλοιπες. Επρόκειτο δηλαδή για τον πρόγονο των κλειδιών του Σολ, του Φα και του Ντο, που εισήχθησαν για πρώτη φορά στη σημειογραφία τον 12ο αιώνα και χρησιμοποιούνται μέχρι και σήμερα. Η νέα αυτή μέθοδος επέτρεψε την καταγραφή όλων των γνωστών ψαλμών και αντικατέστησε πλήρως τα παλαιά νεύματα.
Παρ’ όλα αυτά, ο Ιταλός μοναχός δεν αρκέστηκε μόνο στην επινόηση νέων τρόπων καταγραφής της μουσικής, αλλά εξέλιξε και τις μεθόδους διδασκαλίας της χορωδίας με δύο βασικές εφευρέσεις, το «χέρι του Γκουίντο» και το «εξάχορδο». Το πρώτο επέτρεπε στους άπειρους χορωδούς να μάθουν ταχύτατα όλες τις νότες, οι οποίες εκείνη την εποχή δεν ξεπερνούσαν τις 20 σε σύνολο. Ο Γκουίντο χώρισε το αριστερό του χέρι σε 20 σημεία και τα ονομάτισε ανάλογα με τις νότες, ενώ στη συνέχεια έδειχνε με το δεξί του χέρι την κάθε νότα που οι μαθητές έπρεπε να τραγουδήσουν. Έτσι, οι χορωδοί μπορούσαν σε ελάχιστο χρόνο να μάθουν μουσική.
Η δεύτερη εφεύρεσή του άνοιξε τον δρόμο για την καθιέρωση της χρωματικής κλίμακας, τη διαίρεση δηλαδή κάθε οκτάβας σε 12 ημιτόνια, εισάγοντας στη μουσική θεωρία τις αλλοιώσεις της αναίρεσης και της ύφεσης. Επιπλέον, στη διδασκαλία του εξαχόρδου, ο Γκουίντο χρησιμοποίησε για πρώτη φορά τις σύγχρονες ονομασίες των νοτών. Έμπνευση για τα ονόματα των νοτών στάθηκε ένα γρηγοριανό μέλος αφιερωμένο στον Άγιο Ιωάννη τον Βαπτιστή, οι έξι πρώτες φράσεις του οποίου άρχιζαν από διαφορετική νότα. Η πρώτη λατινική συλλαβή καθεμίας από αυτές τις φράσεις έδωσε και το όνομά της στην εκάστοτε νότα, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν οι 7 φθόγγοι που γνωρίζουμε σήμερα: ντο, ρε, μι, φα, σολ, λα και σι.
Μετά τον Γκουίντο, η μουσική σημειογραφία εξελίχθηκε ώστε να περιλαμβάνει 5 γραμμές, το γνωστό μας σήμερα πεντάγραμμο, επί του οποίου γράφονται οι νότες ανάλογα με το κλειδί που τίθεται στην αρχή. Ο εμπλουτισμός με άλλα στοιχεία, όπως ο ρυθμός, οι αυξομειώσεις στην ένταση ή τα εκφραστικά σχόλια, συνέβη σταδιακά, ακολουθώντας κυρίως τις αλλαγές στα ρεύματα της μουσικής αλλά και την εξέλιξη των μουσικών οργάνων. Έτσι, η μουσική πλέον έπαψε να διαδίδεται από στόμα σε στόμα, αλλά καταγράφηκε αρχικώς χειρόγραφα και στη συνέχεια με τη χρήση ειδικών τυπογραφικών μηχανημάτων και διασώθηκε στη διάρκεια των αιώνων μέσα από μία κοινή γλώσσα και ένα κοινό αλφάβητο για όλη την ανθρωπότητα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Karl Nerf, Η ιστορία της μουσικής, Εκδόσεις Ν. Μπότσης, 1985
- Christofer Headington, Η ιστορία της δυτικής μουσικής – Από την αρχαιότητα ως τις μέρες μας, Τόμος 2ος «Από τον γερμανικό ρομαντισμό και εφεξής», Εκδόσεις Gutenberg, 1993