Της Θένιας Λαμπρινουδάκη,
Ένα από τα εγκλήματα που απαντούν συχνά στην πράξη είναι το έγκλημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής. Σύμφωνα με τα όσα ορίζει ο νόμος ακάλυπτη είναι η επιταγή που εμφανίζεται εντός της σύννομης προθεσμίας με σκοπό να πληρωθεί ο λήπτης της, όμως η τράπεζα δεν μπορεί να αποπληρώσει το ποσό λόγω έλλειψης των διαθέσιμων κεφαλαίων του εκδότη της. Στην περίπτωση αυτή η τράπεζα σφραγίζει την επιταγή αναγράφοντας στο κάτω μέρος τη σημείωση: «Βεβαιώνεται πως η επιταγή εμφανίστηκε εμπρόθεσμα για πληρωμή, όμως δεν εξοφλήθηκε λόγω έλλειψης των διαθέσιμων κεφαλαίων στο σχετικό λογαριασμό».
Με το παραδεκτό πως η έκδοση ακάλυπτης επιταγής αποτελεί παράνομη εγκληματική πράξη, ο νόμος παρέχει στον λήπτη της διάφορες μορφές προστασίας. Κατά κύριο λόγο, ο λήπτης προστατεύεται τόσο από τις διατάξεις του αστικού όσο και από εκείνες του ποινικού κώδικα, ενώ προβλέπεται και η δυνατότητα επιβολής διοικητικών κυρώσεων. Ο λήπτης δικαιούται να υποβάλλει εντός 3 μηνών από τη λήξη της προθεσμίας εμφάνισης της επιταγής έγκληση κατά του εκδότη της επιταγής όπως ορίζει το άρθρο 79 του ειδικού ποινικού νόμου που ορίζει τα της επιταγής (Ν 5690/1933). Το ποινικό αυτό αδίκημα διαπράττεται σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο κατά το οποίο εμφανίζεται εμπροθέσμως η επιταγή για πληρωμή και δεν πληρώνεται ενώ χρόνος τέλεσης του αδικήματος θεωρείται ο χρόνος σφράγισης του αξιογράφου από την τράπεζα για τη μη πληρωμή της. Σύμφωνα με αλλεπάλληλες αποφάσεις του Αρείου Πάγου (π.χ. ΑΠ 1250/2004) έγινε δεκτό πως εκτός από δικαιούχος της έγκλησης εκτός του λήπτη καθίσταται και ο εξ αναγωγής υπόχρεος, το πρόσωπο δηλαδή που εξόφλησε την επιταγή και κατέστη κομιστής. Αξίζει να σημειωθεί πως με τη μεταγενέστερη καταβολή πλήρους αποζημίωσης από τον υπαίτιο, εξαλείφεται το αξιόποινο της πράξης. Η πλήρης αποζημίωση περιλαμβάνει εκτός από το ποσό της επιταγής και οποιαδήποτε άλλη ζημία, που οφείλεται στην παράνομη πράξη, προκύπτει στον δικαιούχο της έγκλησης.
Παρά το γεγονός ότι είναι αντιληπτό πως οι ακάλυπτες επιταγές είναι παράνομες πράξεις πολλοί αγνοούν τις προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν ώστε να πληρωθεί το έγκλημα. Οι προϋποθέσεις αυτές είναι οι εξής: α) να έχει εκδοθεί έγκυρη επιταγή, β) να εμφανίζεται εμπρόθεσμα στην Τράπεζα για πληρωμή, γ) να μην πληρωθεί λόγω έλλειψης των διαθέσιμων κεφαλαίων στο λογαριασμό του εκδότη. Με την πλήρωση των παραπάνω, η έκδοση της επιταγής ως ακάλυπτης και κατά συνέπεια η μη πληρωμή της καθίσταται εγκληματική πράξη που τιμωρείται από τον ποινικό νόμο.
Εκτός όμως από τις ποινικές διατάξεις, προστασία παρέχεται και με το αστικό δίκαιο. Ο λήπτης της επιταγής μπορεί να διεκδικήσει αποζημίωση για αδικοπραξία σύμφωνα με το 904 του Αστικού Κώδικα, μιας και η έκδοση ακάλυπτης επιταγής πληροί τις προϋποθέσεις αστικών διατάξεων και προξενεί ζημία μέσω παράνομης πράξης. Για τον λόγο αυτό δικαιούται αποζημίωση προς αποκατάσταση της ζημίας αυτής.
Τελευταία μορφή «τιμωρίας» του εκδότη ακάλυπτης επιταγής είναι η επιβολή διοικητικών κυρώσεων. Πιο συγκεκριμένα, η Τράπεζα που ανέλαβε την εξόφληση της επιταγής μπορεί να εγγράψει τον εκδότη της στη μαύρη λίστα και να αναγγείλει την έκδοση της επιταγής στο διατραπεζικό σύστημα «TΕΙΡΕΣΙΑΣ». Με την πράξη αυτή επιβάλλονται εξαιρετικές συνέπειες στον εκδότη μεταξύ των οποίων είναι και η μη χορήγηση μπλοκ επιταγών στο εξής.
Συμπεραίνοντας, η έκδοση ακάλυπτης επιταγής αποτελεί ένα ποινικό αδίκημα για το οποίο ο νόμος παρέχει αρκετές επιλογές στο «θύμα» να προστατευτεί. Ο λήπτης της επιταγής μπορεί να διεκδικήσει αποζημίωση μέσω του αστικού κώδικα ή να ασκήσει έγκληση κατά του εκδότη. Σημαντικό είναι το γεγονός πως τα δικαστήρια και οι αποφάσεις τους τάσσονται υπέρ των θυμάτων και αποτελούν καταπέλτες αδιαφορώντας μάλιστα για την αιτία που οδήγησε τον εκδότη στην τέλεση του ποινικού αδικήματος.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- “ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΩΝ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ”, Γεώργιος Δ. Τριανταφυλλάκης, Νομική Βιβλιοθήκη 2008, σελ. 198-207
- NOMOS Βάσεις Νομικών Δεδομένων, Διαθέσιμο εδώ