Της Γιώτας Κοσκινά,
Από τις 4 Μαρτίου έως και τις 18 Μαρτίου τέθηκε σε διαβούλευση το νέο σχέδιο νόμου που αφορά την αλλαγή του εκλογικού νόμου για την διεξαγωγή των εκλογών της τοπικής αυτοδιοίκησης. Πιο συγκεκριμένα, το Υπουργείο Εσωτερικών έθεσε σε δημόσια διαβούλευση το σχέδιο νόμου το οποίο, όπως τονίζουν κυβερνητικές πηγές, έχει ως στόχο του την αποκατάσταση της ακυβερνησίας που δημιούργησε σε πολλές περιπτώσεις ο εκλογικός νόμος της προηγούμενης κυβέρνησης.
Ας πάρουμε τα πράγματα όμως με τη σειρά. Με αφορμή την διεξαγωγή των αυτοδιοικητικών εκλογών το 2019 και βλέποντας τα ποσοστά του να καταρρέουν, δημιούργησε και ψήφισε με την κυβερνητική πλειοψηφία τον νόμο 4555/2018 (Πρόγραμμα «Κλεισθένης Ι»), την διεξαγωγή των αυτοδιοικητικών εκλογών, δηλαδή, με το εκλογικό σύστημα της απλής αναλογικής. Κατασκευάζοντας αυτόν τον εκλογικό νόμο ο ΣΥΡΙΖΑ υπηρετούσε τα στενά μικροκομματικά του συμφέροντα, γνωρίζοντας καλά πως δεν διέθετε δυνάμεις στον χώρο της Αυτοδιοίκησης. Ο συγκεκριμένος νόμος όμως, εξασφάλισε την πλήρη ακυβερνησία στην τοπική αυτοδιοίκηση, αφού οι εκλεγμένοι Δήμαρχοι και Περιφερειάρχες για να έχουν την απαιτούμενη πλειοψηφία στα Συμβούλια είναι αναγκασμένοι να μπαίνουν σε παζάρια με μειοψηφικές δυνάμεις, μη μπορώντας έτσι να ασκήσουν την πολιτική για την οποία ψηφίστηκαν.
Γι΄ αυτό ακριβώς, αμέσως μετά τις εκλογές, η Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας. προχώρησε σε νομοθετικές ρυθμίσεις με τις οποίες κατάφερε να διασφαλίσει την ομαλή λειτουργία των Ο.Τ.Α. και τώρα προχωρά στην αντικατάσταση της λεγόμενης «απλής αναλογικής» και την επαναφορά της πλειοψηφίας του Δημάρχου και του Περιφερειάρχη στο Συμβούλιο, η οποία είναι κεντρική προεκλογική δέσμευσή της και αναπόσπαστο τμήμα της ισχυρής εντολής που έλαβε την 7η Ιουλίου του 2019.
Με τον νέο νόμο που προτείνει το αρμόδιο Υπουργείο μπαίνει ένα οριστικό τέλος στην αδιανόητη ακυβερνησία στην τοπική αυτοδιοίκηση με την κατάργηση της λεγόμενης «απλής αναλογικής» που εφάρμοσε ο ΣΥΡΙΖΑ και επέφερε καταστροφικές συνέπειες στην ομαλή λειτουργία των Δήμων και των Περιφερειών. Αναλυτικότερα, με τον νέο εκλογικό νόμο: «επαναφέρεται η 5ετής θητεία Δημάρχων και Περιφερειαρχών με ισχύ από τον Οκτώβριο του 2023, τίθεται το 43% συν μία ψήφος ως όριο εκλογής Δημάρχου ή Περιφερειάρχη από τον πρώτο γύρο, εξασφαλίζεται η εκλογή των 3/5 των μελών του συμβουλίου στον νικητή των εκλογών, τίθεται όριο 3% για την εκλογή δημοτικού ή περιφερειακού συμβούλου (κατ’ αναλογία με το όριο εισόδου των κομμάτων στο Εθνικό Κοινοβούλιο), μειώνεται ο αριθμός των μελών των δημοτικών συμβουλίων, των συμβουλίων δημοτικής κοινότητας και των περιφερειακών συμβουλίων, ενώ τέλος, τίθεται καταληκτική ημερομηνία η 31η Αυγούστου για την κατάρτιση και δήλωση των συνδυασμών ώστε να υπάρχει πλήρης έλεγχος των εκλογικών δαπανών και να είναι εγκαίρως στο εκλογικό σώμα γνωστοί οι υποψήφιοι».
Για άλλη μία φορά, λοιπόν, ο εκλογικός νόμος που αφορά την τοπική αυτοδιοίκηση θα μονοπωλήσει το ενδιαφέρον την πολιτικής σκηνής. Με τη διαφορά όμως, αυτή την φορά, ότι έρχεται να αποκαταστήσει μία μεγάλη αδικία, μία πολιτική σκοπιμότητα. Να αποκαταστήσει την ακυβερνησία που δημιουργήθηκε σε πολλούς δήμους και περιφέρειες από την εφαρμογή της απλής αναλογικής.