Του Αλεξάνδρου Βελάνα,
Όλοι γνωρίζουν το βρετανικό συγκρότημα Pink Floyd. “The Dark Side Of The Moon”, “Wish You Were Here”, “The Wall” είναι κάποιοι από τους πιο αξιόλογους δίσκους που γνώρισε ποτέ η παγκόσμια δισκογραφία. Aς δούμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή.
Από το 1967, οι Pink Floyd ήταν στην πρώτη γραμμή του ψυχεδελικού ροκ κινήματος, το οποίο είχε πλέον εδραιωθεί στη βρετανική σκηνή. Frontman, εκείνη την εποχή, ήταν ο Syd Barrett, ο οποίος τα είχε όλα. Φήμη, χρήμα, δόξα και μια μπάντα πεπεισμένη ότι ο τραγουδιστής και κύριος συνθέτης της θα ήταν το επόμενο rock είδωλο, η απόλυτη περσόνα και η ιδιοφυΐα που θα τους πήγαινε στην κορυφή.
Το πρόβλημα ήταν ότι αυτός δεν ήθελε τίποτα από όλα αυτά.
Ο Roger Keith Barrett (Syd) γεννήθηκε στις 6 Ιανουαρίου 1946 στο Cambridge της Αγγλίας και μεγάλωσε σε ένα εξαιρετικό οικογενειακό περιβάλλον. Ο πατέρας του, Dr. Max Barrett, μέγας θαυμαστής της κλασικής μουσικής, του έκανε δώρο ένα πιάνο σε μικρή ηλικία, αργότερα ένα banjo και, μετά από επιμονή του τότε έφηβου Syd, την πρώτη του ηλεκτρική κιθάρα. Ο Syd Barrett ήταν πολύ αγαπητός σε όλους. Βέβαια, μπορεί οι επιδόσεις του στο σχολείο να μην ήταν καλές, αλλά η κλίση του προς τις τέχνες είχε φανεί. Ζωγράφιζε καταπληκτικά, ενώ το ταλέντο του στη μουσική ήταν αδιαμφισβήτητο. Όταν ήταν, όμως, δεκατεσσάρων χρονών, πεθαίνει ξαφνικά ο πατέρας του από καρκίνο στα 52 του χρόνια. Ήταν τότε, όπως είπε αργότερα ο Roger Waters, που «μπήκε το πρώτο τούβλο» στον τοίχο του Syd, αναφερόμενος, φυσικά, στη γνωστή αλληγορία του “The Wall”, κατά την οποία ο τοίχος είναι η απομόνωση του ανθρώπου στον εαυτό του.
Αποφοιτώντας από το σχολείο βρέθηκε στο Κολέγιο Τεχνών του Cambridge, όπου συνάντησε τον David Gilmour, ο οποίος σπούδαζε στο τμήμα μοντέρνων γλωσσών. Μαζί θα ξεκινήσουν να μελετούν κιθάρα, διασκευάζοντας τραγούδια των Beatles και των Rolling Stones και περιστασιακά θα παίζουν σε μικρά μαγαζιά στη γύρω περιοχή. Το 1964, ο Syd Barrett θα βρίσκεται ήδη στο Λονδίνο για να συνεχίσει τις σπουδές του στη ζωγραφική, όπου θα συναντήσει τον παιδικό του φίλο, Roger Waters, που σπούδαζε αρχιτεκτονική.
Ο κατά δύο χρόνια μεγαλύτερός του Roger Waters, που από το 1962 είχε χάσει κάθε ενδιαφέρον για σπουδές, είχε φτιάξει τη Sigma 6, μια εξαμελή μπάντα με τους Nick Mason, Keith Noble και την αδερφή του, Sheilagh, τον Clive Metcalfe και τον Richard Wright. Το 1964, λοιπόν, όταν ο Noble και ο Metcalfe έφυγαν από το σεξτέτο για να σχηματίσουν τη δική τους μπάντα, τη θέση τους πήραν ο Syd Barrett και o Bob Klose, με τον τελευταίο να αποχωρεί σύντομα προκειμένου να συνεχίσει τις σπουδές του.
Το σχήμα άλλαξε πολλά ονόματα. Μεταξύ αυτών, για μια περίοδο ονομάστηκαν και Tea Set, λόγω του ότι ο μόνος διαθέσιμος χώρος για να προβάρουν ήταν ένα δωμάτιο για τσάι στο υπόγειο της πολυτεχνικής σχολής του Λονδίνου. Τελικά, το όνομα Pink Floyd θα το εμπνευστεί ο Syd Barrett από τους δύο αγαπημένους του Bluesίστες, τον Pink Anderson και τον Floyd Council.
Δύο χρόνια πριν από την υπόθεση Maharishi και Beatles, η νεολαία που είχε φύγει από το κολέγιο του Cambridge και είχε εγκατασταθεί στο Λονδίνο είχε στρέψει το ενδιαφέρον της προς μια ινδική θρησκευτική αίρεση, την Sant Mat, η οποία σαν βάση της είχε τον διαλογισμό, απαγόρευε το κρέας και την κατανάλωση αλκοόλ. Τα προβλήματα ξεκίνησαν, όταν η ίδια νεολαία παρερμήνευσε τη χρήση των παραισθησιογόνων ουσιών, η οποία ναι μεν ήταν αποδεκτή από την αίρεση-θρησκεία, αλλά κάτω από εντελώς διαφορετικό πρίσμα και κουλτούρα από εκείνων του δυτικού πολιτισμού.
Ο Barrett είχε αρχίσει τους πειραματισμούς με το LSD λίγο νωρίτερα και το ενδιαφέρον του, εκτός από τη μουσική και τους Floyd, ήταν στραμμένο προς τη φιλοσοφία και τον μυστικισμό. Ένα καλοκαιρινό βράδυ του ΄64 μαζί με τον τότε κολλητό του φίλο (και αργότερα πολύ πετυχημένο γραφίστα) Storm Thorgerson δεν έχασαν την ευκαιρία να προσπαθήσουν να γνωρίσουν τον Maharaj Charan Singh, δάσκαλο και Guru της αίρεσης, προκειμένου να δεχτεί τον Syd ως μαθητή του, απόπειρα η οποία απέτυχε, καθώς ο δάσκαλος τον απέρριψε λόγω ηλικίας, ενώ τον συμβούλευσε να επικεντρωθεί στις σπουδές του. Το περιστατικό αυτό είχε μεγάλο αντίκτυπο στον Syd. Τα μέλη των Pink Floyd και οι φίλοι του ισχυρίζονται ότι η απόρριψη αυτή ήταν εξίσου καθοριστική για τη μετέπειτα πορεία του όσο και ο θάνατος του πατέρα του.
Το 1966, οι Floyd, ως τετραμελής μπάντα, θα ξεκινήσουν τις εμφανίσεις σε τοπικά club, παίζοντας διασκευές κατά κύριο λόγο και «περιμένοντας» κάτι παραπάνω από τον Syd, που εκείνη την εποχή, εκτός από την ενασχόλησή του με το LSD, έγραφε μανιωδώς νέες συνθέσεις και τραγούδια. Οι εμφανίσεις πήγαιναν πολύ καλά, με αποτέλεσμα τo 1967 το συγκρότημα να υπογράψει συμβόλαιο με την ΕΜΙ και να κυκλοφορήσει σε single το τραγούδι “Arnold Layne”. Τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς κυκλοφόρησε το “See Emily Play”, ενώ παράλληλα ηχογραφούσαν τον πρώτο τους δίσκο. Και τα δύο αυτά single πήγαν εξαιρετικά καλά στα βρετανικά charts, αν και το “Arnold Layne” λογοκρίθηκε σκληρά από το ραδιόφωνο, λόγω της αναφοράς του στο ντύσιμο άνδρα με γυναικεία ρούχα, παρόλο που (για την ιστορία) ο Arnold ήταν πραγματικό πρόσωπο. Επρόκειτο για έναν άνδρα από το Cambridge που είχε μανία να κλέβει γυναικεία εσώρουχα από τις μπουγάδες και να τα φοράει ο ίδιος.
Με αφορμή την εξαιρετική επίδοση των single και την αθρόα συμμετοχή του κόσμου στις ζωντανές εμφανίσεις, η ΕΜΙ κυκλοφόρησε τον Αύγουστο του ΄67 τον δίσκο “The Piper at the Gates of Dawn”. Η κυκλοφορία πήγε αρκετά καλά, αν και πολλοί σχολίασαν ότι αφορούσε ένα πολύ συγκεκριμένο κοινό και ειδικότερα τους χρήστες LSD. Η επίδραση των παραισθησιογόνων, της φιλοσοφίας και του μυστικισμού στον Barrett είναι εμφανής. Το κομμάτι με τίτλο “Chapter 24” του δίσκου είναι εμπνευσμένο από το 24ο κεφάλαιο του κλασσικού βιβλίου κινέζικης φιλοσοφίας “I Ching” ή αλλιώς «Το βιβλίο των αλλαγών». Στις ζωντανές εμφανίσεις τους προβάλλονται καλειδοσκοπικά σχέδια πίσω από την μπάντα, ενώ η μουσική ξεφεύγει πολύ από εκείνη της ηχογράφησης και εστιάζει στον αυτοσχεδιασμό και σε έναν βαρύ, παραμορφωμένο ήχο.
Ο Δεκέμβρης του ΄67 βρίσκει τον Syd Barrett κυριολεκτικά βουτηγμένο στο LSD, με συμπεριφορά εντελώς απρόβλεπτη, εριστική και βίαιη. Το όμορφο και καλό παιδί από το Cambridge που ζωγράφιζε πεταλούδες, έπαιζε την κιθάρα του, έγραφε τραγούδια και γοήτευε τους πάντες είχε χαθεί μέσα σ’ ένα σκοτεινιασμένο βλέμμα και ένα μυαλό που από ένα σημείο και μετά το μόνο που μπορούσε να συνθέσει ήταν ασυναρτησίες.
Στα τέλη του ΄67, ο Richard Wright θυμάται ότι απουσίασε κάποιο σαββατοκύριακο και όταν γύρισε όλα πλέον ήταν αλλιώς. Ο Barrett είχε πάψει να αναγνωρίζει τον κόσμο γύρω του, είχε παραισθήσεις, δεν ήξερε καν που βρίσκεται και κλείστηκε εντελώς στον εαυτό του. Κατά τη διάρκεια ενός live, πιο συγκεκριμένα, ο Nick Mason αναφέρει ότι σε μια «κρίση» του ο Syd έλιωσε μια ουσία (πιθανότατα παραισθησιογόνα), την ανακάτεψε με τζελ για τα μαλλιά και την έβαλε στο πρόσωπο του αντί για make-up. Στη μέση της συναυλίας, το μίγμα άρχισε να λιώνει από τη ζέστη των προβολέων, κάνοντας τον Syd να φαίνεται σαν «παραμορφωμένο κερί».
Η κατάσταση ήταν πλέον πολύ δύσκολη. Η μπάντα κλήθηκε να αποφασίσει για το αν θα συνεχίσει και έτσι ο Nick Mason στράφηκε προς τον David Gilmour προκειμένου να βρίσκεται στις ζωντανές εμφανίσεις σαν δεύτερος κιθαρίστας για να καλύπτει τα μέρη του Syd. Ελάχιστα έπαιξαν μαζί ως πενταμελής μπάντα. Στον δεύτερο δίσκο, “A Saucerful of Secrets”, o Syd Barrett κατάφερε να γράψει μόνο ένα κομμάτι (“Jungband Blues”) και έπαιξε κιθάρα σε άλλα δύο (“Set The Controls For The Heart Of The Sun” και “Remember A Day”).
Για την τελευταία φορά που έπαιξαν μαζί ο Roger Waters αναφέρει: «Όταν ο David μπήκε στην μπάντα, δουλεύαμε και οι πέντε μαζί, προσπαθώντας να βγάλουμε τις συνθέσεις του Syd. Μια μέρα ήρθε στο στούντιο και ανακοίνωσε καινούργιο κομμάτι. Πήρα την κιθάρα και έκατσα δίπλα του να μου μάθει το ρεφρέν. Αποτελούνταν από μερικές συγχορδίες και τον επαναλαμβανόμενο στοίχο “Have you got it yet?”. Ξεκινήσαμε να το προβάρουμε οι δυο μας, αλλά κάθε φορά άλλαζε κάτι στον τρόπο που έπαιζε. Τελειώνοντας την έκτη προσπάθεια, άφησα κάτω την κιθάρα και του φώναξα “I’ve got it”. Ήταν η τελευταία φορά που παίξαμε μαζί».
Σε αυτήν την κρίσιμη καμπή θα αφήσουμε για τώρα την ιστορία του Syd Barrett. Στο επόμενο μέρος του αφιερώματος αυτού θα δείτε το αποτέλεσμα των επιλογών του τόσο στη συμβολή του ως μέλος των Pink Floyd όσο και στην προσωπική του ζωή.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Tσάβαλος, Κ. (2014). Pink Floyd: A Storyful of secrets. Αθήνα: Εκδόσεις ΟΞΥ.
- Schaffner, N. (1991). Saucerful of Secrets: The Pink Floyd Odyssey. UK: Delta.