14.3 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΑπεργία πείνας: Δικαίωμα στον θάνατο ή στον αυτοκαθορισμό;

Απεργία πείνας: Δικαίωμα στον θάνατο ή στον αυτοκαθορισμό;


Του Πέτρου – Ορέστη Κατσούλα,

Το ακανθώδες ζήτημα της απεργίας πείνας των κρατουμένων συνδέεται με το πρωταρχικό αίτημα της διασφάλισης της ανθρώπινης αξίας, το οποίο σε παγκόσμιο επίπεδο αποτελεί το έσχατο μέσο διαμαρτυρίας για τη διασφάλιση αξιοπρεπών συνθηκών κράτησης ή για την άσκηση κάποιας μορφής πίεσης. Το δικαίωμα στην απεργία πείνας εγείρει ουσιώδη ζητήματα που συνδέονται με την άσκηση θεμελιωδών δικαιωμάτων, αλλά και την αντίστοιχη προστασία τους από τις κρατικές αρχές. Η ανακύπτουσα σύγκρουση μεταξύ πρωταρχικών δικαιϊκών επιταγών δημιουργεί μία κατάσταση νομικής σύγκρουσης, η οποία απαιτεί μία πολύ λεπτή συστηματική ερμηνεία, με βασικό γνώμονα τις δομικές αρχές μίας δημοκρατικής έννομης τάξης.

Η απεργία πείνας, έκφανση της αυτοδιάθεσης του ατόμου;

Όπως ορίζει ο ίδιος ο σωφρονιστικός κώδικας, πέρα από την στέρηση της προσωπικής ελευθερίας και τους αναγκαίους περιορισμούς που επιβάλλονται λόγω της ειδικής κυριαρχικής σχέσης που συνοδεύει την ιδιότητα του κρατουμένου, όλα τα άλλα δικαιώματα συνεχίζουν να μπορούν να ασκηθούν. Αυτό άλλωστε αντανακλάται και στο άρθρο 7 παρ. 4 ΣΚ, στο οποίο διατυπώνεται ρητώς ότι η εύρυθμη λειτουργία των καταστημάτων φύλαξης δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη μη άσκηση των συνταγματικά κατοχυρωμένων ελευθεριών. Έτσι, η ιδιότητα του κρατουμένου τοποθετείται μέσα στο συνταγματικό και υπερνομοθετικό τόξο της προστασίας της ανθρώπινης αξίας, ώστε οι κρατούμενοι να μην υποβιβάζονται σε αντικείμενα για την επίτευξη οποιουδήποτε ποινικού ή σωφρονιστικού σκοπού [1].

Σε πρώτο πλάνο, η απεργία πείνας, η οποία κατά κανόνα αποτελεί μία μη αξιόποινη πράξη, εγείρει το ερώτημα του κατά πόσον μπορεί να αναγνωριστεί δικαίωμα στην αυτοπροσβολή. Από την άλλη πλευρά, η πρακτική της αναγκαστικής σίτισης προβάλλει ως εξόχως προβληματική με πολλά επιχειρήματα να διατυπώνονται εναντίον μίας τέτοιας μεθόδου. Σε μία ιατρική βάση, η αναγκαστική σίτιση αποτελεί μία πρακτική που εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους για τη ζωή και την υγεία ενός κρατουμένου, συνιστώντας η ίδια μία ουσιώδη προσβολή στην αξιοπρέπειά του, μέσω του υποβιβασμού του σε οιονεί αντικείμενο επίτευξης ενός σκοπού [2]. Η προβαλλόμενη υποχρέωση του κράτους να προστατεύσει την υγεία των πολιτών δεν μπορεί αυτή καθεαυτή να δικαιολογήσει μία τέτοια ιδιαίτερα επεμβατική πρακτική και για τον λόγο αυτό είθισται να συνοδεύεται από το επιχείρημα ότι ένας κρατούμενος, ο οποίος εξ ορισμού βρίσκεται υπό ένα καθεστώς πίεσης, δεν διαθέτει την απαιτούμενη ψυχραιμία ώστε να σταθμίζει τι αποτελεί για αυτόν το βέλτιστο, οδηγούμενος έτσι σε μία απόφαση αυτοκαταστροφής [3].

Η αναγκαστική σίτιση επιτρεπόταν στον Πρώτο Σωφρονιστικό Κώδικα (άρθρο 102 παρ. 7 ΑΝ 125/1967), σε περίπτωση κινδύνου της ζωής και της υγείας του κρατουμένου από εκούσια αποχή από τροφή η οποία εκτείνεται πέραν των 24 ωρών. Η διάταξη ήταν γενικόλογη και επέτρεπε άμεση παρέμβαση στην αυτοδιάθεση του κρατουμένου και μάλιστα σε ένα πολύ πρώιμο στάδιο, οδηγώντας σε ένα ευρύτατο περιθώριο καταστολής της διαμαρτυρίας.

Προοδευτικά, και υπό το πρίσμα της διεθνούς αντιμεπτώπισης του δικαιώματος στην απεργία πείνας, ο Σωφρονιστικός Κώδικας μεταβλήθηκε ορίζοντας ότι ο διευθυντής των φυλακών ή ο εποπτεύων ιατρός δικαιούται να λάβει τα κατάλληλα ιατρικά μέτρα για την παρακολούθηση και προστασία του απεργού πείνας, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η μεταφορά του σε ειδικό θεραπευτικό κατάστημα υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 74 ΣΚ. Αναγνωρίζεται μάλιστα ρητά από το άρθρο 31 παρ. 3 ΣΚ ότι, σε περίπτωση που ο απεργός περιέλθει σε κατάσταση άμεσου κινδύνου της ζωής ή της υγείας του, ώστε να επίκειται κίνδυνος μόνιμης βλάβης, μπορεί να διαταχθεί η αναγκαστική σίτιση, έπειτα από παραγγελία δικαστικού λειτουργού. Η διάταξη αυτή στηλιτεύεται από τον Λ. Μαργαρίτη, ο οποίος προτείνει την λήψη των κατάλληλων μέτρων μόνο σε περίπτωση που ο κρατούμενος έχει περιέλθει σε κατάσταση διατάραξης της συνείδησής του ή της σωματικής του εξάντλησης και όχι πριν από αυτό [4].

Και η συγκεκριμένη θέση όμως δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή άμεσα, καθώς θα μπορούσε θεωρητικά να δρομολογήσει την περιέλευση του κρατουμένου σε κατάσταση εξάντλησης, ώστε να του επιβληθεί η αναγκαστική σίτιση σε ένα μεταγενέστερο στάδιο. Άξια ενδιαφέροντος είναι η θέση που διατυπώνει η Φ. Παναγοπούλου-Κούτνατζη, η οποία αναγνωρίζει το δικαίωμα του καθενός να ζει «επικινδύνως», απαγορεύοντας τη χρήση βίας εκ μέρους των διοικητικών αρχών, οριοθετώντας το εν λόγω δικαίωμα σε περίπτωση άμεσου κινδύνου για τη ζωή του απεργού ή και τρίτου [5].

Πηγή εικόνας: Images.immediate.co.uk

Η αναγκαστική σίτιση υπό το πρίσμα των θεμελιωδών επιταγών της έννομης τάξης

Ο καθηγητής Μανωλεδάκης προτείνει μία λύση με γνώμονα τον απόλυτο [6] χαρακτήρα που παρουσιάζει το δικαίωμα στη ζωή. Πράγματι, ανάμεσα στα συγκρουόμενα αγαθά της προστασίας της ζωής και της αυτονομίας, ο ίδιος προτείνει μία αφηρημένη ex ante στάθμιση, εφόσον όμως η ζωή βρίσκεται σε έναν άμεσο και επικείμενο κίνδυνο. Έτσι, όπως προσδιορίζει, ο γιατρός οφείλει να απέχει από κάθε ενέργεια του έχοντος «σώας τα φρένας» ασθενούς, αποδεχόμενος τη βούληση του. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, η προσωπική ελευθερία και αυτοδιάθεση βαρύνει σαφώς περισσότερο, καθώς διαφορετική στάση θα αποτελούσε μία ευθεία προσβολή στην αξιοπρέπεια του ατόμου, μέσω του υποβιβασμού του σε αντικείμενο ενός δημόσιου σκοπού. Αυτή είναι άλλωστε και η πεμπτουσία των ατομικών δικαιωμάτων, τα οποία «εγγυώνται την ατομικότητα του ατόμου, αποσκοπούν να αποτρέψουν την απορρόφηση του σε ένα ολοκληρωτικό κράτος».

Η αφηρημένη αυτή στάθμιση η οποία συντελείται από τον καθηγητή Μανωλεδάκη, είναι σαφώς επηρεασμένη από τη νομολογία του Γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου, το οποίο τάσσεται υπέρ μίας αντικειμενικής και ιεραρχικά δομημένης έννομης τάξης [7], η οποία καθορίζει εν τέλει και τη λύση στις αναφυόμενες αξιακές συγκρούσεις. Μία τέτοια αφηρημένη στάθμιση φαίνεται να αμφισβητείται στην ελληνική συνταγματική έννομη τάξη, η οποία φαίνεται να μην αποτελεί μία ενιαία και αυστηρά δομημένη αξιακή ενότητα, αλλά ένα σύμπλεγμα αξιακών επιταγών, υποκείμενων σε συγκεκριμένες σταθμίσεις. Με άλλα λόγια, το δικαίωμα στην αξιοπρέπεια δεν προβάλλεται αναγκαστικά ως υποδεέστερο της ζωής, ώστε η όποια λύση να πρέπει να δοθεί στο συγκεκριμένο πεδίο σύγκρουσης.

Παρά την όποια σχετικοποίηση μεταξύ των εννόμων αγαθών, το δικαίωμα στον θάνατο αποκρούεται σταθερά από την πλειοψηφία των συνταγματικών παραδόσεων. Μολονότι τα αμυντικά δικαιώματα προσλαμβάνουν πάντα και αρνητική διάσταση (το δικαίωμα στην μη άσκηση του δικαιώματος), η αυτοπροσβολή δεν μπορεί να γίνεται δεκτή σε μία έννομη τάξη, όταν οδηγεί στην ολοκληρωτική παραίτηση από το δικαίωμα και σε αφανισμό του αντίστοιχου έννομου αγαθού.  Μία τέτοια σύλληψη θα αποτελούσε κατά τον καθηγητή Μανωλεδάκη «ιδεολογική παρεκτροπή» που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα καθώς εκλαμβάνει τη ζωή αποκλειστικά ως βιολογικό φαινόμενο, αφαιρώντας της οποιαδήποτε αξιολογική ή κοινωνική αναφορά [8].

Ο συλλογισμός αυτός τοποθετεί κατά συνέπεια τη ζωή σε μία άμεση εξάρτηση από την έννομη τάξη, με αποτέλεσμα η παραίτηση από αυτήν να επιτρέπεται μόνο στον βαθμό που δεν αντιβαίνει στις αξιολογικές και θεμελιακές παραδοχές μίας νομικής παράδοσης. Έτσι, ενώ συστατικό στοιχείο μίας φιλελεύθερης τάξης είναι η παροχή στο άτομο του δικαιώματος να καθορίσει τη ζωή του ελεύθερα, δεν είναι και το να του επιτρέψει ελεύθερα να πεθάνει. Σε αντίστοιχο συμπέρασμα καταλήγουμε και αν προσεγγίσουμε το ζήτημα με αναφορά στο δικαίωμα σε ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, αφού, κατά την κρατούσα αντίληψη, ο θάνατος συνεπάγεται την καταστροφή και όχι την ανάπτυξη και εξέλιξη της προσωπικότητας. Η θέση αυτή, παρά το σαφές δογματικό της ενδιαφέρον επιδέχεται κριτικής, καθώς απηχεί φυσιοκρατικές αντιλήψεις και τοποθετεί το άτομο σε μία εξωτερική αναγκαστική εξελικτική πορεία, ενώ θεωρητικά ανατρέχει εν τέλει στη μοναδικότητα της ζωής. Αξίζει πάντως να τονισθεί ότι σε καμία περίπτωση δε γίνεται ανεκτή μία ολοκληρωτική αντίληψη που αντιμετωπίζει τον άνθρωπο αποκλειστικά ως κομμάτι της κοινωνικής ολότητας, αφαιρώντας του την ατομικότητα και επιβάλλοντας του συγκεκριμένους σκοπούς.

Γενικότερα, η εμπέδωση μίας πατερναλιστικής αντίληψης δεν μπορεί να είναι σύμφωνη με μία φιλελεύθερη έννομη τάξη. Το κράτος δεν οφείλει να προστατεύσει το άτομο από την οιαδήποτε αυτοπροσβολή, αλλά μόνο εφόσον αυτή δεν αποτελεί εκδήλωση της ελεύθερης βούλησης του ατόμου [9]. Ιδιαίτερη έμφαση φαίνεται να δίνεται όμως σε ειδικές κυριαρχικές θέσεις, όταν δηλαδή το άτομο βρίσκεται σε ιδιαίτερα ευάλωτη θέση λόγω της ειδικής σχέσης εξουσίασης με κάποιον κρατικό φορέα [10]. Η βιολογική αυτονομία προβάλλεται κατά συνέπεια ως ένα θεμελιώδες αγαθό, το οποίο εδραιώνεται στην απόφαση του ανθρώπου να αποφασίσει κυριαρχικά αν επιθυμεί την υποβολή του σε θεραπεία. Οι όποιοι περιορισμοί σε αυτήν τη θεμελιώδη παραδοχή δικαιολογούνται μόνο από τον ίδιο τον αυτοκαθορισμό του ανθρώπου (όταν δηλαδή η αυτονομία του προσώπου έχει εκπέσει σε μεγάλο βαθμό, ώστε να μην έχει πλήρη συνείδηση), καθώς και σε περίπτωση που μία επέμβαση επιβάλλεται για την προστασία των δικαιωμάτων τρίτων προσώπων. Ο υποβιβασμός του ατόμου σε μέσο επιδίωξης κοινωνικών σκοπών δεν είναι ποτέ αποδεκτός [11].

Η νομολογία του ΕΔΔΑ δεν φαίνεται να παρουσιάζει μία σαφή και συνεκτική θέση. Πράγματι, ενώ έχει αναγνωριστεί ότι δεν κατοχυρώνεται δικαίωμα στο θάνατο και ότι κατά συνέπεια η ποινικοποίηση της συμμετοχής σε αυτοκτονία υπηρετεί έναν «νόμιμο σκοπό σε μία δημοκρατική κοινωνία» [12], σε άλλες περιπτώσεις το ΕΔΔΑ έχει κρίνει ότι άτομο διαθέτει το δικαίωμα να αποφασίζει με ποια μέσα και σε ποιο χρονικό σημείο θα τερματιστεί η ζωή του, εφόσον όμως μία τέτοια απόφαση λαμβάνεται με ελεύθερη βούληση, καθώς μόνο τότε η απόφαση αυτή αποτελεί γνήσια έκφραση του δικαιώματος της ιδιωτικής ζωής.

Πηγή εικόνας: historyextra.com

Το ΕΔΔΑ φαίνεται να απομακρύνεται από μία a priori ιεραρχικά δομημένη και αφηρημένη στάθμιση με γνώμονα την προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, έννοια που έτσι και αλλιώς παρουσιάζει έναν απροσδιόριστο χαρακτήρα και είναι ικανή να λειτουργήσει δυναμικά ως ένας μηχανισμός περιστολής των δικαιωμάτων. Όπως επισημαίνει ο καθηγητής Μανωλεδάκης [13], δεν θα πρέπει να γίνεται στάθμιση μεταξύ της ζωής και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, καθώς η τελευταία δεν αποτελεί αναγκαστικό λογικό προηγούμενο της πρώτης. Τέτοια θέση θα οδηγούσε και σε μία ολοκληρωτική λογική περί μη προστασίας της ανάξιας ζωής. Για τον λόγο αυτό, στο ζήτημα της ευθανασίας, το Δικαστήριο δεν έχει υιοθετήσει μία απόλυτη θέση στηριγμένη στον θεμελιώδη χαρακτήρα της ζωής, αλλά αντιθέτως έχει αναγνωρίσει ένα πεδίο διακριτικής ευχέρειας στα κράτη-μέλη, με γνώμονα την προστασία της ιδιωτικότητας, της προσωπικότητας και της αυτονομίας του προσώπου [14].

Αυτό αντανακλάται και στη νομολογιακή του θέση, με βάση την οποία το προβλεπόμενο από το άρθρο 2 της Σύμβασης δικαίωμα στη ζωή υποχρεώνει τα κράτη να εγγυηθούν μία διαδικασία ικανή να διασφαλίσει ότι η διαδικασία τερματισμού της ζωής ανταποκρίνεται πράγματι στην ελεύθερη βούληση του ενδιαφερομένου… χωρίς αυτό να συνεπάγεται την αναγνώριση ενός δικαιώματος στο θάνατο [15]. Με άλλα λόγια, το αίτημα διακοπής της ζωής αποτελεί για το Δικαστήριο μία «πράξη κουλτούρας που άπτεται της προσωπικής ελευθερίας του ατόμου» [16], ώστε να δίνεται η δυνατότητα σε αυτό να επιδοθεί ακόμα και σε ψυχικά ή σωματικά επιζήμιες πράξεις, ακόμα και δυνητικά θανατηφόρες.[17]

Ειδικότερα όμως για το ζήτημα της αναγκαστικής σίτισης, το ΕΔΔΑ [18] δεν έχει λάβει μία ξεκάθαρη θέση απόκρουσης. Υιοθετώντας το σχήμα της ιδιαίτερης κυριαρχικής φύσης, και ειδικότερα του ιδιαίτερου ρόλου των κρατικών αρχών να προστατεύουν τη ζωή και τη σωματική ακεραιότητα των κρατουμένων, το Δικαστήριο κατατείνει σε μία ad hoc προσέγγιση, επιτρέποντας τη λήψη των κατάλληλων ιατρικών μέτρων μόνο σε περίπτωση άμεσου κινδύνου για τη ζωή και την υγεία και μόνο εφόσον η συνδρομή αυτή έχει αποκλειστικά θεραπευτικό και όχι τιμωρητικό ή κατασταλτικό χαρακτήρα. Ταυτόχρονα, αυτονόητη προύπόθεση για το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αποτελεί ο σεβασμός στις εγγυήσεις του άρθρου 3 της Σύμβασης, ώστε η όποια επέμβαση στο σώμα του κρατουμένου να γίνεται με τον λιγότερο επαχθή τρόπο και να μην συνιστά απάνθρωπη μεταχείριση. Ωστόσο, παρά τις εν λόγω εγγυήσεις, φαίνεται πως η νομολογία του ΕΔΔΑ είναι αρκετά αόριστη, αντιμετωπίζοντας τον απεργό πείνας περισσότερο ως μέρος μίας ειδικής σχέσης κράτησης και λιγότερο ως άτομο με ελευθερία βούλησης.

Καταληκτικά, το δικαίωμα στην απεργία πείνας θέτει πολύ σοβαρά υπαρξιακά, φιλοσοφικά και νομικά ερωτήματα, φέρνοντας σε σύγκρουση θεμελιακές επιταγές της έννομης τάξης. Ωστόσο, από μία συστηματική ανάλυση μίας φιλελεύθερης έννομης τάξης, η οποία αντιμετωπίζει το άτομο ως μία έλλογη, αυθύπαρκτη και ελεύθερη οντότητα, θεωρούμε πως η όποια λύση πρέπει να τοποθετηθεί στον άξονα της ελευθερίας της συνείδησης και του αυτοκαθορισμού του ατόμου. Παρά το γεγονός ότι η αξία της ανθρώπινης ζωής είναι, και παραμένει, η κορωνίδα των αποκτημάτων του νεότερου κράτους, το πρόσημο του φιλελευθερισμού θα πρέπει να μείνει ενεργό, ώστε να αποφευχθεί η οποιαδήποτε διολίσθηση προς πατερναλιστικά, φυσιοκρατικά, ή αξιολογικά μοντέλα. Υπό την έννοια αυτή, το δίλημμα δικαίωμα στη ζωή/δικαίωμα στο θάνατο θα πρέπει να αποκρουστεί ως ένα προβληματικό δίπολο και η όλη συζήτηση να στραφεί στην ανάγκη διαφύλαξης του αυτοκαθορισμού του ατόμου, όταν αυτός είναι γνήσιος και δεν προσβάλλει βάναυσα την έννομη τάξη.


Πηγές – Παραπομπές
  • Π. Βούλτσου, Η ποινική προβληματική της ευθανασίας, Αθήνα, Σάκκουλας, 2006
  • Π. Δαγτόλου, Ατομικά δικαιώματα, Αθήνα, Σάκκουλας,
  • Τ. Ζολώτας, «Αυτοπροσβολές», σε: Η προστατευτική λειτουργία των ατομικών δικαιωμάτων κατά τη νομολογία του ΕΔΔΔΑ, 2018, σ. 83.
  • Γ. Κατρούγκαλος, Το δικαίωμα στη ζωή και στο θάνατο, Αντ. Σάκκουλας, 1993
  • Ι. Μανωλεδάκη, Ποινικό Δίκαιο, Γενική θεωρία, Αθήνα-Θεσσαλονική, Σάκκουλας, 2004
  • Λ. Μαργαρίτης, Ν. Παρασκευόπουλος και Γ. Νούσκαλης, Ποινολογία, 8η έκδ. 2016 σ. 720
  • «Ανθρώπινη αξιοπρέπεια  Έννομο αγαθό ή απόλυτο όριο στην άσκηση εξουσίας», σε Ι. Μανωλεδάκη/C. Prittwitz, Η ποινική προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, Ελληνογερμανικό συμπόσιο, Θεσσαλονίκη, Σάκκουλας, 1997, σ. 9 επ.
  • Ι. Πέτρου, Η ελευθερία του ανθρώπου και τα ηθικά προβλήματα του τέλους της ζωής σε  Μ.Καϊάφα-Γμπάντι/ Ε. Κουνουγέρη- Μαλωλεδάκη, Ευθανασία, Αθήνα, Σάκκουλας, 2007, σ. 137 επ.
  • Κ. Χρυσόγονος, Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, Αθήνα, Νομική Βολιοθηκη 2006

[1] Μάνεση, Ατομικά δικαιώματα, 112, Μανιτάκη, ό.π., 162

[2] Βασανιστήριο….

[3] Λ. Μαργαρίτης, Ν. Παρασκευόπουλος και Γ. Νούσκαλης, Ποινολογία, 8η έκδ. 2016 σ. 720

[4]Παρασκευόπουλου, Ποινική ευθύνη από αυτοκαταστροφικές πράξεις, Ελλην.Επιθ.Εγκληματολογίας, τ. 3-4. Βλ. και Γνωμοδ. Προϊσταμένου Εισ. Πρωτ. Θεσ/κης 9/1984, Αρμ. 1985.49, Σ. Αναγνωστάκη – Ε. Σοφιανού, Απεργία πείνας των κρατουμένων, ΠοινΧρον 1984.119 κ.ε., Παρασκευόπουλου, Σχόλιο, Αρμ. 1985.51 κ.ε.,

[5] Βλ. Δ. Κοντόγιωργα-Θεοχαρόπουλου, «Die Selbstbestimmung des Patienten: Eine Untersuchung aus verfassungsrechtlicher Sicht» ΕφΔΔ, τ 4, 2009, σ. 575-579.

[6]  Ο απόλυτος χαρακτήρας του δικαιώματος στη ζωή κατοχυρώνεται τόσο σε φιλοσοφικό, όσο και σε νομικό επίπεδο. Βλ.  Ν. Ανδρουλάκης, Ποινικόν Δίκαιον: Ειδικόν μέρος, Αθήνα, Σάκκουλας, 1974, σ. 18 επ.

[7] Α. Δημητρόπουλος, Τα αμυντικά δικαιώματα του ανθρώπου και η μεταβολή της έννομης τάξης,  Αθήνα-Κομοτηνή, Σάκκουλας, 1981, σ. 204.

[8] Ι.Μανωλεδάκη, «Υπάρχει δικαίωμα στο θάνατο;», Ποινικά Χρονικά, 2004, σ. 581.

[9] Βλ. και το σκεπτικό του ιταλικού Συνταγαμτικού Δικαστηρίου, το οποίο θεωρεί ότι το μη αξιόποινο της συμμετοχής σε αυτοκτονία δικαιολογείται μόνο στην περίπτωση που ο ανιάτως πάσχων έχει πλήρη συνείδηση, ώστε να μπορεί να λαμβάνει ελεύθερα αποφάσεις. 229.

[10] Τ. Ζολώτας, «Αυτοπροσβολές», σε: Η προστατευτική λειτουργία των ατομικών δικαιωμάτων κατά τη νομολογία του ΕΔΔΔΑ, 2018, σ. 83.

[11] Τ. Βιδάλης, Βιοδίκαιο, Αθήνα, τόμ. 1, 2007, σ. 35.

[12] Pretty κατά Ηνωμένου Βασιλείου.

[13] Ι. Μανωλεδάκη, Ανθρώπινη αξιοπρέπεια  Έννομο αγαθό ή απόλυτο όριο στην άσκηση εξουσίας», σε : Ι. Μανωλεδάκη/C. Prittwitz, Η ποινική προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, Ελληνογερμανικό συμπόσιο, Θεσσαλονίκη, Σάκκουλας, 1997, σ. 16.

[14]  Βλ. και απόφαση A.D.Τ. κατά Ηνωμένου Βασιλείου.

[15] Pretty κατά Ηνωμένου Βασιλείου.

[16] Pretty κατά Ηνωμένου Βασιλείου.

[17] Haas κατά Ελβετίας.

[18] Ηoroz κατά Τουρκίας, Nevmerzhitsky κατά Ουκρανίας, Özgül κατά Τουρκίας, Rappaz κατά Ελβετίας.


 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Πέτρος-Ορέστης Κατσούλας
Πέτρος-Ορέστης Κατσούλας
Είναι υποψήφιος διδάκτωρ συγκριτικού, δημοσίου και ευρωπαϊκού δικαίου (Πανεπιστήμιο Paris II Panthéon-Assas). Πτυχιούχος της Νομικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών στο Δημόσιο Δίκαιο του Πανεπιστημίου Paris II Panthéon-Assas, με ισχυρή βάση στο ευρωπαϊκό δίκαιο, το δημόσιο δίκαιο και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Φέρει δικηγορική εμπειρία σε αντικείμενα δημοσίου δικαίου αλλά και πολιτικής και διοικητικής δικονομίας, από άσκηση στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους. Κατά το παρελθόν είχε ενεργή συμμετοχή στην ELSA ως πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου, συμμετοχή σε προσομοιώσεις οργανισμών και πρακτική άσκηση στο Υπουργείο Εξωτερικών.