Του Γιώργου Κοσματόπουλου,
Παρά το γεγονός ότι τις τελευταίες ημέρες έχουν εισβάλει στην επικαιρότητα τα ζητήματα των καταγγελιών σεξουαλικής παρενόχλησης και κακοποίησης καθώς και η απεργία πείνας Κουφοντίνα, η πανδημία του κορωνοϊού εξακολουθεί να είναι το νούμερο ένα ζήτημα για τη χώρα και τους πολίτες της. Λένε ότι η φτώχεια φέρνει γκρίνια. Το ίδιο ισχύει και για την παρατεταμένη αναστολή θεμελιωδών δικαιωμάτων εντός του εξαιρετικά στρεσογόνου κλίματος της απειλής της ζωής και της δημόσιας υγείας. Γκρίνια, η οποία εντείνεται λόγω συμπεριφορών οι οποίες λειτουργούν σε αντίθεση με τις διακηρυγμένες προθέσεις των φορέων τους.
Τον τελευταίο χρόνο, οι επιστήμονες που ασχολούνται με την αντιμετώπιση του κορωνοϊού εμφανίζονται καθημερινώς στην τηλεόραση και στα λοιπά ΜΜΕ. Κυρίως οι λοιμωξιολόγοι, που αποτελούν την Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων του υπουργείου Υγείας αλλά και αρκετοί άλλοι, ιατροί και μη. Η παρουσία του θεωρητικά εντάσσεται στην εκπλήρωση της υποχρέωσης της Πολιτείας και της Επιστήμης να ενημερώσουν τους πολίτες σχετικά με την εξέλιξη της πανδημίας, να εξηγήσουν τα μέτρα που κατά καιρούς εφαρμόζονται με στόχο την ανάσχεση της και να δώσουν τις απαραίτητες οδηγίες και συμβουλές. Πλέον, όμως, υφίσταται σοβαρό ζήτημα αναφορικά με τη συχνότητα, το περιεχόμενο και το αποτέλεσμα αυτών των παρεμβάσεων.
Κατά τη διάρκεια του πρώτου κύματος, ο Σωτήρης Τσιόδρας ως επικεφαλής της Επιτροπής είχε επιφορτιστεί με το καθήκον της καθημερινής ενημέρωσης. Συνυπολογίζοντας ότι βρεθήκαμε ξαφνικά εν μέσω μιας πρωτόγνωρης κι εξαιρετικά επικίνδυνης κατάστασης, ο ακραίος χαρακτήρας της οποίας καθοδήγησε εν πολλοίς και τη συμπεριφορά των πολιτών, το συγκεκριμένο μοντέλο επικοινωνίας κρίνεται επιτυχημένο. Ο Τσιόδρας ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση: σοβαρός κι έγκυρος και ταυτοχρόνως ανθρώπινος και μειλίχιος. Περιέγραφε ρεαλιστικά την κατάσταση χωρίς, όμως, να στερεί την ελπίδα για μια σχετικά γρήγορη επάνοδο στις κανονικές συνθήκες ζωής. Το κυριότερο, κατάφερε να εμπνεύσει εμπιστοσύνη στους πολίτες για την αναγκαιότητα και την αποτελεσματικότητα των μέτρων, κάτι που αποτελεί κομβικό παράγοντα προκειμένου να επιτευχθεί η μέγιστη δυνατή, μαζική πειθάρχηση.
Ο συγκεκριμένος τρόπος επικοινωνίας κυβέρνησης-επιστημόνων και πολιτών διαφοροποιήθηκε από το Φθινόπωρο, όταν ενέσκηψε το δεύτερο κύμα της πανδημίας. Ορισμένοι αναφέρθηκαν στο γεγονός ότι ο Σ. Τσιόδρας είχε υπερ-εκτεθεί και αδυνατούσε να σηκώσει μόνος επικοινωνιακά το βάρος της αιτιολόγησης των νέων σκληρών μέτρων. Μάλιστα, έγινε λόγος και για στοχοποίηση του από μέρος αρνητών της ανάγκης επιβολής περιορισμών αλλά κι επαγγελματικών ομάδων, οι οποίες θίγονταν οικονομικά από το κλείσιμο της αγοράς. Δεν έλειψαν, φυσικά, και δημοσιεύματα σχετικά με την απογοήτευση που δοκίμασε ο διακεκριμένος επιστήμονας από τον πολιτικό χειρισμό του ζητήματος εκ μέρους της κυβέρνησης, με την προσπάθεια να μετακυλιστεί στην Επιτροπή η ευθύνη της αποτυχημένης εφαρμογής μέτρων και της θέσπισης ακόμη πιο αντιδημοφιλών περιορισμών.
Εν πάση περιπτώσει, το νέο σύστημα επικοινωνίας, με πολλά μέλη της Επιτροπής ν’ αποκτούν δημόσιο βήμα μαζί και με άλλους ειδικούς από την Ελλάδα και το εξωτερικό, έχει δημιουργήσει μία επικοινωνιακή Βαβέλ. Το τελευταίο εξάμηνο γινόμαστε δέκτες μιας πανσπερμίας απόψεων, πολλές φορές ευθέως αντικρουομένων μεταξύ τους. Απόψεων που ως επί το πλείστον κυριαρχούνται από ένα ακραία πεσιμιστικό πνεύμα, το οποίο φτάνει στα όρια της τρομολαγνείας. Είναι προφανές ότι σημαντική μερίδα επιστημόνων πάσχει από έλλειψη ενσυναίσθησης, αδυνατώντας να κατανοήσει τις συνέπειες των όσων δημοσιοποιεί στην ψυχική υγεία του μέσου ανθρώπου. Είναι πρόδηλο, επίσης, ότι συστηματικά παραγνωρίζονται οι λοιπές συνέπειες της πανδημίας, πλην του βασικού, υγειονομικού, πεδίου.
Η δυσμενής κατάσταση της Οικονομίας και η υπολειτουργία της Εκπαίδευσης, σίγουρα έπονται των υψίστων αγαθών της ανθρώπινης ζωής και υγείας πλην όμως, η πλήρης παράβλεψή τους σίγουρα δεν οδηγεί σε μία ζωντανή και υγιή κοινωνία, με την ευρεία των όρων έννοια. Αυτές οι νοοτροπίες και οι συμπεριφορές θα μπορούσαν εν μέρει να αναχθούν στη φύση της εργασίας συγκεκριμένων επιστημονικών κλάδων. Σχηματικά, θα λέγαμε ότι η συνεχής παραμονή στο εργαστήριο είναι λογικό να απομονώνει κάποιους ρέκτες της επιστήμης από την κοινωνία. Από την άλλη, όμως, ειδικά ο ιατρός, οφείλει ν’ αντιμετωπίζει τον ασθενή ως συνολικό οργανισμό και να μη μείνει αποκλειστικά στην «πληγή» που προσπαθεί να θεραπεύσει. Ως προς τα μέλη της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων, θα μπορούσε κάποιος να συνυπολογίσει και το βάρος που επωμίζονται σε σχέση με τ’ αποτελέσματα που καλούνται να φέρουν εις πέρας. Υπό αυτό το πρίσμα -και πάλι μέχρις ενός σημείου- θα μπορούσε να δικαιολογηθεί μία συμπεριφορά τύπου: «Τα λέω κάπως πιο δραματικά, προκειμένου να κάνετε τουλάχιστον τ’ απαραίτητα». Εν μέρει, θα μπορούσε, επίσης, να δικαιολογηθεί και η δημόσια έκφραση μίας διαφωνίας, προκειμένου ο διαφωνών να είναι κατοχυρωμένος εφόσον οι ενστάσεις του επιβεβαιωθούν τελικά. Δυστυχώς, όμως, φαίνεται ότι κάποια μέλη της επιστημονικής κοινότητας έχουν ξελογιαστεί από τη γοητεία της κάμερας…
Υπάρχουν επιστήμονες οι οποίοι έχουν αναδειχθεί περίπου ως αστέρια της τηλεόρασης και του διαδικτύου. Είναι οι ίδιοι οι οποίοι εκφράζουν τις πλέον απαισιόδοξες προβλέψεις και τις πλέον ακραίες απόψεις για το περιεχόμενο των απαιτούμενων μέτρων. Και τούτο διότι η καταστροφολογία πουλάει. Ο άνθρωπος που τρέμει για τη ζωή και την υγεία του ιδίου και των αγαπημένων του προσώπων τείνει να είναι ευήκοος στις απόψεις εκείνες που φαίνεται να καλύπτουν ένα ευρύτερο φάσμα των ανησυχιών του. Από την άλλη, ο επιστήμων είναι και άνθρωπος, κάτι που συνεπάγεται πως η απότομη απόκτηση αναγνωσιμότητας είναι δυνατόν να τον μπερδέψει. Δεν μπορούμε, ακόμη, να παραβλέψουμε τις προσωπικές αντιπάθειες που παρεπιδημούν στον χώρο της επιστήμης. Γεννάται, όμως, μείζον ζήτημα, όταν πια η υπερ-έκθεση στα ΜΜΕ δημιουργεί περισσότερα προβλήματα από αυτά που υποτίθεται πως στοχεύει να επιλύσει.
Δεν είναι δυνατόν το ένα μέλος της Επιτροπής να «αδειάζει» το άλλο. Δεν μπορεί να γίνει ανεκτό σε μία ευνομούμενη Πολιτεία να επικρατεί πολλές φόρες η αίσθηση ότι δεν κυβερνά η νομίμως εκλεγμένη κυβέρνηση, αλλά μια ομάδα εμπειρογνωμόνων. Δεν είναι μόνο άκομψος, αλλά είναι επίσης προσβλητικός κι εξοργιστικός ο τόνος με το οποίο πολλοί ειδικοί απευθύνονται στην κοινωνία και σε επιμέρους τμήματα αυτής που πλήττονται ιδιαίτερα από το lockdown και το σύστημα «ακορντεόν». Ουδείς σοβαρός άνθρωπος θεωρεί ότι ο επιστήμων οφείλει να είναι κοσμοκαλόγερος, ούτε όμως απάδει στον ρόλο του η μετατροπή του σε «μαϊντανό». Ειδικά σε μία κατάσταση σαν τη σημερινή, δεν συγχωρείται η αμετροέπεια που οδηγεί μετά σε αγώνα δρόμου προκειμένου να δικαιολογηθεί η επικοινωνιακή γκάφα. Οι όποιες διαφωνίες δεν επιτρέπεται να εξετάζονται στα τηλεοπτικά παράθυρα και στις παραπολιτικές στήλες, αλλά οφείλουν να εκφράζονται στα αρμόδια όργανα.
Σήμερα, το τρίτο κύμα της πανδημίας επελαύνει μεν, το πρόγραμμα εμβολιασμού δημιουργεί την πεποίθηση ότι έχουμε εισέλθει στην τελική φάση δε. Όλα αυτά, ενώ μπήκε η Άνοιξη, έπεται το Πάσχα κι αναμένεται η τουριστική περίοδος. Τα περιθώρια λάθους και πισωγυρίσματος έχουν εξαντληθεί. Η ελληνική κοινωνία έχει κουραστεί υπερβολικά και η κόπωση της επηρεάζει αποφασιστικά την εφαρμογή και την αποτελεσματικότητα των όποιων μέτρων. Τώρα, περισσότερο παρά ποτέ, απαιτείται η μέγιστη δυνατή σοβαρότητα από τους εμπλεκόμενους στη αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης. Η προσωπική συγκρότηση και ο αξιακός κώδικας του καθενός δοκιμάζονται…