Του Γιώργου Κυριακού,
Όλοι μας στην περίοδο της καραντίνας έτυχε να ανοίξουμε ένα παλιό συρτάρι, να βρούμε ξεχασμένα πράγματα ή να θέλουμε να ξεδιαλύνουμε τις φωτογραφίες στο σκληρό μας δίσκο. Πρόσφατα, σε μια προσπάθεια να τακτοποιήσω καλύτερα την βιβλιοθήκη μου, έπεσα πάνω στο βιβλίο των Αρχών Οικονομικής Θεωρίας της κατεύθυνσης Οικονομίας και Πληροφορικής, που είχα ακολουθήσει στο Λύκειο. Ξεφυλλίζοντάς το, συνειδητοποίησα πως είναι ξεκάθαρα ένα νεοκλασικό περιληπτικό εγχειρίδιο, ενώ καμιά ιδέα δεν είχα πριν τρία χρόνια σχετικά με το τι σημαίνει Νεοκλασικά οικονομικά.
Η πρώτη φωτογραφία αυτού του βιβλίου παρουσιάζει τον Άνταμ Σμιθ και τον ονομάζει ως τον «ιδρυτή της σύγχρονης οικονομικής επιστήμης». (Πράγματι ο Σμιθ αποτελεί βαρυσήμαντο όνομα στην πορεία της οικονομικής σκέψης και έθεσε τα θεμέλια της κλασικής σχολής στην Αγγλία, ιδίως μέσα από τον «Πλούτο των Εθνών» στα 1776). Αποτέλεσε, έτσι, και βάση για την ανάπτυξη των μετέπειτα θεωριών του Ρικάρντο, του Μαρξ, πολυάριθμων ακόμη διανοητών, αλλά και της ίδιας της νεοκλασικής σχολής.
Τον όρο νεοκλασικά οικονομικά άρχισα να ακούω συστηματικά στο πανεπιστήμιο. Θεωρούσα πως είναι κάτι που μοιάζει πολύ με το κλασικά οικονομικά, αλλά έπεσα έξω. Σήμερα γράφω για να δείξω τι εννοώ με την τελευταία μου φράση.
Τα νεοκλασικά οικονομικά ήρθαν μετά από μία περίοδο συγκρούσεων -κυρίως στο διάστημα 1870-1880- και μια προσπάθεια των Οριακών οικονομολόγων να ανασυγκροτήσουν την οικονομική θεωρία από το τέλμα στο οποίο είχε περιέλθει. Ένα βασικό πρόβλημα ήταν ο καθορισμός της αξίας των εμπορευμάτων. Αν δηλαδή πηγή της αξίας είναι η εργασία (εργασιακή θεωρία της αξίας) ή αν η αξία καθορίζεται με βάση το κόστος παραγωγής (προσθετική θεωρία της αξίας), οπότε εκτός από τους μισθούς για εργασία, θα πρέπει στην αξία του αγαθού, να ενσωματωθεί η αμοιβή τη γης (γαιοπρόσοδος) και εκείνη του κεφαλαίου (κέρδος).
Αυτό ήταν ένα ζήτημα που δεν μπόρεσε να λύσει πραγματικά η κλασική σχολή σκέψης, όπως και να αιτιολογήσει την προέλευση του κέρδους, αν δεχόταν την εργασιακή θεωρία της αξίας.
Οι Οριακοί οικονομολόγοι ήρθαν να μιλήσουν για το άτομο αυτό καθαυτό ως οικονομικό παράγοντα. Σταμάτησε πλέον να υφίσταται η οικονομική ανάλυση με βάση τις κοινωνικές τάξεις, με βασικούς πρωταγωνιστές τους εργάτες, τους καπιταλιστές και τους γαιοκτήμονες. Αυτό που υποστήριξε η νεοκλασική σχολή σκέψης ήταν ότι οι οικονομικοί φορείς λειτουργούν ατομικά μέσα στο οικονομικό σύστημα σαν μηχανές, που μόνος στόχος τους είναι να μεγιστοποιούν την ευχαρίστηση που λαμβάνουν από την κατανάλωση των αγαθών -όταν είναι καταναλωτές- ή την μάζα του κέρδους που καρπώνονται από την παραγωγική διαδικασία -όταν είναι παραγωγοί.
Το ζήτημα που καλούταν να δώσει απαντήσεις το συγκεκριμένο ρεύμα οικονομικής σκέψης ήταν η βέλτιστη κατανομή των πόρων οι οποίοι θεωρούνται βασικά δεδομένοι (σπανιότητα). Πραγματοποιείται μια στατική ανάλυση μεγιστοποιήσεων. Από την μια μεγιστοποιούμε μια συνάρτηση χρησιμότητας υπό τον περιορισμό του εισοδήματος για τους καταναλωτές και από την άλλη μια συνάρτηση μεγιστοποίησης των κερδών για τους παραγωγούς. Κάτι τέτοιο είναι εντελώς ξένο προς το δυναμικό σύστημα της κλασικής σχολής σκέψης: ενός συστήματος που στόχευε στην ανάλυση της οικονομικής μεγέθυνσης γενικότερα, και όχι απλώς σε ένα σύστημα που εξηγείται με τη μεγιστοποίηση δύο μεταβλητών.
Όσον αφορά τη θεωρία της αξίας, οι Νεοκλασικοί αποδέχονται μια υποκειμενική εκδοχή της. Τι μας λένε; Ότι η αξία για κάθε προϊόν είναι διαφορετική για κάθε άτομο. Εξαρτάται από την χρησιμότητα που του προσφέρει. Εισήγαγαν την έννοια της οριακής χρησιμότητας και υποστήριξαν πως αυτή φθίνει όσο αυξάνεται η ποσότητα του αγαθού κατά μία μονάδα.
Στους κλασικούς η ύπαρξη χρησιμότητας είναι μεν απαραίτητη, για να μπορεί ένα αγαθό να ανταλλάσσεται, όμως, η χρησιμότητα αυτή δε αποτελεί προσδιοριστικό παράγοντα του μεγέθους της αξίας του αγαθού. Εδώ προέκυψε ένα πρόβλημα στον Σμιθ, γνωστό ως το «παράδοξο των διαμαντιών και του νερού». Αυτό που δεν μπορούσαν οι κλασικοί να εξηγήσουν είναι πώς το νερό, που έχει τεράστια αξία χρήσης για τον άνθρωπο, είναι δυνατό να έχει μικρότερη τιμή από τα διαμάντια που έχουν μικρότερη αξία χρήσης, μιας και δεν κάλυπταν κάποια ζωτικής σημασίας ανάγκη για τον άνθρωπο.
Οι νεοκλασικοί έδωσαν λύση στο «παράδοξο» αυτό υποστηρίζοντας πως η αιτία πρέπει να αναζητηθεί σε όρους οριακής χρησιμότητας και σπανιότητας των αγαθών. Το νερό επειδή είναι άφθονο στη φύση, έχει ουσιαστικά πολύ χαμηλή οριακή χρησιμότητα: μπορείς να το βρεις πολύ ευκολότερα σε σχέση με ένα διαμάντι και επομένως θα εκτιμήσεις λιγότερο μια επιπλέον μονάδα νερού σε σχέση με μια επιπλέον μονάδα διαμαντιού. Γιατί; Γιατί τα διαμάντια είναι δυσεύρετα!
Οι νεοκλασικοί στη συντριπτική τους πλειοψηφία οραματίζονταν μια πλήρως μαθηματικοποιημένη οικονομική επιστήμη. Μια επιστήμη που να προσιδιάζει στα πρότυπα των φυσικών επιστημών και ιδίως της Φυσικής. Στηρίζοντας, τους οικονομικούς νόμους πάνω στη βασική αρχή της σπανιότητας των πόρων (αρχή γενικά αποδεκτή και αυτονόητη) επιδίωκαν να καταδείξουν την παγκοσμιότητα της ισχύος των οικονομικών τους νόμων. Πίστευαν πως μια οικονομική επιστήμη απαλλαγμένη από αξιολογικές κρίσεις, θα εξηγούσε την οικονομική πραγματικότητα όπως ακριβώς θεωρούσαν ότι είναι.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Ernesto Screpanti και Stefano Zamani: «Η Ιστορία της Οικονομικής Σκέψης», εκδόσεις Τυπωθήτω με επιμέλεια του Νίκου Θεοχαράκη, Αθήνα 2004.
- Adam Smith: «Έρευνα για τη φύση και τα αίτια του πλούτου των Εθνών», εκδόσεις ΠΑΠΑΖΗΣΗΣ.
- Διάλεξη με τίτλο «Μετά την εδραίωση της νεοκλασικής θεωρίας: Keynes κ.α» στο μάθημα «Ιστορία οικονομικών θεωριών», του τμήματος Οικονομικών Επιστημών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.