14.3 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024
Αρχική1821-2021: 200 Χρόνια Ανεξαρτησίας και ΜνήμηςΟι μάχες της Αλαμάνας και της Γραβιάς

Οι μάχες της Αλαμάνας και της Γραβιάς


Του Κωνσταντίνου Βασιλείου,

Άνοιξη 1821. Ο ελλαδικός χώρος βρισκόταν σε πλήρη αναταραχή. Οι ελληνικοί πληθυσμοί είχαν ήδη υψώσει το λάβαρο του Αγώνα λίγο πριν από την 25η Μαρτίου. Η Επανάσταση είχε ξεσπάσει σταδιακά, δημιουργώντας πληθώρα επαναστατικών εστιών αρχικά στην Πελοπόννησο, από τις 21 έως και τις 31 Μαρτίου και μετέπειτα στην Ανατολική Στερεά. Ιδιαίτερα στην Πελοπόννησο, οι πρώτες άτακτες επαναστατικές δυνάμεις αποτελούνταν από βοσκούς, γεωργούς και βιοτέχνες, οι οποίοι συγκεντρώνονταν γύρω από παραθαλάσσια κάστρα, αλλά και κάποια της ενδοχώρας, τα οποία άλλοτε εύκολα κι άλλοτε δύσκολα τα κυρίευαν μέσω πολιορκίας, αναγκάζοντας τους οθωμανικούς πληθυσμούς να παραδοθούν, εξαιτίας της πείνας. Η κατάσταση στη Στερεά, όμως, ήταν πιο περίπλοκη. Παρά την ύπαρξη σωμάτων με υποτυπώδη στρατιωτική οργάνωση, όπως τα αρματολίκια, η ορεινή διάρθρωση του τόπου, αλλά και η απουσία ενός σημαντικού οργανωτικού κέντρου, είχε ως αποτέλεσμα τη μεγαλύτερη διάσπαση των ελληνικών δυνάμεων, συγκριτικά με την Πελοπόννησο. Οι επαναστάτες και σε αυτήν την περίπτωση αρχικά, επιδόθηκαν σε πολιορκίες οχυρωματικών θέσεων, στη συνέχεια, όμως, εξαιτίας της οθωμανικής αντίδρασης, με την αποστολή ενόπλων σωμάτων με σκοπό την καταστολή της ανταρσίας, κατέφυγαν στην πολεμική τακτική του κλεφτοπόλεμου, μέσω των ενεδρών και των ελιγμών.

Μεταξύ των ένοπλων συγκρούσεων στη Στερεά Ελλάδα, κατά τους πρώτους μήνες της Επανάστασης (Απρίλιος-Μάιος 1821), εξέχουσα θέση κατέχουν οι ξακουστές μάχες της Αλαμάνας και της Γραβιάς. Στις αρχές του Απρίλη, όλη σχεδόν η Ανατολική Στερεά κινούταν στους ρυθμούς του επαναστατικού αγώνα. Όταν ο Χουρσίτ πασάς πληροφορήθηκε τα γεγονότα αυτά και ενώ πολεμούσε τον Αλή πασά των Ιωαννίνων, αποφάσισε να αναλάβει δράση. Πιο συγκεκριμένα, αδυνατώντας ο ίδιος να εκστρατεύσει, θα στείλει εναντίον των επαναστατών 8.000 πεζικάριους και 800 ιππείς, με επικεφαλή τον έμπιστό του Κιοσέ Μεχμέτ και υπαρχηγό τον Αλβανό Ομέρ Βρυώνη. Ο Ομέρ Βρυώνης, νεοδιορισθείς πασάς του Βερατίου, ήταν ένας Οθωμανός στρατηγός, που ξεχώριζε για τη διορατικότητα και την ευφυΐα του, σε σημείο να θεωρείτο εκείνος ο ουσιαστικός αρχηγός της στρατιωτικής επιχείρησης. Ο πολυάριθμος αυτός οθωμανικός στρατός έφτασε στο Λιανοκλάδι στις 17 Απριλίου, με σκοπό να συντρίψει την Επανάσταση στη Στερεά και στη συνέχεια να κατέβει στην Πελοπόννησο, κάτι που ο Χουρσίτ είχε μετατρέψει ως προσωπική του υπόθεση.

Ο Αθανάσιος Διάκος. Πίνακας του Διονυσίου Τσόκου. (1861). Εκτίθεται στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο των Αθηνών. Πηγή/commons.wikimedia.org

Εντωμεταξύ, η κάθοδος των Οθωμανών προκάλεσε αναταραχή στους κόλπους του ελληνικού στρατοπέδου. Ο Αθανάσιος Διάκος με το Γιάννη Δυοβουνιώτη είχαν φτάσει στο Πατρατζίκι (σημερινή Υπάτη) ήδη από τις 10 Απριλίου και επί 8 μέρες προσπαθούσαν να πείσουν τον οπλαρχηγό της, Μήτσο Κοντογιάννη, να συμμετάσχει μαζί τους στον Αγώνα. Ο Κοντογιάννης άνηκε σε μια από τις πιο παλιές αρματολικές οικογένειες και θεωρούσε ότι δεν είχε έρθει ακόμα η κατάλληλη στιγμή για το ξεσηκωμό του Γένους. Ωστόσο, στις 18 Απριλίου θα αναγκαστεί να συμμετάσχει με το Διάκο, το Δυοβουνιώτη, αλλά και τον Πανουργιά, που είχε μόλις καταφθάσει, στην επιτυχημένη πολιορκία του Πατρατζικίου και τη συνθηκολόγησή του τουρκικού πληθυσμού της κωμόπολης. Η χαρά της νίκης, όμως, δε θα κρατήσει για πολύ στο στρατόπεδο των επαναστατημένων. Οι ελληνικές δυνάμεις, όταν πληροφορήθηκαν ότι ο στρατός του Κιοσέ Μεχμέτ και του Ομέρ Βρυώνη βρισκόταν μισή μέρα μακριά τους, εγκατέλειψαν μισοκαμένο το Πατρατζίκι, φοβούμενοι μήπως περικυκλωθούν από τους Οθωμανούς.

Στις 20 Απριλίου οι οπλαρχηγοί θα φτάσουν στη Χαλκωμάτα και θα συζητήσουν εκτενώς σχετικά με τη στρατηγική, που θα ακολουθήσουν. Τελικά, θα υπερισχύσει η άποψη του Διάκου και του Πανουργιά, έναντι του Δυοβουνιώτη, σύμφωνα με την οποία οι επαναστάτες θα έπρεπε να καταλάβουν το δρόμο που οδηγούσε στη Λοκρίδα και τη Βοιωτία, αλλά και εκείνον που οδηγούσε στη Φωκίδα. Από τους 1.500 άνδρες των Ελλήνων, οι 400 υπό το Δυοβουνιώτη τοποθετήθηκαν στη γέφυρα του Γοργοποτάμου, 600 με επικεφαλής τον Πανουργιά οχυρώθηκαν στη Χαλκωμάτα και το χωριό Μουσταφάμπεη, ενώ ο Διάκος με άλλους 500 ανέλαβε να υπερασπιστεί τη γέφυρα της Αλαμάνας και τα Πουριά από όπου περνούσε ο δρόμος προς τις Θερμοπύλες.

Πίνακας του Αλέξανδρου Ησαΐα, εμπνευσμένος από τη μάχη της Αλαμάνας. Παρουσιάζεται ο Διάκος να πολεμά δίπλα στον πεσμένο επίσκοπο Σαλώνων Ησαΐα. Αθήνα, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο Πηγή/Συλλογικό Έργο (1975)

Η επίθεση των Οθωμανών πραγματοποιήθηκε στις 23 Απριλίου του 1821. Ο Ομέρ Βρυώνης, ως ικανότατος στρατηγός που ήταν, αποφάσισε να επιτεθεί ταυτόχρονα στις ελληνικές θέσεις. Οι επιτιθέμενοι, θα αναγκάσουν σε υποχώρηση και άτακτη φυγή το Δυοβουνιώτη, οι δυνάμεις του οποίου ήταν αδύνατο να ανταπεξέλθουν στην αριθμητική υπεροχή των Οθωμανών. Από την άλλη πλευρά, οι κύριες δυνάμεις του Ομέρ Βρυώνη, θα εξαπολύσουν επίθεση εναντίον του Πανουργιά και του Διάκου στη Χαλκωμάτα και στην Αλαμάνα αντιστοίχως. Στην Αλαμάνα θα ενωθούν μαζί τους και οι άνδρες του Κιοσέ Μεχμέτ. Ο Πανουργιάς, καταπονημένος και βαριά τραυματίας θα αναγκαστεί να εγκαταλείψει και εκείνος το πεδίο της μάχης. Ωστόσο, ο Αθανάσιος Διάκος, παρά τις προσπάθειες των παλικαριών του, μετά τη φυγή του Δυοβουνιώτη και του Πανουργιά, να τον πείσουν να εγκαταλείψει και εκείνος τη μάταια, πλέον, μάχη, θα παραμείνει ακλόνητος, μαζί με 50 ακόμα άνδρες, να υπερασπιστεί την Αλαμάνα.

Μοιραία, θα τραυματισθεί στον ώμο και θα συλληφθεί, οδηγούμενος στη Λαμία. Οι δύο πασάδες, εντυπωσιασμένοι από το απαράμιλλο θάρρος και τον πατριωτισμό του Διάκου, θα του προσφέρουν μάλιστα στρατιωτική θέση. Ο Έλληνας επαναστάτης προφανώς θα αρνηθεί κατηγορηματικά και θα γίνει μάρτυρας των ιδεών του, πεθαίνοντας φρικιαστικά μέσω του ανασκολοπισμού. Η ήττα των Ελλήνων στην Αλαμάνα, εκτός του ότι θα επιτρέψει στους Οθωμανούς να διασχίσουν ελεύθερα τους δρόμους της Βοιωτίας προς την Πελοπόννησο, θα στερήσει από τον Αγώνα κι έναν από τους πιο φλογερούς και σπουδαίους επαναστάτες του. Στην Αλαμάνα έπεσαν ηρωικά 200 άνδρες, μεταξύ των οποίων κι ο εξαίρετος επίσκοπος Σαλώνων Ησαΐας.

Οδυσσέας Ανδρούτσος, ο θριαμβευτής στη μάχη στο χάνι της Γραβιάς. Αθήνα, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο. Πηγή/Συλλογικό Έργο (1975)

Στον απόηχο της Αλαμάνας και του χαμού του Διάκου, το ηθικό των επαναστατημένων βρισκόταν στα τάρταρα. Εξάλλου, το ίδιο το διακύβευμα ήταν πολύ μεγάλο. Αν οι Οθωμανοί περνούσαν στην Πελοπόννησο, η Επανάσταση κινδύνευε να σβήσει οριστικά. Από την άλλη πλευρά, ο Ομέρ Βρυώνης πίστευε ότι θα έπρεπε να προσελκύσει στο στρατό του διάφορους ξακουστούς Έλληνες οπλαρχηγούς της Στερεάς Ελλάδας, οι οποίοι θα αποτελούσαν σημαντικό έρεισμα στις βλέψεις του. Ό,τι δηλαδή απέτυχε να κάνει με το Διάκο, θα το επιχειρούσε αυτή τη φορά με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο. Ο Ανδρούτσος χαρακτηριζόταν από μεγάλη αποφασιστικότητα και ατσάλινο χαρακτήρα, όντας Φιλικός ήδη από το 1818, δεν άργησε να αναδυθεί σε αρχηγική μορφή του Αγώνα στην Ανατολική Στερεά. Όντας για αρκετά χρόνια στις υπηρεσίες του Αλή πασά των Ιωαννίνων, ο Ανδρούτσος ήξερε προσωπικά τον Ομέρ Βρυώνη, γεγονός το οποίο ήλπιζε να εκμεταλλευτεί ο τελευταίος.

Πράγματι, ο Ομέρ Βρυώνης θα στείλει επιστολή στον Ανδρούτσο, ο οποίος βρισκόταν τότε στο Χάνι της Γραβιάς ζητώντας τη συνδρομή του, με αντάλλαγμα μάλιστα την αρχηγία του στρατού της Ανατολικής Ελλάδας. Εκεί θα συναντιούνταν οι δύο άνδρες, προκειμένου να συζητήσουν την υποτιθέμενη συνεργασία τους. Μαζί με τον Ανδρούτσο, στη Γραβιά είχαν καταφύγει και οι Δυοβουνιώτης και Πανουργιάς. Καθώς η σύγκρουση έμοιαζε αναπόφευκτη, οι 3 οπλαρχηγοί προσπαθούσαν να αποφασίσουν για την κατάλληλη στρατηγική. Στις 7 Μαΐου, ο Ομέρ Βρυώνης θα ξεκινήσει από τη Λαμία με ένα στρατό 9.000 ανδρών. Όπως και στην Αλαμάνα, θα διαιρέσει το στρατό του σε 3 τμήματα, με τα δύο πρώτα να κάμπτουν εύκολα την αντίσταση των αμυνομένων στα αριστερά του δρόμου προς το Χλωμό, αλλά και στα δεξιά, στη «Βρύση του Σίντσικα», οι οποίοι φυλάσσονταν από το Δυοβουνιώτη με τον Πανουργιά, αλλά και τον έμπιστο του Ανδρούτσου, Χρήστο Κοσμά Σουλιώτη, αντιστοίχως. Πλέον, όλες οι δυνάμεις των Οθωμανών έστρεψαν το ενδιαφέρον του προς το οχυρωμένο Χάνι, όπου είχε ταμπουρωθεί ο Ανδρούτσος με άλλα 120 γενναία παλικάρια, μεταξύ των οποίων και ο Γκούρας, ο Παπαντρέας, ο Κομνάς Τράκας κι άλλοι.

Η μάχη στη Γραβιά. Πίνακας του Παναγιώτη Ζωγράφου Πηγή/sansimera.gr

Μετά από πολύωρη και σκληρή μάχη κι αφού είχαν γίνει ήδη δύο αποτυχημένες προσπάθειες των Οθωμανών να εισβάλλουν στο οχυρό, ο Ομέρ Βρυώνης συνειδητοποίησε ότι θα έπρεπε να καταστρέψει ολοκληρωτικά το Χάνι, για αυτό και ζήτησε να του φέρουν κανόνια από τη Λαμία. Ο Ανδρούτσος, ο οποίος είχε ήδη σκοτώσει ένα δερβίση απεσταλμένο του Βρυώνη, παρακινούμενος από τη στρατηγική του ιδιοφυΐα, διέταξε την εγκατάλειψη του οχυρού κρυφά, μέσα στη νύχτα, κατά τα μεσάνυχτα.

Οι Οθωμανοί στη μάχη της Γραβιάς έχασαν περίπου 200 άνδρες, ενώ μόλις 6, από τα παλικάρια του Ανδρούτσου, δεν τα κατάφεραν. Ο Βρυώνης, ο οποίος μετά την εύκολη επικράτηση στην Αλαμάνα, είχε υποτιμήσει τους Έλληνες, με αυτόν τον τρόπο, θα αποτύχει να περάσει το στρατό του στην Πελοπόννησο, καθώς θα υποστεί και άλλες ήττες στην πορεία του. Οι επαναστάτες είχαν θριαμβεύσει ολοκληρωτικά.

Συνοψίζοντας, οι δύο αυτές, κοντινές χρονολογικά, μάχες, φαινομενικά ακολουθούν βίους αντίθετους. Στη μεν Αλαμάνα οι ελληνικές δυνάμεις συντρίβονται και δημιουργούνται όλες οι προϋποθέσεις για την προέλαση των Οθωμανών στην Πελοπόννησο, ενώ στη δε Γραβιά οι Έλληνες πετυχαίνουν μια ζωτικής σημασίας νίκη, που θα μπορούσε να ειπωθεί ότι άλλαξε το ρου της ιστορίας του ίδιου του Αγώνα. Ωστόσο, θα έπρεπε κανείς να μελετήσει πολύ επιφανειακά τα πολεμικά πεπραγμένα, ώστε να αδυνατούσε να διακρίνει κάποιες πολύ ευδιάκριτες ομοιότητες. Αναλυτικότερα, και στις δύο περιπτώσεις, οι μάχες χαρακτηρίστηκαν από τη γενναιότητα και την αυτοθυσία δυο ηγετικών μορφών των Ελλήνων. Η απαράμιλλου θάρρους θυσία του Διάκου στην Αλαμάνα, καθώς και η στρατηγική εποποιία του Ανδρούτσου στη Γραβιά, θα τονώσουν και θα εμπνεύσουν τους επαναστατημένους, λαμβάνοντας τη θέση που τους αναλογεί ως διαχρονικά σύμβολα της τιμής, της ελευθερίας και της αξιοπρέπειας του δοκιμαζόμενου ελληνικού λαού.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Συλλογικό Έργο, 1975. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Τόμος ΙΒ’. Η ελληνική επανάσταση και η ίδρυση του ελληνικού κράτους. Αθήνα: «Εκδοτική Αθηνών» Α.Ε.
  • Βακαλόπουλος, Ε. Απόστολος, 1980. Ιστορία του Νέου Ελληνισμού. Η μεγάλη ελληνική επανάσταση (1821-1829). Τόμος Ε΄. Οι προϋποθέσεις και οι βάσεις της (1813-1822). Θεσσαλονίκη: Τυπογρ. Στ. & Ιωαν. Σφακιανάκη.
  • Βακαλόπουλος, Ε. Απόστολος, 2005. Νέα Ελληνική Ιστορία: 1204-1985.Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Βανιάς.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Κωνσταντίνος Βασιλείου
Κωνσταντίνος Βασιλείου
Γεννήθηκε το 1998 και μεγάλωσε στο Περιστέρι. Είναι φοιτητής του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, με κατεύθυνση Αρχαιολογίας. Μιλάει την αγγλική και διδάσκεται την κινεζική γλώσσα. Πάθος του ο αθλητισμός και τα ταξίδια.