Της Κωνσταντίνας Κουλοπούλου,
Το 2020 ανακηρύχθηκε ως «έτος Μελίνας Μερκούρη», με τη συμπλήρωση των εκατό χρόνων από τη γέννηση της σπουδαίας Ελληνίδας, που άφησε το στίγμα της στο χώρο του θεάτρου, του κινηματογράφου, αλλά και της πολιτικής.
Προερχόμενη από μια βαθιά πολιτικοποιημένη οικογένεια των Αθηνών, με πατέρα πολιτικό και παππού Δήμαρχο, ήταν σχεδόν βέβαιο πως η ίδια προοριζόταν να ακολουθήσει την πορεία που χάραξαν οι άνθρωποί της στην πολιτική. Η ζωή, όμως, τα κανόνισε αλλιώς-τουλάχιστον στην αρχή-και στο πρόσωπο της Μελίνας έπλασε έναν άνθρωπο που έτρεφε τεράστια αγάπη για το θέατρο. Με το σχολείο δεν τα πήγαινε καλά και πολλές φορές μεσολαβούσε ο αγαπημένος της παππούς για να περάσει την τάξη. Ήταν όμως, τόσο ονειροπόλα και παθιασμένη με το θέατρο που, ήδη από τα παιδικά της χρόνια, λάτρευε να κάθεται με τις ώρες μπροστά στον καθρέφτη και να δίνει τις δικές της παραστάσεις, ενώ μάγευε τα πλήθη κάθε φορά που βρισκόταν στο σπίτι του παππού. Η Μελίνα συναναστρεφόταν με κάθε λογής άνθρωπο, από τον πιο φιλόδοξο πλούσιο έως και τον πιο ταπεινό της φτωχογειτονιάς του Πειραιά. Εκεί απέκτησε ένα από τα μεγαλύτερα χαρίσματά της, να εκτιμά και να σέβεται το ίδιο όλους τους ανθρώπους, να τους μετρά με την καρδιά και όχι με το πορτοφόλι.
Σε νεαρή ηλικία, παντρεύτηκε κρυφά τον Παναγή Χαροκόπο, με τον όρο ότι θα της επέτρεπε να παίξει θέατρο. Το 1943, λοιπόν, ερμήνευσε Καρυωτάκη και εισήχθη στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Την περίοδο εκείνη της Κατοχής, η Μελίνα ερωτεύτηκε το μαυραγορίτη και δωσίλογο Φειδία Γιαδικιάρογλου, κάτι που στη συνέχεια μετάνιωσε και για το οποίο απολογήθηκε. Και ενώ κατηγορούνταν ότι τη στιγμή που ο λαός πεινούσε εκείνη ζούσε πλουσιοπάροχα, στη συνέχεια θα παραδεχτεί ότι βοηθούσε στην Αντίσταση, συντελώντας στη διάσωση μελών της.
Από τη δραματική σχολή αποφοιτά το 1946 και έκτοτε ξεκινά το ταξίδι της στο σανίδι. Πρωταγωνιστεί στο «Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα», ενώ αναδεικνύει το ταλέντο της με το «Λεωφορείο ο πόθος» του Τένεσι Ουίλιαμς. Μετά την επιτυχία της αυτή, εγκαθίσταται στο Παρίσι και ξεκινά μια λαμπρή καριέρα. Το 1955 επιστρέφει στην Ελλάδα και συμμετέχει στις παραστάσεις «Μάκβεθ» του Σαίξπηρ και «Κορυδαλλός» του Ανούιγ. Γίνεται σταρ του κινηματογράφου με την ερμηνεία της στην ταινία «Στέλλα» του Μιχάλη Κακογιάννη, η οποία της χαρίζει διεθνή καταξίωση με τη συμμετοχή στο Φεστιβάλ των Καννών το 1955. Παρά το γεγονός ότι δεν καταφέρνει να κερδίσει το βραβείο, η εμφάνισή της στο Φεστιβάλ είναι σημαδιακή, καθώς εκεί γνωρίζει το Ζυλ Ντασέν, το μεγάλο έρωτα της ζωής της και σκηνοθέτη των μεταγενέστερων επιτυχιών της.
Η Μελίνα, με το Ζυλ στο πλευρό της, έρχεται να σημαδέψει το διεθνή κινηματογράφο με τους ρόλους της στις ταινίες «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», «Φαίδρα» και «Τοπκαπί». Αποκορύφωμα σε αυτή τη λαμπρή πορεία που έχει ήδη χαράξει είναι το «Ποτέ την Κυριακή» στο ρόλο της Ίλιας. Για την ερμηνεία της αυτή κερδίζει το βραβείο γυναικείας ερμηνείας στις Κάννες το 1960, ενώ λαμβάνει και υποψηφιότητα για Όσκαρ.
Το 1967, και ενώ στην Ελλάδα έχει εγκαθιδρυθεί η δικτατορία της 21ης Απριλίου, η Μελίνα βρίσκεται στο Broadway της Νέας Υόρκης. Μόλις πληροφορήθηκε τα δυσάρεστα νέα, προέβη σε δηλώσεις στα διεθνή μέσα ενημέρωσης για την κατάσταση στη χώρα, ξεκινώντας, έτσι, τον αγώνα κατά της δικτατορίας. Συμμετείχε σε πολλές διαδηλώσεις, συναυλίες και πολιτικές εκδηλώσεις, σε μία εκ των οποίων γνώρισε τον Ανδρέα Παπανδρέου. Ο αγώνας της στάθηκε η αιτία να της αφαιρεθεί η ελληνική ιθαγένεια από τους συνταγματάρχες και να της επιτραπεί να έρθει στην Ελλάδα μόνο για την κηδεία της μητέρας της, Ειρήνης Λάππα. Η Μελίνα αντιστάθηκε στη Χούντα λέγοντας «Εγώ γεννήθηκα Ελληνίδα και θα πεθάνω Ελληνίδα, ο κ. Παττακός γεννήθηκε φασίστας και θα πεθάνει φασίστας».
Με την πτώση της δικτατορίας το 1974, η Μελίνα επιστρέφει οριστικά στην Ελλάδα, όπου και ξεκινά το πολιτικό της έργο. Το ΠΑΣΟΚ έρχεται πρώτο στις εκλογές του 1981 και η Μελίνα αναλαμβάνει το Υπουργείο Πολιτισμού. Αιτείται την επιστροφή των Μαρμάρων του Παρθενώνα από το Βρετανικό Μουσείο, για τη στήριξη της οποίας στοχεύει στην ανέγερση του Μουσείου της Ακρόπολης και στην ενοποίηση των αρχαιολογικών χώρων των Αθηνών. Αναδεικνύει την Αθήνα ως την πρώτη πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης, ένα θεσμό που η ίδια εμπνεύστηκε, ενώ το έργο της συμπληρώνουν τα προγράμματα «Αιγαίο–Αρχιπέλαγος» και «Εκπαίδευση και Πολιτισμός».
Η Μελίνα Μερκούρη υπήρξε άνθρωπος με αξίες και πεποιθήσεις, που απογείωσαν τη θέση της χώρας σε παγκόσμιο επίπεδο. Ερωτεύτηκε, πάλεψε, έζησε με πάθος και οραματίστηκε μια Ελλάδα σεβαστή από κάθε λαό.
Ήταν το πρόσωπο που «αγκάλιασε» όλους τους Έλληνες ανεξαρτήτως πολιτικού προσανατολισμού, που σε αυτήν έβλεπαν ένα λαμπρό άνθρωπο, συναισθηματικό και καθημερινό. Αυτό φάνηκε και από την πάνδημη συμμετοχή στην κηδεία της, με εκατοντάδες χιλιάδες κόσμου να τη συνοδεύουν στην τελευταία της κατοικία.
Ο «θρύλος» Μελίνα έφυγε σα σήμερα, 6 Μαρτίου του 1994. Εικοσιεπτά χρόνια μετά, το πνεύμα της παραμένει αλησμόνητο!
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Μπιούμπι Φ., Μελίνα-Μια Θεά Με Το Διάβολο Μέσα Της, Αθήνα, Εκδόσεις Τερζόπουλος, 1996
- Βιογραφία Μελίνας Μερκούρη, Ίδρυμα Μελίνα Μερκούρη, διαθέσιμο εδώ
- Μελίνα Μερκούρη, Σαν Σήμερα, διαθέσιμο εδώ