Της Ρένας Δανατζή,
Ο Δημήτρης Κουφοντίνας είναι ένας άνθρωπος που έχει απασχολήσει πολύ την κοινή γνώμη, καθώς αποτελεί τη «χρυσή σκανδάλη» της τρομοκρατικής οργάνωσης «17 Νοέμβρη» και ευθύνεται (από κοινού με τα υπόλοιπα μέλη) για τον θάνατο πολλών ανθρώπων –μεταξύ των οποίων και κάποιων που χαρακτήρισε ως παράπλευρη απώλεια. Η καταδίκη της οργάνωσης ήταν δεδομένη και για καιρό το μένος και η κοινωνική κατακραυγή είχαν σωπάσει, εφόσον οι δράστες βρίσκονταν πλέον στη φυλακή, αντιμετωπίζοντας βαρύτατες ποινές.
Ο ασκός του Αιόλου άνοιξε ξανά, όταν ο Κουφοντίνας αιτήθηκε άδεια –την οποία δικαιούταν– και την έλαβε. Για πολλούς, το γεγονός, πως δεν δήλωσε ποτέ μεταμέλεια των πράξεών του, έγειρε τις αντιδράσεις και ένα μεγάλο μέρος του κοινωνικού συνόλου υποστήριξε πως το σωφρονιστικό μοντέλο θα έπρεπε να γίνει πιο απόλυτο και περιοριστικό σε περιπτώσεις, όπως αυτή του Δημήτρη Κουφοντίνα. Η περίπτωση του συγκεκριμένου ανθρώπου απασχόλησε και εμένα σε προηγούμενο άρθρο μου, προσπαθώντας να ισορροπήσω στην αναγκαία και ορθή λογική ενός κράτους δικαίου και στην παράξενη επιμονή του να δηλώνει αμετανόητος και βαθιά ταγμένος στο ιδεολογικό φορτίο, που πλαισίωνε την οργάνωση.
Το γεγονός των τελευταίων ημερών, βέβαια, είναι τελείως διαφορετικό και πολύ πιο σοβαρό, συγκριτικά με έναν ευρύ διάλογο για το μέλλει γενέσθαι του μοντέλου των σωφρονιστικών ιδρυμάτων της χώρας, αναφορικά με ακραίες εγκληματικές περιπτώσεις. Ο Δημήτρης Κουφοντίνας, αντιδρώντας στην κυβερνητική απόφαση να διαμορφώσει το νομοθετικό πλαίσιο και «φωτογραφίζοντας» τρόπον τινά την περίπτωσή του, αποστερώντας του το δικαίωμα να εκτίσει το υπόλοιπο της ποινής του στις αγροτικές φυλακές, ξεκίνησε απεργία πείνας, η οποία συνεχίζεται σταθερά για σχεδόν δύο μήνες, ενώ προχώρησε και σε απεργία δίψας. Η κατάσταση της υγείας του βρίσκεται σε οριακό σημείο, με τον ίδιο να μην επιθυμεί ανάνηψη σε περίπτωση που χάσει τις αισθήσεις του.
Στην ερώτηση για το εάν η κοινωνία φέρει ευθύνη για τον πιθανό θάνατο Κουφοντίνα, θα μπορούσαμε να πούμε, ότι ένα μέρος του συνόλου φέρει, και μάλιστα μεγάλη. Και αυτό, γιατί, σαφώς, από τη μία πλευρά, η κυβέρνηση παρουσιάζεται εκδικητική με έναν νόμο–φωτογραφία κατά του συγκεκριμένου ατόμου, πολλοί άνθρωποι, από την άλλη φαίνεται, όχι απλά να υποστηρίζουν την εκδικητική λογική της κυβέρνησης, αλλά να πολώνουν τη γενικευμένη κατάσταση.
Ο Δημήτρης Κουφοντίνας είναι ένας κατά συρροή αμετανόητος δολοφόνος και έχει καταδικαστεί για αυτό βάσει του ποινικού κώδικα. Πολύ ορθά έχει χάσει ορισμένα από τα δικαιώματά του. Όμως, στην προκειμένη περίπτωση, εάν χάσει τη μάχη με τη ζωή του για ένα δικαίωμα, που ακόμα είχε και του το στέρησε πολύ στοχευμένα και συνειδητά η κυβέρνηση, η οποία, δυστυχώς, φαίνεται αμετανόητη ακόμα και τώρα που ο ίδιος ισορροπεί μεταξύ ζωής και θανάτου, τότε, μάλλον, πρόκειται για μία έμμεση δολοφονία. Πώς, λοιπόν, θα ξεχωρίσουμε σαν πολιτεία από τους εγκληματίες, εάν ξεκινήσουμε να τους μοιάζουμε; Πώς μπορούμε να λιθοβολούμε με όλη μας τη δύναμη και όταν βλέπουμε τον νεκρό να απορούμε από τι πέθανε; Πώς θα παραμείνουμε άνθρωποι, όταν προσπαθούμε να μοιάζουμε με το τέρας;