Του Νίκου Μελιτσιώτη,
Μετά τη σύσκεψη της Βοστίτσας, η οποία κίνησε έντονα τις υποψίες των Τούρκων, επικρατούσε έντονος αναβρασμός στην περιοχή, τόσο από την πλευρά των Ελλήνων, οι οποίοι ένιωθαν πως πλησίαζε η ώρα του ξεσηκωμού, όσο και από τους Τούρκους, οι οποίοι, διακρίνοντας τις ενδείξεις, καταλαμβάνονταν από ένα μίγμα συναισθημάτων φόβου και οργής. Ως μέτρο ασφαλείας, ο καϊμακάμης κάλεσε τους επιφανέστερους των προκρίτων και των αρχιερέων, με την πρόφαση της σύγκλησης έκτακτης σύσκεψης. Πραγματικός σκοπός των Τούρκων ήταν όμως, η ομηρία τους, προκειμένου να καταστήσουν τους ραγιάδες ακέφαλους και, συνεπώς, αδύναμους να συντονιστούν για επανάσταση.
Αρκετοί από τους επιφανείς αυτούς Έλληνες της ευρύτερης περιοχής των Καλαβρύτων, και όχι μόνο, δεν ανταποκρίθηκαν στην «πρόσκληση» της τουρκικής διοίκησης, καταφεύγοντας στη Μονή της Αγίας Λαύρας, όπου και πραγματοποίησαν, στις 10 Μαρτίου 1821, σημαντική, για την εξέλιξη του επικείμενου Αγώνα, σύσκεψη. Μετά την ολοκλήρωσή της, οι συμμετέχοντες αναχώρησαν από εκεί, με τον Παλαιών Πατρών Γερμανό, τον Επίσκοπο Κερνίκης Προκόπιο και τον Ανδρέα Λόντο να καταφεύγουν στα Νέζερα, οι Ασημάκης Ζαΐμης και Ασημάκης Φωτήλας στην Καρπίνη, ο Σωτήρης Χαραλάμπης και Σωτήρης Θεοχαρόπουλος στη Ζαρούχλα, ο Ανδρέας Λόντος στα Βούρα και ο Παναγιώτης Φωτήλας στο Λιβάρτζι.
Επίσημα, το πρώτο επαναστατικό τουφέκι ήχησε στις 14 Μαρτίου 1821, όταν ο Νικόλαος Χριστοδούλου ή Σολιώτης (καταγόμενος από το χωριό Σόλο της Αχαΐας), παλιός κάπος και ταχυδρόμος, εξού και η άδεια οπλοφορίας, επιτίθεται, με ένα σώμα που έχει συγκεντρώσει, σε ένα απόσπασμα περίπου 10 ταχυδρόμων, φορτωμένων με χρήματα. Λίγες μέρες αργότερα, στις 18 Μαρτίου, οι Πετμεζαίοι, επιτέθηκαν κατά του αποσπάσματος του Ιμπραήμ Πασά Αρναούτογλου, βοεβόδα των Καλαβρύτων, ο οποίος κατευθυνόταν προς την Τρίπολη. Μετά την απώλεια 2 υπηρετών του, αντιλαμβανόμενος τον κίνδυνο της ενέδρας, επέστρεψε εσπευσμένα στην πόλη, όπου και οχυρώθηκε στους 3 πύργους των Καλαβρύτων. Σύντομα, 600 αγωνιστές, με επικεφαλείς τους Σωτήρη Χαραλάμπη, Ασημάκη Φωτήλα, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Πετμεζαίους και Νικόλαο Σολιώτη, ξεκινούν την πολιορκία των πύργων, στις 21 Μαρτίου. Μετά από 5 ημέρες, ο διοικητής της πόλης παραδόθηκε, με τα φρουρά να παραδίδει περί τα 100 όπλα, τα οποία όπλισαν περισσότερους αγωνιστές, οι οποίοι συμμετείχαν ουσιαστικά στην πρώτη μάχη του Αγώνα. Οι απώλειες των Ελλήνων είναι μόλις 2 και 3 τραυματίες, μεταξύ των οποίων ο Σολιώτης.
Σύντομα ήρθε η σειρά της Βοστίτσας (Αίγιο) να μπει στο χορό της Επανάστασης. Ήδη είχε ξεκινήσει στην περιοχή, στα τέλη Ιανουαρίου, από τους προκρίτους της πόλης Δημήτριο Μελετόπουλο, Ανδρέα Λόντο και Λέων Μεσσηνέζη, στρατολογία ανδρών, με το σώμα αυτών να αριθμεί 400 άνδρες. Αντιλαμβανόμενοι τα γεγονότα οι Τούρκοι και μην έχοντας στην πόλη κάποιο οχυρό κτίριο για να αμυνθούν, έρχονται σε συνεννόηση με τους προκρίτους και αποχωρούν από την πόλη. Οι Έλληνες από την πλευρά τους, θέλοντας να αποφύγουν τυχόν αντίποινα, διευκόλυναν τη διαφυγή τους. Έτσι το Αίγιο αντικρίζει, από τα χέρια του Ανδρέα Λόντου, την πρώτη επαναστατική σημαία, αποτελούμενη από ένα μαύρο σταυρό σε κόκκινο ύφασμα. Το ευτυχές αυτό γεγονός συνέβη γύρω στις 23 Μαρτίου, καθώς δύο μέρες αργότερα ο Ανδρέας Ζαΐμης έχει σπεύσει στην Πάτρα και η απόσταση των 2 περιοχών είναι αρκετά μεγάλη. Ύστερα, οι Έλληνες που βρίσκονταν στο Αίγιο, στρατοπέδευσαν στη θέση Σέλα, προκειμένου να εμποδίσουν τυχόν τουρκικές ενισχύσεις προς την Πάτρα.
Όσο για την πυκνοκατοικημένη Πάτρα, τα 2/3 του πληθυσμού της οποίας ήταν Έλληνες, η ατμόσφαιρα ήταν ηλεκτρισμένη, αρκετό καιρό πριν τα προαναφερθέντα. Χαρακτηριστική είναι η άρνηση που επέδειξαν οι κάτοικοι της πόλης στις 20 Φεβρουαρίου να πληρώσουν το χαράτσι και τους υπόλοιπους φόρους. Η ανησυχία των Τούρκων εντάθηκε, κατόπιν άρνησης του Μητροπολίτη Παλαιών Πατρών Γερμανού να ανταποκριθεί στην πρόσκληση του καϊμακάμη Σελήχ, με τις 2 πλευρές να φυγαδεύουν τις οικογένειές τους, από τις αρχές Μαρτίου, σε ασφαλή μέρη, οι μεν Έλληνες σε ορεινές περιοχές και στα Επτάνησα, οι δε Τούρκοι κυρίως στο κάστρο της Πάτρας, όπου μετέφεραν και τα τιμαλφή τους, και στην Τρίπολη. Επίσης, οι τελευταίοι κάλεσαν, στις 23 Μαρτίου, τους προξένους των ξένων κρατών που βρίσκονταν στην πόλη της Πάτρας, προτρέποντάς τους να ασκήσουν αποτρεπτική επιρροή σε όσους σκόπευαν να συμμετάσχουν στο διαφαινόμενο κίνημα.
Λίγες ώρες μετά, ομάδα 30 ενόπλων Τούρκων, οι οποίοι σε λίγο δεκαπλασιάστηκαν, επιτέθηκαν κατά της οικίας του Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλου, τον οποίο θεώρησαν κύριο υπεύθυνο και ενορχηστρωτή των γεγονότων των προηγούμενων ημερών, ενώ πυρά από τα κανόνια του φρουρίου της πόλης κατευθύνονταν και προς τη Μητρόπολη. Η αντίσταση που προέβαλαν οι ένοικοι, εξαγρίωσε τους πολιορκητές, οι οποίοι έβαλαν φωτιά στο σπίτι, με την επέκτασή της σε άλλες περιοχές να επεκτείνει το χάος. Όμως, τα πράγματα πήραν διαφορετική τροπή, όταν ένοπλοι Έλληνες, κυρίως Επτανήσιοι, υπό τους Παναγιώτη Καρατζά, Νικόλαο Γερακάρη και Ευάγγελο Λιβαδά επιτέθηκαν στους συγκεντρωμένους Τούρκους. Οι δύο πλευρές ενισχύονταν διαρκώς, με τη σύγκρουση να συνοδεύεται από σφαγές και λεηλασίες εντός της πόλης.
Η σφοδρότητα της επίθεσης ανάγκασε τους Τούρκους, τα ξημερώματα 23 προς 24 Μαρτίου 1821, να κλειστούν στο φρούριο των Πατρών. Τις μέρες που ακολούθησαν, πλήθος επαναστατών συνέρρευσε στην πόλη και στις περιοχές γύρω από αυτή, με αρχηγούς, μεταξύ άλλων, τους Ζαΐμη και Λόντο, το Μητροπολίτη Γερμανό, το Μπενιζέλο Ρούφο και τους Κουμανιώτες. Όσο η πολιορκία μαινόταν και οι Τούρκοι κανονιοβολούσαν τους επαναστάτες από το φρούριο, όπου είχαν καταφύγει, ο Μητροπολίτης συγκέντρωσε τους αγωνιστές στην πλατεία Αγίου Γεωργίου, όπου αναφώνησαν «Ελευθερία ή Θάνατος» με μια φωνή ενώπιον του σταυρού και της επαναστατικής σημαίας, την οποία ύψωσε εκ νέου ο Ανδρέας Λόντος.
Επόμενη κίνηση των επαναστατών ήταν να αποφασίσουν το επόμενο βήμα τους, το οποίο δεν ήταν άλλο από τη συνέχιση της πολιορκίας. Για την καλύτερη οργάνωση των επιχειρήσεων συστάθηκε το Αχαϊκό Διευθυντήριο, με πρόεδρο το Μητροπολίτη Γερμανό και μέλη τον Ανδρέα Ζαΐμη, τους Ανδρέα και Νικόλαο Λόντο, τον Επίσκοπο Κερνίκης Προκόπιο, το Μπενιζέλο Ρούφο και το Σωτήριο Θεοχαρόπουλο, ενώ ταμίας ανέλαβε ο Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος. Στις 26 Μαρτίου, με την παρακάτω προκήρυξη, έκαναν γνωστές τις απόψεις τους και παρακίνησαν τους προξένους να τη διαβιβάσουν στις κυβερνήσεις τους. Επίσης, με την αποστολή επιστολών προς τις μη εξεγερμένες περιοχές και το διαμοιρασμό επαναστατικών σημαιών, επιχειρούσαν να διαδώσουν το επαναστατικό πνεύμα. Επίσης, κατασκευάστηκε σφραγίδα, η οποία έφερε σταυρό, και κυκλικά φύλλα δάφνης, εντός των οποίων αναγραφόταν η φράση «Σφραγίς Ελευθερίας»,
«Πρός τούς έν Πάτραις προξένους των ξένων επικρατειών
Ημείς, το Ελληνικόν έθνος των χριστιανών, βλέποντες ότι μας καταφρονεί το οθωμανικόν γένος και σκοπεύει όλεθρον εναντίον μας, πότε μ’ έναν και πότε με άλλον τρόπον, απεφασίσαμεν σταθερώς, ή ν’ αποθάνωμεν όλοι, ή να ελευθερωθώμεν· καί τούτου ένεκα βαστούμεν τα όπλα εις χείρας, ζητούντες τα δικαιώματα μας. Όντες λοιπόν βέβαιοι ότι όλα τα χριστιανικά βασίλεια γνωρίζουν τα δίκαιά μας, και όχι μόνον δεν θέλουν μάς εναντιωθή αλλά αλλά και θέλουν μας συνδράμει, και ότι έχουν είς μνήμην, ότι οι ένδοξοι πρόγονοί μας εφάνησαν ποτέ ωφέλιμοι εις την ανθρωπότητα, δια τούτο ειδοποιούμεν τήν εκλαμπρότητά σάς καί σας παρακαλούμεν να προσπαθήσετε, να ήμεθα υπό την εύνοιαν καί προστασίαν τού μεγάλου τούτου κράτους».
Τις επόμενες μέρες η πολιορκία του κάστρου οργανώθηκε ακόμη καλύτερα. Κατασκευάστηκε χώρος κατασκευής και επισκευής όπλων, ενώ δημιουργήθηκε και νοσοκομείο, από τονΝικόλαο Γερακάρη. Οι ενθουσιώδεις και ορμητικοί Επτανήσιοι μετέφεραν 7 κανόνια από τα πλοία που βρίσκονταν στο λιμάνι της πόλης, προκειμένου να αυξηθεί η δύναμη πυρός των πολιορκητών. Την ίδια περίοδο, επαναστάτες ξεκινούσαν από τη Μάνη, απελευθερώνοντας την Καλαμάτα, τυλίγοντας στις φλόγες της Επανάστασης, μέρα με τη μέρα, ολόκληρη την Πελοπόννησο. Παρά την άσχημη κατάληξη που είχε η πολιορκία της Πάτρας στη συνέχεια, οι κινήσεις των επαναστατικών σωμάτων που συμμετείχαν σε αυτή, τα οποία θα πάρουν μέρος και σε άλλες επιχειρήσεις, ενέπνευσαν φόβο στους Τούρκους, δίνοντας ζωτικό χρόνο στην Επανάσταση να θεριέψει και να σταθεί στα πόδια της.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Γ. Φ. Χέρτσβέργ (1916) Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως Τόμος Πρώτος. (Μτφρ. Π. Καρολίδου) Αθήνα: Εκδ. Οίκος Γ. Δ. Φεξή.
- Δ. Φωτιάδη (1977) Η Επανάσταση του 21 Τόμος Β΄. (2η Έκδοση) Αθήνα: Εκδ. Βότση.
- Ε. Αλλαμανή ‘Έναρξη της Επαναστάσεως στην Πελοπόννησο και πρώτες πολεμικές συγκρούσεις’ Σε Συλλογικό Έργο (2000) Ιστορία του Ελληνικού Έθνους Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών Α. Ε.
- Δ. Κουκίου – Μητροπούλου (2007) Adam Friedel Προσωπογραφίες Αγωνιστών της Ελληνικής Επανάστασης. Αθήνα: Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος.