Της Αλεξάνδρας Σελίμη,
Από τα μέσα του 19ου αιώνα μέχρι και την αρχή του 20ου ακούμε στον χώρο του μουσικού θεάτρου τις όπερες του Βέρντι, τις βεριστικές και γαλλικές όπερες, τις όπερες των εθνικών σχολών και τα δράματα ή τα μουσικά δράματα, όπως έχει επικρατήσει να λέγονται, του Ρίχαρντ Βάγκνερ. Ο συνθέτης-τιτάνας έφερε τρομερές καινοτομίες στη σκηνική μουσική του ρομαντισμού και αποκόπηκε από τις τάσεις και τις εξελίξεις που ακολουθούσαν οι συνθέτες όπερας της εποχής του, δημιουργώντας κάτι δικό του: ένα είδος μουσικού θεάτρου αντιπροσωπευτικού των ιδεολογιών και θεωριών που ανέπτυξε στα μέσα του αιώνα και εξέφρασε στο βιβλίο του “Oper und Drama”, γραμμένο μεταξύ του 1850-51. Τις ιδέες αυτές θα δούμε να υλοποιούνται πλήρως στην «Τετραλογία του Δαχτυλιδιού». Ποιά είναι, λοιπόν, αυτά τα στοιχεία που τον έβγαλαν εκτός του «κατεστημένου» μοντέλου όπερας και τι ακριβώς είναι αυτό που χαρακτηρίζει το μουσικό του δράμα;
Ο Βάγκνερ δεν υποστήριζε την ιταλική οπερατική παράδοση της εποχής του. Γι’ αυτόν ήταν ένα μη σοβαρό είδους με σκοπό την επίδειξη κουστουμιών και φωνητικών ικανοτήτων. Το μουσικό δράμα του Βάγκνερ είχε ως πρότυπο το δράμα των αρχαίων Ελλήνων, ενσωματώνοντάς το βέβαια στα δικά του πλαίσια της γερμανικής παράδοσης. Τα έργα του χαρακτηρίστηκαν από έντονη χρωματικότητα και συνεχείς αλλαγές τονικών κέντρων, που σήμαινε τονική αστάθεια για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Χαρακτηριστική η περίπτωση του Τριστάνου και της Ιζόλδης, με τη περίφημη διάφωνη συγχορδία του Τριστάνου, η οποία αντί να λυθεί σε μία σύμφωνη, όπως συμβαίνει στη τονική αρμονία, λύνεται σε μία επίσης διάφωνη συγχορδία, εγχείρημα κοσμοϊστορικό για την ιστορία της έντεχνης δυτικής μουσικής. Επίσης, ο Βάγκνερ χρησιμοποιεί τεράστιες ορχήστρες, με τις οποίες πραγματοποιεί διάφορα εφέ. Αξιοσημείωτο είναι πως για την παράσταση της τετραλογίας του στο Μπαϊρόιτ χρησιμοποίησε κοντά στους 125 εκτελεστές.
Πολύ σημαντικό είναι να κατανοήσουμε δύο βασικούς όρους για το μουσικό σκεπτικό του Βάγκνερ: το leitmotiv, ή οδηγητικό μοτίβο στα ελληνικά, και την ιδέα περί συνολικού έργου τέχνης, το λεγόμενο Gesamtkunstwerk. Ο Βάγκνερ, με το συνολικό έργο τέχνης εννοούσε μία «συνεργασία» των τεχνών μέσα στο θέατρο, δηλαδή από τη μουσική και το λιμπρέτο μέχρι και τα σκηνικά όλα τα στοιχεία έπρεπε να υπηρετούν το δράμα. Ο συγγραφέας των λιμπρέτων ήταν ο ίδιος και στόχευε στη δημιουργία μίας ενιαίας πορείας μουσικής-κειμένου, η οποία δεν θα διακόπτεται, αλλά θα ακολουθεί τη ροή της υπόθεσης. Ο ρόλος της ορχήστρας είναι να συμπάσχει, να σχολιάζει και να υπενθυμίζει χαρακτήρες και καταστάσεις, πράγμα που καταφέρνει συχνά με τα οδηγητικά μοτίβα. Μελωδίες, δηλαδή, που συνδέονται με την εμφάνιση ή τη θύμηση ενός προσώπου ή μίας συγκεκριμένης συνθήκης ή και συναισθήματος. Άλλοτε πάλι προμηνύουν ένα γεγονός. Προφανώς ο χαρακτήρας των μελωδιών αυτών ταιριάζει με το γεγονός ή τον χαρακτήρα με τον οποίο είναι συνδεδεμένο.
Το «Δαχτυλίδι των Νιμπελούγκεν», η επική τετραλογία του Βάγκνερ αποτελεί την ύψιστη μουσική πραγμάτωση όλων όσων προαναφέραμε. Το έργο συνολικά χρειάστηκε 26 χρόνια για να ολοκληρωθεί και διαρκεί περίπου 15 ώρες. Ο Βάγκνερ θεωρούσε το πρώτο δράμα, τον «Χρυσό του Ρήνου», έναν πρόλογο (πρελούδιο) για το τι είχε συμβεί και τα επόμενα τρία ως τη βασική εξιστόρηση της υπόθεσης. Βασισμένος στη σκανδιναβική μυθολογία, έγραψε, συνδυάζοντας πολλούς μύθους, για ένα δαχτυλίδι το οποίο δίνει την απόλυτη δύναμη του κόσμου σε αυτόν που το φορά. Όπως βλέπουμε στο πρώτο μέρος του έργου, το δαχτυλίδι εκλάπη από τον ποταμό Ρήνο και τις Κόρες του, που ήταν προστάτιδές του, από τον νάνο Άλμπεριχ και τώρα το μέλλον του κόσμου διακυβεύεται. Στα επόμενα τρία δράματα, τη «Βαλκυρία», τον «Ζίγκφριντ» και «το Λυκόφως των Θεών», η υπόθεση να ξετυλίγεται μέσα από τον κόσμο των θεών και των ανθρώπων, βλέποντας παράλληλα το προσωπικό τους δράμα, μέχρι να φτάσουμε στο τέλος του δράματος, που λήγει με την καταδίκη των θεών. Το έργο για να αποδοθεί σκηνικά, όπως του άρμοζε, απαιτούσε συγκεκριμένη αρχιτεκτονική. Με την οικονομική παροχή του Βασιλιά Λουδοβίκου Β’ της Βαυαρίας χτίστηκε η όπερα που επιθυμούσε ο Βάγκνερ και ανταποκρινόταν στις απαιτήσεις του έργου. Η περίφημη όπερα του Μπαϊρόιτ ολοκληρώθηκε το 1876 και η πρεμιέρα του «Δαχτυλιδιού» έγινε στις 13-17 Αυγούστου.
Στα δράματά του, ο Βάγκνερ ανύψωσε τη μουσική μέσα από το θέατρο, όντας ιδιαίτερα επαναστατικός στις μουσικές του ιδέες και καινοτόμος στα έργα του, ανοίγοντας τον δρόμο για μία νέα εποχή στη μουσική διάλεκτο -αυτή της ατονικότητας- και δίνοντας ταυτόχρονα στα δράματά του αυτή τη θεϊκή υπόσταση του δέους που συναντάμε μόνο στα πολύ σπουδαία και μεγάλα έργα τέχνης. Το «Δαχτυλίδι» είναι μέρος μίας πολύ ξεχωριστής οπερατικής παράδοσης, σίγουρα πιο δυσνόητης και δυσπρόσιτης, η οποία ωστόσο ανταμείβει τους θεατές της με το μεγαλείο της. Το να έχει παρακολουθήσει κανείς ζωντανά το «Δαχτυλίδι των Νιμπελούγκεν» και πόσο μάλλον σε τέσσερις συνεχείς μέρες -μία για κάθε δράμα- αποτελεί οπωσδήποτε εμπειρία ζωής, ενώ το ανέβασμα αυτών των παραστάσεων είναι μέχρι και σήμερα πρόκληση για κάθε ερμηνευτή και κάθε θίασο.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Michels, U. 1985. Άτλας της Μουσικής, Τόμος 2ος. Αθήνα: Φίλιππος Νάκας, 453-55.
- Richard Wagner, Encyclopedia Britannica, διαθέσιμο εδώ
- Richard Wagner’ Theories of Music Drama, Music With Ease, διαθέσιμο εδώ