Του Νίκου Μελιτσιώτη,
Τα Βαλκάνια έχουν χαρακτηριστεί, όχι άδικα, ως η πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης, με την πληθώρα των συγκρούσεων, που διαδραματίστηκαν εκεί να το αποδεικνύει. Στο δύσκολο έργο της μελέτης αυτής της γωνιάς στην Ανατολική Ευρώπη έχει επιδοθεί, με ιδιαίτερο ζήλο, ο Καθηγητής του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Σπυρίδων Σφέτας. Το εκτεταμένο συγγραφικό του έργο καλύπτει τόσο την Βαλκανική Ιστορία όσο και την μελέτη των πτυχών του Μακεδονικού ζητήματος εν γένει. Στο τελευταίο του έργο, με τίτλο «Όψεις της βουλγαρικής κατοχής στην Ανατολική Μακεδονία, 1916–1918», η γλαφυρή πένα του έμπειρου μελετητή και ιστορικού σκιαγραφεί με τρόπο παραστατικό τα γεγονότα που έλαβαν χώρα στην Ανατολική Μακεδονία από το 1916 έως το 1918 και τις ενέργειες των εμπλεκόμενων.
Το Κέντρο Πολιτιστικής Ανάπτυξης Ανατολικής Μακεδονίας, με την πολύτιμη συνεισφορά του στον τομέα της βιβλιογραφίας, ενισχύει τα ευγενή κίνητρα του συγγραφέα. Αυτά δεν είναι άλλα από την παράθεση των ιστορικών γεγονότων, την απόδοση της δέουσας τιμής στα θύματα των πράξεων των Βουλγάρων στρατιωτών, την ανάδειξη των πληγμάτων που υπέστη η πολιτιστική κληρονομιά και, φυσικά, την αφύπνιση και διατήρηση της ιστορικής μνήμης για μια περίοδο η οποία, σύμφωνα με τα προλεγόμενα του προέδρου του Κέντρου Γιάννη Παπουτσή, «[…]είναι μια επιμελώς αποσιωπημένη και ενοχοποιημένη –λόγω του εθνικού διχασμού– πτυχή της ιστορίας μας με τις ιστορικές συνέπειες και τα θλιβερά επακόλουθά του και για τούτο πολύ ενδιαφέρουσα».
Η ανάγνωση ενός βιβλίου μπορεί κάλλιστα να παρομοιαστεί με έναν συναρπαστικό περίπατο του αναγνώστη, στα μονοπάτια που ο συγγραφέας επιλέγει να τον ταξιδέψει και στα οποία, εάν η φαντασία του είναι αρκετά καρπερή, θα δει ολοζώντανα μπροστά του πρόσωπα, μέρη και γεγονότα,
Η αφετηρία του μονοπατιού, που ο Σπυρίδων Σφέτας έχει διανοίξει σε αυτό το βιβλίο, είναι η έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Μετά από μια λιτή εισαγωγή, η οποία αναφέρεται στα γεγονότα της διετίας που προηγήθηκε του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου στα Βαλκάνια, εισέρχεται στο ατέρμονο γαϊτανάκι πολεμικών συγκρούσεων και διπλωματικών ελιγμών, μεταξύ της Entente και των Κεντρικών Δυνάμεων. Στόχος της Entente ήταν τόσο ο προσεταιρισμός της Ελλάδας του γερμανόφιλου Κωνσταντίνου και του αγγλόφιλου Βενιζέλου, όσο και η μεταστροφή των Βουλγάρων, εξέλιξη η οποία θα έγερνε αποφασιστικά την πλάστιγγα υπέρ τους. Βέβαια, τα ανταλλάγματα που προσέφεραν στη γείτονα χώρα έβλαπταν εδαφικά την Ελλάδα, δημιουργώντας μια δύσκολη εξίσωση, την οποία εκμεταλλεύτηκε η Γερμανία, μέσω του βασιλέα Κωνσταντίνου. Με την εκδίωξή του, όμως, από τη χώρα, η στάση της Ελλάδος αλλάζει, με την είσοδό της στον πόλεμο να διακρίνεται στην άκρη του τούνελ.
Το οδοιπορικό μνήμης, μέσα από τις καταστροφές που υπέστη η Ανατολική Μακεδονία, ξεκινά από την Δράμα. Σε αυτό το τμήμα της διαδρομής, ο συγγραφέας έχει ως συνοδοιπόρο του τον Νομάρχη Νικόλαο Μπακόπουλο, ο οποίος, μέσα από το ανεκτίμητης αξίας αρχείο της έκθεσής του προς τα Υπουργεία Εσωτερικών και Εξωτερικών, δίνει το στίγμα της συγκεκριμένης περιόδου και όσων συνέβαλαν στην καταστροφή των Ελλήνων της περιοχής. Με την άφιξη του Βουλγαρικού στρατού στην περιοχή, ο διοικητής της 10ης Μεραρχίας Συνταγματάρχης Burmov, μαζί με τον Ίλαρχο Rittmeister von Puttkammer και, σε μικρότερο βαθμό, με τον Αντιστράτηγο Αλέξανδρο Τάνεφ, προχώρησαν σε σκληρά περιοριστικά μέτρα, εγκαθιδρύοντας καθεστώς τρομοκρατίας. Φόνοι ντόπιων, επιτάξεις, λεηλασίες και κάθε είδους βιαιοπραγία συνέβαινε αρκετά συχνά, με τον Μπακόπουλο να προσπαθεί με κάθε τρόπο να εφαρμόσει δικαιοσύνη και να προστατεύσει τους κατοίκους. Οικονομική και κοινωνική αφαίμαξη, στέρηση ακόμη και της τροφής λόγω επιτάξεων και πολιτιστικός στραγγαλισμός ήταν μερικά μόνο από τα έργα της Βουλγαρικής Στρατιωτικής Διοίκησης Δράμας. Μόνος σύμμαχος του Νομάρχη στην καταπολέμηση της αδικίας ο Τάνεφ, ο οποίος επενέβαινε σε ζητήματα που δεν έθιγαν άμεσα τα συμφέροντα του κράτους που υπηρετούσε.
Η έμπειρη πένα του Καθηγητή συνεχίζει την σκιαγράφηση των αντίξοων συνθηκών που επικρατούσαν κατά τη βουλγαρική κατοχή, στην πόλη της Καβάλας. Εκεί, ακολουθώντας τα βήματα ενός ανώνυμου ανώτερου δημοσίου υπαλλήλου, φέρνει στο φως την εκτεταμένη έλλειψη τροφής και ψωμιού, τις συνεχείς λεηλασίες, αρπαγές και επιτάξεις δημόσιων και ιδιωτικών αγαθών και την οικονομική καταστροφή, όχι μόνο των φτωχών κατοίκων, αλλά ακόμη και των εύπορων οικογενειών. Εγκλωβισμένοι στην πόλη και χωρίς δυνατότητα επικοινωνίας ή διαφυγής, ένιωθαν την ανάσα του θανάτου πίσω τους, όχι από δολοφονίες, οι οποίες ήταν σπάνιες, αλλά από την ασιτία και το άθλιο βιοτικό επίπεδο, που είχε επικρατήσει στην περιοχή. Κλείνοντας το 2ο από τα συνολικά 4 μέρη του βιβλίου, ο συγγραφέας αναφέρεται στην οικτρή κατάσταση, στην οποία περιήλθαν οι περιοχές των Σερρών και του Σιδηροκάστρου, στις οποίες, όπως μαρτυρούν οι εκθέσεις του Γκαίτε Τζοβαρόπουλου και του Κωνσταντίνου Ρακτιβάν, βίωσαν την τρομακτική μείωση των κατοίκων τους μέσα από σφαγές, βιασμούς και λεηλασίες. Η καταστρατήγηση των ελληνικών αρχών, ο υποσιτισμός και η αφαίμαξη των κατοίκων, καθώς και ο βίαιος εκτοπισμός τους, προς εξάλειψη του ελληνικού στοιχείου από την περιοχή, είχαν πλέον καταστεί modus operandi των βουλγαρικών αρχών.
Στο τρίτο μέρος του συναρπαστικού αυτού συγγράμματος, ο συγγραφέας, οδηγούμενος προς το τέλος της διαδρομής υπό το φως των πρωτογενών πηγών, περιγράφει τα φοβερά γεγονότα που υπέστησαν οι κάτοικοι των πολύπαθων περιοχών, που προανέφερε, μετά την εκδίωξη του βασιλιά Κωνσταντίνου Α΄ και την ανάληψη της εξουσίας από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος διέκοψε τις διπλωματικές σχέσεις της χώρας του με την Βουλγαρία, με την οποία βρέθηκε σε εμπόλεμη κατάσταση. Βίαιοι εκτοπισμοί, ειδεχθείς συνθήκες μετακίνησης, ψεύτικες ελπίδες για καλύτερη ζωή και καταναγκαστικά έργα σε απάνθρωπα στρατόπεδα συνθέτουν την αντίδραση των Βουλγάρων στην αλλαγή της στάσης της Ελλάδας. Η ανάληψη της εκπροσώπησης των ελληνικών συμφερόντων από την Ολλανδία και οι κινήσεις τόσο του Έλληνα πρέσβη στις Κάτω Χώρες, Σπυρίδωνα Πολυχρονιάδη, όσο, φυσικά, και του Ελευθερίου Βενιζέλου οδήγησαν στην ανάδειξη του ζητήματος των εκτοπισθέντων και στην προβολή του στη διεθνή κοινή γνώμη. Η βουλγαρική κυβέρνηση δεν συνεργάστηκε, ενώ η Γερμανία διατήρησε χλιαρή στάση, επικεντρωμένη κυρίως στην πορεία του πολέμου και τη διαφύλαξη των οικονομικών συμφερόντων.
Ο συγγραφέας επιλέγει, στο τελευταίο μέρος του βιβλίου του, να κλείσει με την παράθεση των γεγονότων που οδήγησαν στην κατάρρευση του βουλγαρικού στρατού και τη συνθηκολόγησή του. Μετά την παράθεση αρχειακών πηγών και ενδεικτικής βιβλιογραφίας, οι οποίες δύνανται να καθοδηγήσουν τον ενδιαφερόμενο για περαιτέρω έρευνα, ολοκληρώνει το πόνημά του παραθέτοντας, σε ένα πλούσιο παράρτημα, έγγραφα της εποχής και φωτογραφικό υλικό, μεταφέροντάς μας στην ταραχώδη εκείνη εποχή.
Εξετάζοντας το συναρπαστικό αυτό βιβλίο, παρατηρούμε τη διατήρηση μιας πρωτοφανούς νοηματικής συνέχειας και αλληλουχίας, όμοια ή και καλύτερη των κομματιών ενός παζλ, καθώς αυτά δεν διαθέτουν νοηματική αυτονομία, όπως σχεδόν κάθε παράγραφος του πνευματικού αυτού τέκνου. Οι θέσεις, οι διεκδικήσεις και οι ενέργειες των χωρών παρουσιάζονται παράλληλα και με εμφανείς τους συσχετισμούς, χωρίς όμως να κουράζουν τον αναγνώστη, ο οποίος κολυμπά άνετα σε έναν ωκεανό γνώσης, προσθέτοντας στη γνωστική του φαρέτρα ένα ακόμη, κομψά φιλοτεχνημένο, βέλος.