Της Σοφίας Χρηστακίδου,
Όταν ακούμε τη φράση «αναπτυσσόμενες χώρες», ο νους μας πηγαίνει αμέσως στη γεωγραφική περιοχή της αφρικανικής ηπείρου. Αυτό σημαίνει όμως ότι όλες οι άλλες περιοχές του κόσμου είναι ανεπτυγμένες; Έχουν όλα τα κράτη το ίδιο επίπεδο διαβίωσης και παρέχουν τις ίδιες ευκαιρίες στους πολίτες τους; Εύκολα μπορεί να καταλάβει κανείς ότι η απάντηση στις παραπάνω ερωτήσεις είναι αρνητική. Πώς ορίζεται όμως η ανεπτυγμένη και πώς η αναπτυσσόμενη χώρα; Τι κριτήρια θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας; Στο παρόν άρθρο θα προσπαθήσουμε να δώσουμε απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα.
Πρώτα από όλα, πρέπει να σημειώσουμε ότι υπάρχουν περισσότερα του ενός κριτήρια για να κατατάξουμε μία χώρα σε κάποια από τις παραπάνω κατηγορίες. Το κοινό που έχουν τα κριτήρια αυτά είναι ότι ποσοτικοποιούνται. Το επίπεδο διαβίωσης των πολιτών, τα χρόνια που πρόκειται να ζήσουν, η ποιότητα της δημοκρατίας και η ισότητα μετριούνται όλα από συγκεκριμένους δείκτες, οι οποίοι υπολογίζονται από ακαδημαϊκούς και ερευνητές. Η ποσοτικοποίηση αυτών των παραμέτρων μας προσφέρει μία πιο αντικειμενική εικόνα για την ποιότητα ζωής σε μία χώρα, χωρίς να «θολώνει» η κρίση μας από διάφορα στερεότυπα και προκαταλήψεις. Έτσι, βλέπει κανείς να χαρακτηρίζονται χώρες που δεν θα περίμενε ως ανεπτυγμένες (π.χ. Ισραήλ), ενώ κάποιες άλλες χώρες που μπορεί να παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στα διεθνή τεκταινόμενα να μην είναι σε θέση να εξασφαλίσουν μία δεδομένη ευημερία για τους πολίτες τους (π.χ. Κίνα και Ρωσία). Είναι πολύ σημαντικό, λοιπόν, να καθορίσουμε ποιοι είναι αυτοί οι δείκτες και τι σημαίνουν οι εκάστοτε τιμές τους.
Επίσης, πρέπει να επισημάνουμε ότι το επίπεδο διαβίωσης σε μία χώρα είναι ένα φάσμα. Αυτό σημαίνει δηλαδή ότι ναι μεν υπάρχει ένα αυθαίρετο όριο στον εκάστοτε δείκτη το οποίο ξεχωρίζει μία ανεπτυγμένη από μία αναπτυσσόμενη χώρα, αυτό το όριο όμως δεν είναι απόλυτο. Δε σημαίνει δηλαδή ότι όσες χώρες έχουν ένα συγκεκριμένο κατά Κεφαλήν ΑΕΠ, για παράδειγμα, το οποίο έχει μία τιμή που είναι κάτω από το προβλεπόμενο όριο, έχουν όλες το ίδιο χαμηλό επίπεδο διαβίωσης. Μπορεί κανείς να καταλάβει εύκολα ότι υπάρχει άλλη ποιότητα ζωής στην Κίνα, άλλη στην Ερυθραία και άλλη στην Τουρκία. Επίσης, πολλές χώρες ναι μεν δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ανεπτυγμένες, αλλά δεν θα μπορούσε να τις χαρακτηρίσει κανείς και ως αναπτυσσόμενες. Αποτελούν μία ενδιάμεση κατηγορία χωρών, οι οποίες βρίσκονται προς τον δρόμο για την ανάπτυξη. Η Κίνα, η Ρωσία και η Τουρκία, που αναφέρθηκαν πιο πάνω, ανήκουν σε αυτή την ενδιάμεση κατηγορία. Ας δούμε όμως πιο αναλυτικά ποια ποσοτικά κριτήρια χρησιμοποιούνται για τον χαρακτηρισμό μίας χώρας ως ανεπτυγμένης ή μη.
Ο πρώτος και καθολικά αποδεκτός δείκτης είναι το κατά Κεφαλήν ΑΕΠ. Το μέσο εισόδημα μίας οικονομίας είναι λογικό να αποτελεί μέτρο της ευημερίας, καθώς όσο περισσότερο εισόδημα διαθέτει κανείς τόσα περισσότερα αγαθά μπορεί να αγοράσει. Δεν υπάρχει κάποιο αντικειμενικό όριο για να ξεχωρίσουμε τις ανεπτυγμένες από τις αναπτυσσόμενες χώρες, όσον αφορά τον δείκτη αυτό. Ωστόσο, οι περισσότεροι διεθνείς οργανισμοί και η πλειοψηφία των ακαδημαϊκών θεωρούν μία χώρα ως ανεπτυγμένη, εάν έχει κατά Κεφαλήν ΑΕΠ πάνω από $12,000. Για να ερμηνεύσουμε όμως σωστά τον δείκτη αυτό, θα πρέπει να κατανοήσουμε τι ακριβώς είναι το κατά Κεφαλήν ΑΕΠ μίας χώρας. Το ΑΕΠ, ως γνωστόν, είναι η αξία των τελικών αγαθών και υπηρεσιών που παράγονται σε μία χώρα. Για παράδειγμα, το αλεύρι αποτελεί ενδιάμεσο αγαθό και το ψωμί που πουλάει ο φούρναρης τελικό αγαθό. Στο ΑΕΠ θα μετρηθεί μόνο η αξία του ψωμιού. Αν προσθέταμε και την αξία από το αλεύρι θα κάναμε διπλή μέτρηση, καθότι το ψωμί περιέχει ήδη στην τελική του τιμή την αξία όλων των παραγωγικών συντελεστών που χρησιμοποιήθηκαν για την παρασκευή του. Αντίστοιχα, αν αφαιρέσουμε από το ΑΕΠ την επίδραση του Πληθωρισμού, τότε έχουμε το Πραγματικό ΑΕΠ. Επομένως, το κατά Κεφαλήν ΑΕΠ είναι το Πραγματικό ΑΕΠ προς τον Πληθυσμό μίας χώρας.
Η παραπάνω εξήγηση σχετικά με τον υπολογισμό του κατά Κεφαλήν ΑΕΠ μας βοηθά να ερμηνεύσουμε καλύτερα τις διάφορες τιμές που λαμβάνει το μέγεθος αυτό για κάθε χώρα. Ένα μεγάλο κατά Κεφαλήν ΑΕΠ σημαίνει σε γενικές γραμμές ότι έχουμε μεγάλο αριθμητή (το Πραγματικό ΑΕΠ) και μικρό παρονομαστή (τον Πληθυσμό). Επομένως, εάν το κατά Κεφαλήν ΑΕΠ μίας χώρας αυξηθεί λόγω μείωσης του πληθυσμού, επειδή μπορεί να έγινε ένας πόλεμος, να έλαβε χώρα μία πανδημία ή οι άνθρωποι να εγκαταλείπουν τη χώρα προς αναζήτηση μίας καλύτερης ζωής, δεν υφίσταται οικονομική ανάπτυξη. Αν, αντιθέτως, η αύξηση του κατά Κεφαλήν ΑΕΠ οφείλεται στην αύξηση του Πραγματικού ΑΕΠ, τότε έχουμε πράγματι βελτίωση της οικονομίας. Μπορεί είτε να αυξήθηκε το ΑΕΠ καθεαυτό είτε να μειώθηκε ο Πληθωρισμός ή να συνέβησαν και τα δύο. Επομένως, προκειμένου να αξιολογήσουμε την ευημερία που υπάρχει σε μία χώρα με βάση το κατά Κεφαλήν ΑΕΠ της, θα πρέπει να δούμε την πορεία του δείκτη αυτού ανά τα χρόνια και να αξιολογήσουμε όλα τα αριθμητικά συστατικά από τα οποία αποτελείται.
Εκτός όμως από το εισόδημα υπάρχουν και άλλες παράμετροι τις οποίες θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας προκειμένου να αξιολογήσουμε την ποιότητα ζωής σε μία χώρα. Κατά βάση, όμως, οι περισσότερες από αυτές εξαρτώνται από το εισόδημα. Για παράδειγμα, τα εμπειρικά δεδομένα μας δείχνουν ότι «η μέση διάρκεια ζωής εξαρτάται σημαντικά από το εισόδημα μίας οικονομίας. Όπως αναμένεται, στις χώρες με χαμηλό εισόδημα, όπου παρατηρούνται επίσης μεγάλοι ρυθμοί αύξησης του πληθυσμού, το προσδόκιμο επιβίωσης είναι αισθητά χαμηλότερο σε σχέση με τις πλουσιότερες οικονομίες». Επίσης, «οι δαπάνες για την υγεία είναι σημαντικά υψηλότερες στις πλούσιες οικονομίες σε σχέση με τις φτωχές. Στη διαφορά αυτή οφείλεται σε μεγάλο βαθμό και η υψηλότερη παιδική θνησιμότητα στις φτωχές χώρες, η οποία οδηγεί σε σημαντικά χαμηλότερη αναμενόμενη διάρκεια ζωής. Οι δαπάνες για την εκπαίδευση είναι επίσης σημαντικά υψηλότερες στις πλούσιες οικονομίες σε σχέση με τις φτωχές, παρότι οι διαφορές δεν είναι τόσο μεγάλες όσο στην περίπτωση των δαπανών για την υγεία». (Καλαϊτζιδάκης, Καλυβίτης, 2008).
Το προσδόκιμο ζωής αποτελεί ουσιαστικά τον μέσο όρο της ηλικίας των ανθρώπων που πεθαίνουν σε μία χώρα. Αντίστοιχα, το επίπεδο εκπαίδευσης μετριέται από το ποσοστό αναλφαβητισμού ή αλφαβητισμού, το ποσοστό των ανθρώπων που έχουν αποφοιτήσει από την πρωτοβάθμια εκπαίδευση, καθώς και από το ποσοστό των ανθρώπων που έχουν ολοκληρώσει τις τριτοβάθμιες σπουδές τους, τις κρατικές δαπάνες ανά μαθητή/φοιτητή, τον αριθμό των καθηγητών ανά μαθητή/φοιτητή κλπ. Το υψηλό προσδόκιμο ζωής, ένα ανεπτυγμένο σύστημα υγείας και η ποιοτική εκπαίδευση των πολιτών οδηγούν σε υψηλής ποιότητας ανθρώπινο δυναμικό, το οποίο αποτελεί μία από τις βασικές προϋποθέσεις για την επίτευξη της οικονομικής ανάπτυξης και την προσέλκυση Άμεσων Ξένων Επενδύσεων σε μία χώρα.
Ένας πολύ σημαντικός δείκτης που λαμβάνει υπόψη του όλα τα παραπάνω και τα ποσοτικοποιεί σε ένα σκορ για κάθε χώρα είναι ο Δείκτης Ανθρώπινης Ανάπτυξης. Εκτός από το προσδόκιμο ζωής και το επίπεδο μόρφωσης όμως, ο ΔΑΑ λαμβάνει υπόψη του και το Εθνικό κατά Κεφαλήν Εισόδημα, τα έτη εκπαίδευσης, τον Δείκτη Ισότητας Φύλων (ο οποίος δείχνει το ποσοστό των γυναικών που εργάζονται, συμμετέχουν στα κοινά κλπ.), τον αριθμό των ατόμων που σιτίζονται επαρκώς και πολλές άλλες μεταβλητές, οι οποίες δείχνουν με μία αρκετά καλή ακρίβεια την ποιότητα ζωής σε μία χώρα.
Επίσης, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο κρίνει το επίπεδο ανάπτυξης μίας χώρας από το κατά Κεφαλήν ΑΕΠ, τη διαφοροποίηση των εξαγωγών και τον βαθμό ολοκλήρωσης μίας οικονομίας με το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα. Η διαφοροποίηση των εξαγωγών είναι ένας δείκτης ο οποίος μετράει κατά πόσο μία χώρα εξάγει πολλά διαφορετικά προϊόντα. Όταν ένα κράτος εξάγει ένα και μοναδικό προϊόν, τότε καθίσταται έρμαιο στις διακυμάνσεις της τιμής του προϊόντος αυτού. Επίσης, οι χώρες που εισάγουν το προϊόν αυτό αποκτούν διαπραγματευτική δύναμη, καθώς το κράτος-εξαγωγέας θα δεχθεί στο τέλος να πουλήσει το αγαθό που παράγει σε οποιαδήποτε τιμή, όταν αυτό αποτελεί τη μοναδική πηγή εσόδων του. Κάτι τέτοιο βλέπουμε να συμβαίνει με τις αφρικανικές χώρες που είναι εξαγωγείς πετρελαίου. Αντίστοιχα, ο βαθμός ολοκλήρωσης στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα είναι ένας δείκτης που μετρά κατά πόσο έχουν αναπτυχθεί σε μία χώρα οι κεφαλαιαγορές, το χρηματιστήριο, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και η διατραπεζική αγορά, η πληθώρα των χρηματοοικονομικών προϊόντων, κατά πόσο επιτρέπεται η κινητικότητα των κεφαλαίων, η είσοδος ξένων επενδυτών, το διεθνές εμπόριο κλπ.
Συμπερασματικά, λοιπόν, ο διαχωρισμός των χωρών σε ανεπτυγμένες και αναπτυσσόμενες είναι εν μέρει αυθαίρετος. Ορθώς, όμως, ορίστηκαν κάποια όρια προκειμένου να μπορούμε να αξιολογήσουμε το επίπεδο διαβίωσης των ανθρώπων ανά τον κόσμο και κατ’ επέκταση να προβεί η ανθρωπότητα σε διορθωτικές κινήσεις, όπου χρειάζεται, προκειμένου να αυξηθεί η ευημερία των πολιτών. Το Ραντάρ Αναπτυσσόμενων Χωρών θα ασχοληθεί για το επόμενο διάστημα με χώρες της Ασίας, οι οποίες κατατάσσονται στην κατηγορία των χωρών του μεσαίου εισοδήματος (αυτές δηλαδή που έχουν κατά Κεφαλήν ΑΕΠ έως $12,000), και με αυτές που κατατάσσονται στην κατηγορία των χωρών χαμηλού εισοδήματος (αυτές δηλαδή που έχουν κατά Κεφαλήν ΑΕΠ έως $4,000). Μείνετε συντονισμένοι!
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Οικονομική Μεγέθυνση: Θεωρία και πολιτική, Παντελής Καλαϊτζιδάκης και Σαράντης Καλυβίτης, Εκδόσεις Κριτκή, 2008
- Μακροοικονομική Θεωρία, Mankiw Gregory, Εκδόσεις Gutenberg, 2002
- What Is a Developing Country?, Justin Kuepper on The Balance, Retrieved from here
- Human Development Reports, United Nations Development Program, Retrieved from here
- Classifications of countries based on their level of development: How it is Done and How it Could be Done, Lynge Nielsen, International Monetary Fund Working Paper, Retrieved from here
- Key indicators on education, OECD website, Retrieved from here