Της Μαρίας Κελεπούρη,
Όταν η έμπνευση χτυπά την πόρτα, τότε ο δρόμος στον οποίο θα οδηγήσει δεν είναι μόνο δημιουργικός αλλά και ατελής. Μπορεί να συνδέσει τις τέχνες, οι οποίες ούτως ή άλλως συνομιλούν μεταξύ τους κι αυτό γιατί αποτελούν την έκφραση της ψυχοσύνθεσης ενός ανθρώπου αλλά και ενός πολιτισμού. Επομένως, ανακαλύπτονται οι κοινές εμπειρίες, οι οποίες με τη σειρά τους μπορούν να ενώσουν το ταλέντο με τη γνώση και να μετουσιώσουν ένα έργο σε μία άλλη μορφή έκφρασής του. Στην περίπτωση της σύνδεσης της μουσικής με την ποιητική δημιουργία, η μελωδία ξεκινά από τις φωνητικές χορδές για να αγγίξει τις χορδές της ψυχής.
Ξεκινώντας αυτή τη μουσική διαδρομή είναι εύλογο να αναφέρω ίσως την πιο γνωστή ποιητική σύνθεση, το «Άξιον Εστί» του Οδυσσέα Ελύτη, που δημοσιεύθηκε το 1959 και αποτέλεσε τον καταλυτικό παράγοντα που πρόσφερε στον ποιητή είκοσι χρόνια αργότερα όχι μόνο το βραβείο αλλά και το κύρος του Νομπελίστα. Και όχι αδίκως, αφού το «Άξιον Εστί» έχει χαρακτηριστεί ως το πιο οργανωμένο ποίημα της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Αποτελείται από τρία μέρη: τη Γένεση, τα Πάθη και το Δοξαστικόν, που, όπως και στα τμήματα ενός ναού, έτσι και στο ποίημα το μεσαίο μέρος είναι το ευρύτερο. Τα άσματα που μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης, ενώ βρισκόταν μεταξύ Αθήνας και Παρισιού, και ερμηνεύτηκαν με τη φωνή του Μπιθικώτση -όπως τα «Ένα το χελιδόνι» και «Της αγάπης αίματα»- προέρχονται από τα Πάθη, ενώ με την κυκλοφορία τους το 1964 έμελλε να γίνουν ο ύμνος ενάντια στη δικτατορία. Εξάλλου και η συγγραφική πρόθεση του Ελύτη δεν απείχε πολύ από την έκφραση της μετέωρης θέσης του ανθρώπου μέσα στην κοινωνία. Σε αυτή την ποιητική συλλογή, λοιπόν, συνυφαίνεται η ατομική με την εθνική εμπειρία του ποιητή, αποκαλύπτοντας τα μυστικά που συναπαρτίζουν την παράδοση της χώρας μας, ακόμα και τις αιώνιες ελπίδες για μια ενιαία εθνική ταυτότητα.
Εκτός όμως από αυτή την ποιητική συλλογή, ο Ελύτης χάρισε στη μουσική και «Το Παράπονο» από τη Συλλογή «Τα Ρω του Έρωτα», με τη σύνθεση του Δημήτρη Παπαδημητρίου. Το τραγούδι προτάθηκε στην Ελευθερία Αρβανιτάκη και εκείνη το δέχτηκε, γιατί «δεύτερη ζωή δεν έχει». Επίσης, από τη φωνή της Αρβανιτάκη έχει γίνει ακόμα πιο γνωστό το «Ερωτικό» του Λαπαθιώτη, ένα χαρακτηριστικό ποίημα με ακροστιχίδα, που τα πρώτα γράμματα κάθε στίχου σχηματίζουν καθέτως το όνομα του αγαπημένου του. Από την ίδια γενιά του Λαπαθιώτη και του Νεοσυμβολισμού αναδύεται και η Μαρία Πολυδούρη, αποτυπώνοντας με το «Μόνο γιατί μ’ αγάπησες», που βρήκε και αυτό τη θέση του στο πεντάγραμμο, την ανιδιοτελή αγάπη που της άφησαν οι ερωτικές μνήμες με τον έμμεσο αποδέκτη αυτής της δημιουργίας, Κώστα Καρυωτάκη.
Η ποίηση της γενιάς του 1930 ενέπνευσε κι αυτή τους σύγχρονους συνθέτες, όπως τον Γιάννη Σπανό, που μετουσίωσε μελωδικά το «Σπασμένο Καράβι» του ποιητή της Σχολής της Θεσσαλονίκης, Γιάννη Σκαρίμπα. Η πρώτη κυκλοφορία του τραγουδιού συντελέστηκε με τη φωνή του Κώστα Καράλη, ενώ αργότερα ο Δημήτρης Μπάσης με την επανεκτέλεση του ποιήματος ερμήνευσε ξανά τη θλίψη που εξέφρασε ο ποιητής του.
Η διάθεση των συνθετών να μελοποιήσουν ποιήματα αξιόλογων λογοτεχνών είναι τόσο δημιουργική ώστε τους γυρνά πίσω στο 1872, όταν ο Βιζυηνός δεν είχε ξεκινήσει ακόμα να ασχολείται με την ηθογραφία αλλά έγραφε εκείνα τα έργα που χαρακτηρίζονται ως μπαλάντες. Και μάλλον αυτός ο όρος έδωσε την αφορμή στον Ξυδάκη να μελοποιήσει τον «Φιλομαθή Φτωχό», που ανήκει στη συλλογή «Ατθίδες Αύραι».
Η επιλογή των συγκεκριμένων μελοποιημένων ποιημάτων δεν είναι σε καμία περίπτωση δεσμευτική, καθώς υπάρχει πλήθος ποιητών που εμπιστεύτηκαν τους στίχους τους στις νότες και έτσι έντυσαν την αρχική τους δημιουργία με έναν μουσικό μανδύα, που μπορεί να ζεστάνει την ψυχή κάθε ανθρώπου, ενώ ταυτόχρονα η έμπνευσή τους βρήκε μεγαλύτερη ανταπόκριση.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Λίνος Πολίτης, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1985
- Αρχείο ΕΡΤ, διαθέσιμο εδώ