11.3 C
Athens
Κυριακή, 17 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΝόμιμα και παράνομα απεργιακά αιτήματα

Νόμιμα και παράνομα απεργιακά αιτήματα


Της Αναστασίας Ερνεάνου,

Ένα από τα σημαντικότερα δικαιώματα στη σύγχρονη κοινωνία, το οποίο έχει αποτελέσει έναυσμα πολλών αγώνων και έχει συμβάλλει στη νομοθετική κατοχύρωση εργασιακών διευκολύνσεων και ασφαλιστικών «δικλείδων», είναι εκείνο που κατοχυρώνεται στο άρθρο 23 παράγραφος 2 του Συντάγματος. Το δικαίωμα της απεργίας -πεδίο που έχει σημειώσει πολλές νίκες αλλά και πολλές διαμάχες- είναι ένα από τα θεμελιωδέστερα στο κράτος δικαίου, καθώς αποτελεί ένα δραστικό μέσο άσκησης πίεσης στην εργοδοτική πλευρά η οποία, εκ των πραγμάτων, βρίσκεται σε θέση ισχύος και δύναμης σε σύγκριση με το εργαζόμενο άτομο. Ο νομοθέτης, μάλιστα, εκτίμησε τη σημασία και την άσκηση πίεσης που μπορεί να επισύρει προκειμένου να διασφαλιστεί η ισότητα των όπλων, αρχή που διέπει το Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο, και έτσι το καθιέρωσε ξεχωριστά από την πρώτη παράγραφο του άρθρου 23, όπου αναφέρεται η συνδικαλιστική ελευθερία εν γένει.

Ως είδη απεργιών θα μπορούσαμε να αναφέρουμε πρωτίστως τη διεκδικητική, με την οποία τα εργαζόμενα άτομα προβάλλουν συγκεκριμένα αιτήματα και επιδιώκουν την ικανοποίηση τους ασκώντας πίεση στην εργοδοτική -και όχι μόνο- πλευρά. Επίσης, η προειδοποιητική απεργία συνιστά είδος με το οποίο επιδιώκεται και πάλι η ικανοποίηση αιτημάτων, συνήθως όμως κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων προς σύναψη συλλογικής σύμβασης εργασίας και για μικρότερο, σχετικά, διάστημα. Ακόμα μια μορφή απεργίας είναι εκείνη της διαμαρτυρίας, που αντιστοιχεί κυρίως με την πολιτική απεργία, για την οποία γίνεται λόγος παρακάτω. Νόμιμη μορφή απεργίας συνιστούν και οι στάσεις εργασίας, καθολικές ή μερικές, στις οποίες η αποχή από την κυριότερη υποχρέωση του εργαζομένου, την παροχή εργασίας, περιορίζεται σε τμήμα μόνο της ημέρας ή της εβδομάδας. Εφόσον όμως, παρουσιάζουν μεταξύ τους συνέχεια και αφορούν το ίδιο αίτημα λογίζονται ως ενιαία απεργία.

Η απεργία ως ένα αυτοτελές δικαίωμα με συλλογική διάσταση, οφείλει να τηρεί κάποιες νόμιμες προϋποθέσεις ούτως ώστε να ασκείται με τον σύμφωνο κατά το Σύνταγμα τρόπο. Μεταξύ άλλων, προϋπόθεση για τη νόμιμη κήρυξη και διεξαγωγή απεργίας είναι το νόμιμο αίτημα που αιτούνται οι απεργοί. Πρώτα απ’ όλα, απαγορεύεται το αίτημα να βρίσκεται σε αντίθεση με άλλες νομοθετικές διατάξεις. Παράδειγμα αποτελεί η συνδικαλιστική ελευθερία τρίτων η οποία δύναται να προσλάβει τόσο θετική όσο και αρνητική μορφή, δηλαδή με τη μη άσκηση αυτού του δικαιώματος (όπως η μη συμμετοχή σε συνδικαλιστική οργάνωση). Αίτημα για παράδειγμα που υποχρεώνει τον εργοδότη να προσλαμβάνει μόνο συνδικαλιζόμενα άτομα είναι παράνομο.

Πηγή εικόνας: Fosonline.gr

Επιπλέον, το δικαίωμα αυτό λόγω του συλλογικού του χαρακτήρα, οφείλει να αιτείται στην άσκησή του, ικανοποίηση συλλογικών και όχι ατομικών συμφερόντων. Σε αυτό το σημείο διαφέρει και η απεργία από την επίσχεση εργασίας, με την οποία το άτομο δεν παρέχει την εργασία του σε εργοδότη που δεν του καταβάλλει το μισθό που δικαιούται. Ωστόσο, σε αυτό το σημείο απαιτείται ένας διαχωρισμός. Αιτήματα που αφορούν μεμονωμένα πρόσωπα μπορεί εξαιτίας των περιστάσεων να αποτελέσουν συλλογικό αίτημα απεργίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η απόλυση εργαζομένων εξαιτίας της νόμιμης συνδικαλιστικής τους δράσης. Αντίθετα, απόλυση που λαμβάνει χώρα εξαιτίας της αθέτησης των συμβατικών υποχρεώσεων των εργαζομένων δεν μπορεί να αποτελέσει νόμιμο συνδικαλιστικό αίτημα. Από την άλλη, η άρνηση του εργοδότη να εφαρμόσει νομίμως τις διατάξεις ΣΣΕ που συνήψε αποτελεί νόμιμο αίτημα, ακριβώς λόγω της φύσης της παραβίασης εκ μέρους της εργοδοτικής πλευράς.

Φτάνοντας σε ένα ιδιαίτερα σημαντικό ζήτημα στο πλαίσιο του δικαίου της απεργίας, διχογνωμία επικρατεί ως προς τη λεγόμενη «πολιτική» απεργία, εκείνη δηλαδή που αποσκοπεί στη διαμαρτυρία με αποδέκτη όχι τον εργοδότη, αλλά το κράτος. Στην Ελλάδα, η κρατούσα άποψη ισχυρίζεται πως η απεργία αυτή είναι παράνομη. Ωστόσο, εκείνο το οποίο θα έπρεπε να γίνεται δεκτό είναι πως επιτρεπτή είναι η μικτή-πολιτική απεργία. Σε αυτή, αίτημα δεν αποτελεί η διαμαρτυρία απέναντι σε μια καθαρά πολιτική επιλογή, όπως η διεξαγωγή δημοψηφίσματος, αλλά η ικανοποίησης αιτημάτων που συνδέονται άμεσα με τα εργασιακά δικαιώματα και αποτελούν ρύθμιση των κρατικών αρχών. Ο περιορισμός αυτός πηγάζει ευθέως εκ του Συντάγματος, του άρθρου 23 παράγραφος 2, όπου αναφέρεται ως σκοπός η προαγωγή των οικονομικών και εργασιακών συμφερόντων – όχι πολιτικών.

Πηγή εικόνας: Ecozen.gr

Τέλος, διχογνωμία επικρατεί ως προς τα απεργιακά αιτήματα που αφορούν τις επιλογές της επιχειρηματικής πολιτικής, δηλαδή εκείνες που εκ πρώτης τουλάχιστον, όψεως ανήκουν στο διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη. Παράδειγμα αποτελεί η επιλογή του «κλεισίματος» μιας επιχείρησης ή της μεταφοράς της, όπως και ο καθορισμός της πολιτικής των τιμών των παραγόμενων προϊόντων. Και σε αυτή την περίπτωση είναι απαραίτητο να ακολουθηθεί ένας διαχωρισμός. Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 4 του νόμου 1876/90 ζητήματα επιχειρηματικής πολιτικής μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο ρύθμισης ΣΣΕ στο μέτρο που επηρεάζονται άμεσα οι εργασιακές σχέσεις. Έτσι και στην απεργία, ζητήματα που άπτονται μεν του διευθυντικού δικαιώματος, επηρεάζουν ωστόσο τα εργαζόμενα άτομα, μπορούν να αποτελέσουν νόμιμο αίτημα. Προβαίνοντας σε αυτό το διαχωρισμό, παρατηρούμε πως αποτελεί νόμιμο αίτημα η μη μεταφορά της επιχείρησης σε χώρα του εξωτερικού λόγω χαμηλών μισθών, αλλά όχι το κλείσιμο της επιχείρησης λόγω μη ζήτησης των προϊόντων στην αγορά ή λόγων προσωπικών του εργοδότη (π.χ θέματα υγείας). Έτσι και ο καθορισμός των τιμών ή η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου δεν μπορούν να αποτελέσουν νόμιμα αιτήματα, καθώς ο ρόλος των συνδικαλιστικών οργανώσεων δεν τείνει προς την πλήρη εξάλειψη του διευθυντικού δικαιώματος, αλλά σε εξασφάλιση της αρχής της ισότητας των όπλων.

Έτσι, εφόσον τα αιτήματα των απεργών είναι νόμιμα, ή έστω τα σημαντικότερα από αυτά με κριτήριο τη βαρύτητά τους, είναι νόμιμη και η απεργία η οποία πληροί και τις υπόλοιπες διαδικαστικές προϋποθέσεις.


Πηγές
  • Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο, Ζερδελής, 3η έκδοση, 2019

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Αναστασία Ερνεάνου
Αναστασία Ερνεάνου
Γεννήθηκε το 2000. Σπουδάζει στο τμήμα της Νομικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Έχει παρακολουθήσει πλήθος σεμιναρίων σχετικά με τα εγχώρια και τα διεθνή δρώμενα. Αγαπάει τα ταξίδια και είναι ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένη όσον αφορά τον εθελοντισμό.